30/09/2022, slpress.gr

panel 2 University St Pbg 260922Το να αναφερθεί κανείς στο υπόβαθρο ιστορικής φιλίας και πολιτιστικής εγγύτητας Ρώσων κι Ελλήνων είναι μάλλον κοινότοπο. Έχει ειπωθεί πάμπολλες φορές και μάλιστα από χείλη όσο πιο επίσημα γίνεται, με διάφορες αφορμές. Η τελευταία ήταν το περσινό κοινό “Έτος Ιστορίας Ρωσίας-Ελλάδας”, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, όπου είναι γνωστός ο καίριος, θετικός ρόλος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι αναφορές αυτές δεν είναι απλές φιλοφρονήσεις που ανταλλάσσουν διπλωμάτες και πολιτικοί μεταξύ τους, εκφράζουν την αλήθεια των αισθημάτων των δύο λαών. Αισθήματα, που ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν και να εκφράζονται, ούτε στα ψυχροπολεμικά χρόνια.

Κι όμως, αυτό που βλέπουμε στις μέρες μας να συμβαίνει στις διμερείς σχέσεις και να αποτυπώνεται στον Τύπο δεν συνάδει καθόλου με τα ανωτέρω. Η μεταστροφή του κλίματος σε κυβερνητικό επίπεδο πρωτοεκδηλώθηκε πριν τέσσερα χρόνια, με την απέλαση δύο μελών των ρωσικών διπλωματικών αποστολών στην Ελλάδα, από την τότε κυβέρνηση Τσίπρα. Η επίσημη δικαιολογία ήταν κάποια “παρέμβαση” σε εσωτερικό ζήτημα, εννοώντας τις λαϊκές αντιδράσεις εναντίον της Συμφωνίας Αθήνας-Σκοπίων, με την οποία θυσιάστηκε το ελληνικό όνομα της Μακεδονίας για χάρη του ΝΑΤΟ.

Ήταν το προοίμιο της σημερινής κακής κατάστασης των ελληνορωσικών σχέσεων, για τις οποίες αφορμή στάθηκε η ρωσική στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία. Η κύρια αιτία, όμως, είναι άλλη: Είναι η απόλυτη πρόσδεση της Ελλάδος στο δυτικό σύστημα εξουσίας πριν 12 χρόνια, μέσα από την οικονομική εξάρτηση, την πολιτική χειραγώγηση (και με παρακρατικούς μηχανισμούς τύπου Integrity Initiative) και τα υπογραφέντα Μνημόνια. Ένα σύστημα εξουσίας όλο και πιο ασύδοτο, αντιδημοκρατικό κι απάνθρωπο, που θυμίζει περιγραφές της Αποκάλυψης.

Ισχύει πως η Ελλάδα μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ως μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952 και από το 1980 της ΕΕ – τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα – βρισκόταν σε στρατόπεδο αντίπαλο της σοβιετικής Ρωσίας. Ωστόσο με βάση την όποια γεωπολιτική αυτονομία διέθετε, κατάφερνε να διατηρεί ζωντανή μια ικανοποιητική και βελτιούμενη σχέση με την ΕΣΣΔ, ακόμα και στα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Κι αργότερα, ιδίως μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, όλα έδειχναν ότι υπάρχουν τεράστια περιθώρια για την ανάπτυξη μιας σχέσης, που δεν θα αφορά μόνο τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα κρατικά συμφέροντα, αλλά και τις δύο κοινωνίες ως σύνολα, τους απλούς ανθρώπους που νιώθουν κληρονόμοι μιας Ιστορίας κι ενός πολιτισμού που τους ενώνει.

Αναφέρω εδώ πως ο γράφων είχε προτείνει εγγράφως σε τρεις υπουργούς Παιδείας την εισαγωγή της ρωσικής ως δεύτερης ξένης γλώσσας στα Λύκεια της Ελλάδας και τελικά αυτό υλοποιήθηκε (προσωρινά) στα χρόνια του Κώστα Καραμανλή, τα πιο γόνιμα χρόνια για τις ελληνορωσικές σχέσεις. Δυστυχώς από το 2010 η πατρίδα μας έχει χάσει μεγάλο μέρος της όποιας γεωπολιτικής της ελευθερίας, ενώ και ο ελληνικός λαός απώλεσε όχι μόνο εισοδήματα, αλλά και κοινωνικές κατακτήσεις, για τις οποίες είχε παλέψει επί δεκαετίες. Η ίδια η εθνική κυριαρχία εκχωρήθηκε στους δανειστές από ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο σαπίζοντας παρασύρει και όλον τον Ελληνισμό. Η κατάπτωση της δημόσιας Παιδείας και η αποχαλίνωση της καθεστωτικής προπαγάνδας έχουν αλλάξει συνολικά την εικόνα (αλλά εν μέρει και το βάθος) της ελληνικής κοινωνίας στην κατεύθυνση της woke ιδεολογίας και της πολιτιστικής ακύρωσης (“cancel culture”) που έρχονται από τη Δύση. Οτιδήποτε και οποιοσδήποτε αντιστέκεται στην μεθοδευόμενη πορεία προς την δημιουργία του μετανθρώπου λοιδωρείται, συκοφαντείται και τελικά τσακίζεται.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο να ταυτίζεται ο Βλαδίμηρος Πούτιν με το απόλυτο κακό, ενώ πριν μερικά χρόνια ήταν μακράν ο δημοφιλέστερος ξένος ηγέτης για τους Έλληνες. Ή βλέπουμε τακτικά απόψεις του τύπου “η Ρωσία ποτέ δεν μας βοήθησε”, όταν κάθε 12χρονος μαθητής οφείλει να γνωρίζει από την νεότερη Ιστορία μας τα εγκλήματα των λεγόμενων συμμάχων μας σε βάρος μας. Το φλερτ του Ερντογάν με τη Μόσχα και την ευρασιατική προοπτική, με δεδομένη την πάγια τουρκική απειλή εναντίον μας, ήρθε να δώσει κάποια επιχειρήματα στην άνωθεν διακινούμενη ρωσοφοβία και ενισχύθηκε περισσότερο με την στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία είναι ένας νέος κανόνας στη σύγχρονη ψευτοδημοκρατία που σαρώνει την ελλαδική κοινωνία, όπως και όλες τις δυτικές. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα η ξεδιάντροπη διακοπή λειτουργίας των ρωσικών μέσων RT και Sputnik στην ΕΕ. Ακόμα και οι εγχώριες στρατιωτικές ανάγκες παραμερίζονται, με αποτέλεσμα ο ελληνικός λαός να παρακολουθεί ενεός την κυβέρνησή του να αφαιρεί οπλισμό από τα παραμεθόρια νησιά για να τα στείλει δωρεάν στο διεφθαρμένο καθεστώς του Κιέβου!

Κι ενώ τα ελληνόφωνα ΜΜΕ ασχολούνταν ολημερίς με τους ελληνικής καταγωγής κατοίκους της Μαριούπολης κατά το διάστημα που αυτή πολιορκείτο από ρωσικές και φιλορωσικές δυνάμεις, από τη μέρα που η πόλη άλλαξε χέρια δεν τους ανέφεραν ποτέ ξανά, λες και έπαψαν να υπάρχουν! Αλλά ούτε και πριν είχαν ασχοληθεί όταν η ελληνική γλώσσα απαγορεύτηκε από τις ουκρανικές αρχές και φυσικά πέρασε απαρατήρητη η επαναφορά του ελληνικού ονόματος της Ταυρικής χερσονήσου στην Κριμαία, εκ’ μέρους της Ρωσίας.

Αυτή είναι η σύγχρονη δυτική “δημοκρατία”: Πλήρης αυτονόμηση της διεθνούς πολιτικοοικονομικής εξουσίας, απόλυτη κάλυψη από τα μονολιθικά καθεστωτικά Μέσα, μηδενική επιρροή του δημοσίου συμφέροντος, προκλητική περιφρόνηση της λαϊκής εντολής. Η ρητορική του καθεστώτος είναι όσο ποτέ άλλοτε “αντιφασιστική” και “υπερδημοκρατική”, όμως στην ουσία βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα. Απλώς δεν χρειάζονται πια τα μέσα του παρελθόντος προκειμένου να στηρίξουν τα συμφέροντα της υπερεθνικής και ντόπιας ελίτ.

Η μαλακή ισχύς και η νομιμοφανής χρήση των κρατικών θεσμών είναι αρκετή για να πείσει ή να υποτάξει την μεγάλη πλειοψηφία και να συντρίψει τις ολιγάριθμες μειοψηφίες, οι οποίες διεκδικούν ένα περιεχόμενο που να ανταποκρίνεται στις λέξεις. Δεν τίθεται λοιπόν πια θέμα κοινής λογικής ή δημοκρατικών προσχημάτων, ούτε καν εθνικών συμφερόντων: Το βαθύ σύστημα εξουσίας που κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο αποφάσισε να πολεμήσει τη Ρωσία ανοιχτά και όλοι στο δυτικό στρατόπεδο οφείλουν υπακοή. Και λέω να πολεμήσει “ανοιχτά”, γιατί ήδη η Ρωσία έχει ζήσει τόσο την γενοκτονική κλεπτοκρατία της δεκαετίας του ΄90 (ανάλογο ζούμε στην Ελλάδα από 12ετίας, αλλά με κάποια προσχήματα) όσο και την υποκριτική “αποδοχή” της στους δυτικούς θεσμούς. Έγινε σαφές ότι τα αφεντικά του κόσμου δεν θα δεχόντουσαν ποτέ όρθια κι αυτόφωτη τη Ρωσία, παρότι η τελευταία απέφυγε να αντιπαρατεθεί ευθέως στα κεντρικά προπαγανδιστικά τους αφηγήματα που διαλύουν τη ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών.
 Σήμερα, λοιπόν, οι ελίτ δείχνουν να έχουν πάρει τις αποφάσεις τους, βλέποντας τη Μόσχα να βάζει ένα βίαιο τέλος στην ουκρανική πρόκληση που επί χρόνια μεθόδευαν. Αφενός πολεμούν τη Ρωσία δια αντιπροσώπου, εξοπλίζοντας και καθοδηγώντας το καθεστώς Ζελένσκι. Κι αφετέρου τσακίζουν με τις κυρώσεις τις ευρωπαϊκές κυρίως κοινωνίες (κάτι που φάνηκε και εξελίσσεται με την ιστορία του κορονοϊού, αλλά και της κλιματικής αλλαγής και της διατροφικής κρίσης) ώστε να μην διανοηθούν να αντιδράσουν.

Η ποικιλώνυμη τρομοκράτηση, η ιδεολογική συσκότιση, αλλά και η διάλυση του βιοτικού επιπέδου είναι τα όπλα μιας κάστας που θέλει να δει τον Ευρωπαίο πολίτη στα γόνατα. Αν αυτό επιτευχθεί, έπειτα ένας άμεσος πόλεμος εναντίον της Ρωσίας, ή και της Κίνας, δεν θα είναι πλέον απίθανος, ακόμα και με πυρηνικά όπλα. Αυτή θα ήταν μια εξέλιξη που κάθε λογικός άνθρωπος απεύχεται, αλλά οι ευχές βεβαίως δεν αρκούν. Χρειάζονται αυτοί που θα πούνε εμπράκτως “ΟΧΙ” στον νέο αυτόν ανθρωποβόρο “φασισμό”, πριν αυτός προχωρήσει περισσότερο τα σχέδιά του.

Χρειαζόμαστε πολλούς αποφασισμένους πολίτες, σε όλες τις χώρες, που με συνεπείς πράξεις θα δείξουν στον εχθρό της ανθρωπότητας και του πολιτισμού ότι δεν είναι πια ανεκτός, με ή χωρίς τη σβάστικα στην προμετωπίδα. Ούτε η συνδιάσκεψη του Μονάχου, ούτε το σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ σταμάτησαν τον Χίτλερ. Λύση, λοιπόν, δεν είναι ο συμβιβασμός αλλά ο συντονισμός ενάντια στον κοινό εχθρό.

Η Ρωσία έχει σήμερα το ανεκτίμητο προνόμιο μιας ηγεσίας που διαθέτει αίσθημα, αλλά και ικανότητες αυτοσυντήρησης για χάρη του ρωσικού λαού. Αυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο και το αν παίρνει τις σωστές αποφάσεις στον κατάλληλο χρόνο, ή αν οι επί μέρους χειρισμοί της φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, θα κριθεί εκ των υστέρων. Οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί, δυστυχώς εδώ και πολλά χρόνια, δεν διαθέτουν ανάλογη πολιτική ηγεσία, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνεται και η δική μας (της οποίας το πρόβλημα βέβαια είναι δομικό και δεν λύνεται μόνο με μια εναλλαγή προσώπων).

Υπάρχουν όμως παντού οργανώσεις και πρόσωπα με γνώση και εμπειρία που αντιστέκονται και δίνουν τον δικό τους αγώνα, οι δε επικείμενες καταστροφικές εξελίξεις στην Ευρώπη αναμένεται να ενισχύσουν την διάθεση αντίστασης. Θα είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθεί μία πλατφόρμα όπου θα μπορούν να συναντηθούν οι ανησυχίες, οι πληροφορίες, οι πρωτοβουλίες συνειδητών κι ενεργών πολιτών από τη Ρωσία και τις άλλες ευρωπαϊκές, τουλάχιστον, χώρες. Αν στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου το φιλειρηνικό κίνημα στην Ευρώπη προσέφερε κάτι στην παγκόσμια υπόθεση της ειρήνης, σήμερα κάτι αντίστοιχο θα έχει πολλαπλάσια σημασία για τις αληθινές οικουμενικές αξίες και για την επιβίωση του ίδιου του ανθρωπίνου γένους.