-
21
Dec
Οἱ µουσουλµάνοι Ροµά, 20.000 ἄτοµα περίπου, ζοῦν καὶ στοὺς τρεῖς νοµοὺς τῆς ἑλληνικῆς Θράκης, συγκεντρωµένοι σὲ συγκεκριµένες συνοικίες κυρίως τῆς Κοµοτηνῆς, τῆς Ξάνθης καὶ τῆς Ἀλεξανδρούπολης. Στὴν Κοµοτηνὴ συναντῶνται στὸ τέρµα τῆς ὁδοῦ Ἀδριανουπόλεως καὶ στὸν Ἥφαιστο, στὴν Ξάνθη στὴν περιοχὴ τοῦ Δροσεροῦ, τῆς Πετρελαιαποθήκης (Γκαζχανέ) καὶ τῆς Ρέµβης (Πούρναλικ), ἐνῶ στὴν Ἀλεξανδρούπολη στὴν περιοχὴ τῆς ὁδοῦ Ἄβαντος. Ὀλιγοµελεῖς ὁµάδες Ροµὰ ὑπάρχουν διάσπαρτες σὲ πολλὰ χωριὰ τῆς πεδινῆς Θράκης ἀλλὰ καὶ στὰ ὀρεινὰ ποµακοχώρια τόσο τοῦ νοµοῦ Ξάνθης ὅσο καὶ τοῦ νοµοῦ Ροδόπης. Στὰ ποµακοχώρια περιπλανιόντουσαν κυρίως σιδερᾶδες, κατασκευαστὲς ἀγροτικῶν ἐργαλείων ἀπαραίτητων γιὰ τὴν ὀρεινὴ γεωργία. Σηµαντικὸ µεταναστευτικὸ ρεῦµα δηµιουργήθηκε στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 καὶ σὲ ὅλη τη διάρκεια τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 µὲ κατεύθυνση τὰ µεγάλα ἑλληνικὰ ἀστικὰ κέντρα ἀλλὰ καὶ τὴν Εὐρώπη. Μερικὲς χιλιάδες Ροµὰ µεταναστῶν συναντῶνται σήµερα κυρίως στὴ Γερµανία καὶ πολὺ λιγότεροι στὴν Ὀλλανδία καὶ τὸ Βέλγιο. Δέκα περίπου οἰκογένειες ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο στὴν περίοδο ἐκείνη ἔφθασαν µέχρι τὴν Αὐστραλία. Στὴν Ἀθήνα καὶ εἰδικότερα στὸ Βοτανικό, στὸ Γκάζι καὶ στὸν Κεραµικὸ ζοῦν ἀρκετοὶ ἐσωτερικοὶ µετανάστες Ροµὰ ἀπὸ τὴ Θράκη. Ἡ µετανάστευση πρὸς τὴν Τουρκία εἶναι σχεδὸν µηδενική.
(…) Μὲ κριτήριο τὴν κινητικότητά τους στὸν χῶρο, οἱ Ροµὰ ποὺ ζοῦν στὴν ἑλληνικὴ Θράκη θὰ µποροῦσαν νὰ διακριθοῦν σὲ ἑδραίους καὶ ἡµιεδραίους. Νοµάδες ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ. Οἱ πρῶτες χαράξεις ἐθνικῶν συνόρων στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. ἀκύρωσαν µία ἀπὸ τὶς σηµαντικότερες προϋποθέσεις τῶν νοµάδων: τὴν ἐλευθερία τῆς µετακίνησης. Ἥφαιστος καὶ Ἀδριανουπόλεως εἶναι δυὸ χαρακτηριστικοὶ οἰκισµοὶ στὶς παρυφὲς τῆς Κοµοτηνῆς, ποὺ ἐκπροσωποῦν τὶς δυὸ παραπάνω γενικὲς κατηγορίες καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη ἐκφράζουν τὸ γενικότερο τοπίο τῶν κοινοτήτων τῶν Ροµά στὴ Θράκη. Συγκροτήθηκαν ἀπὸ πληθυσµοὺς ποὺ ἐγκατέλειψαν τὸν νοµαδισµὸ σὲ πολὺ διαφορετικὲς περιόδους καὶ κάτω ἀπὸ ἀνόµοιες συνθῆκες. Οἱ κάτοικοι τῆς Ἀδριανουπόλεως ἔχουν νωπὲς µνῆµες τοῦ νοµαδικοῦ ἢ ἡµι-νοµαδικοῦ τρόπου ζωῆς, σὲ ἀντίθεση µὲ τοὺς Ἡφαιστιῶτες οἱ ὁποῖοι δὲν διατήρησαν παρόµοιες µνῆµες, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ µόνιµη ἐγκατάσταση πραγµατοποιήθηκε πολὺ νωρίτερα καὶ µάλιστα σὲ περιοχὲς τῆς νότιας Βουλγαρίας (βόρειας Θράκης), ἀπὸ ὅπου λόγῳ τῶν Ρωσσοτουρκικῶν πολέµων τοῦ 1877-78 µετακινήθηκαν καὶ ἔφθασαν στὴν Κοµοτηνὴ µαζὶ µὲ ἄλλους µουσουλµάνους πρόσφυγες.
Ἡ πλειοψηφία τῶν Ροµὰ τῆς Θράκης ἀπέβαλε τὴν τσιγγάνικη γλῶσσα εἴτε στὴ διάρκεια τῆς Ὀθωµανικῆς περιόδου, εἴτε στὴν περίοδο ἀπὸ τὸ 1920 καὶ µετά, µέσα στὰ ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Σήµερα τὸ 80% µιλᾶ τουρκικὰ ἐνῶ ἕνα ποσοστὸ συρρικνούµενο σταδιακὰ διατηρεῖ ἀκόµη τὴν τσιγγάνικη, δηλαδὴ τὴ ροµανί, στὶς διαφορετικὲς διαλεκτικὲς της ποικιλίες. Βέβαια τὸ ποσοστὸ αὐτῶν ποὺ γνωρίζουν τσιγγάνικα εἶναι µεγαλύτερο, ἂν λάβουµε ὑπόψιν µας ὅτι σὲ πολλὲς ἀγροτικὲς περιοχὲς καὶ οἰκισµούς, ὅπως στὴ Μελέτη καὶ τὸν Πολύανθο, οἱ Ροµὰ πάνω ἀπὸ σαράντα ἢ πενήντα χρονῶν µιλοῦν καλά τή Ροµανί, ἀλλὰ δὲν τὴ χρησιµοποιοῦν στὴν ἐπαφὴ µὲ τὶς νεότερες γενιὲς, οἱ ὁποῖες µὲ τὴν ἐπίδραση τῆς τουρκικῆς τηλεόρασης, τῶν ἰδεολογικῶν συνθηκῶν ποὺ ἐπικρατοῦν στὴν περιοχὴ καὶ κυρίως τοῦ µειονοτικοῦ σχολείου ἀποτσιγγα-νοποιοῦνται γλωσσικὰ καὶ συνειδησιακά.
Τὸ µειονοτικὸ σχολεῖο ἦταν ὁ κορυφαῖος µηχανισµὸς ἐπιβολῆς τῆς τουρκικῆς γλώσσας. Ὅσοι Ροµὰ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ µὲ τὴ λεγόµενη µειονοτικὴ ἐκπαίδευση ἔχασαν τὴ γλωσσικὴ καὶ συνειδησιακή τους ἰδιαιτερότητα. Στὶς δεκαετίες ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, οἱ περισσότεροι µειονοτικοὶ δάσκαλοι ἐµποτισµένοι μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ κεµαλισµοῦ ἐνδιαφέρονταν περισσότερο γιὰ τὸν ἐκτουρκισµὸ τῶν νεαρῶν µαθητῶν (Τσιγγάνων καὶ Ποµάκων) παρὰ γιὰ τὴν πνευµατικὴ τους προαγωγή, ἀκολουθώντας τὰ ἐκπαιδευτικὰ πρότυπα τῆς Τουρκίας, ὅπου ἀνάλογη ἐπιτυχία εἶχε ὁ ἐκεῖ ἐκπαιδευτικὸς µηχανισµὸς ἀπὸ τὸ 1930 καὶ µετά.
(…) Τὰ ρωµανὲ τῆς Θράκης ἔχουν τὶς ρίζες τους στὰ Χιντὶ καὶ στὶς ἄλλες γλῶσσες τῶν βορειοδυτικῶν Ἰνδιῶν. Ἐντάσσονται στὰ εὐρωπαϊκὰ ρωµανὲ ἰδιώµατα, σὲ ἀντιδιαστολὴ µὲ τὰ λοµαβρὲν (ἀρµενικά) καὶ τὰ ντοµαρὶ (ἀσιατικά) (…) Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς συγγραφῆς τοῦ Γλωσσαρίου ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἄρχισα νὰ συναντῶ λέξεις ρουµανικές, ἀρµενικές, περσικές, σλαβικὲς κι ἔτσι δινόταν ἡ ἐντύπωση ὅτι ἀκολουθεῖ κανεὶς τὰ χνάρια τῶν ἀσταµάτητων τσιγγάνικων καραβανιῶν ποὺ διέσχισαν χιλιάδες χιλιόµετρα στὴν Ἀσία γιὰ νὰ φθάσουν στὴ Θράκη, ἀπὸ ὅπου καὶ διασκορπίστηκαν στὴν Εὐρώπη µέσα σέ ἕναν ἢ δυὸ αἰῶνες. Ἀλλὰ ἐξίσου ἐντυπωσιακὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ταπεινὴ γλῶσσα τῆς Ἀδριανουπόλεως ἔχουν διαφυλαχθεῖ βυζαντινοὶ τῦποι λέξεων οἱ ὁποῖοι πλέον ἔχουν ξεχαστεῖ στὴ νεοελληνικὴ: ζουµὶ (φαγητό), κουκουντὶ (χαλάζι), λαλὶ (φωνή), ποῦρνα (δαµάσκηνο) κλπ. Ἀκόµα σὲ ὅλες τὶς τσιγγάνικες διαλέκτους τῶν χωρῶν τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵµου οἱ ἀριθµοὶ τριάντα καὶ σαράντα λέγονται στὰ ἑλληνικά..
(…) Ἐὰν ἐξετάσουµε τὴ ρωµανὶ τῆς Θράκης στὴ διαχρονική της πορεία θὰ διαπιστώσουµε ὅτι στὴ πρώτη µεταπελευθερωτικὴ δεκαετία (1920-30) ἦταν πλουσιότερη σὲ ρωµανὲ στοιχεῖα ἀπὸ ὅ,τι σήµερα. Ἄν ἡ φθίνουσα πορεία συνεχιστεῖ καί τὶς ἑπόµενες δεκαετίες, τότε ὅλο καὶ περισσότερες ἑλληνικὲς ἢ τουρκικὲς λέξεις θὰ καλύπτουν τὰ ἐννοιολογικά της πεδία, ὥστε κάποια στιγµὴ νὰ ἀποδιαρθρωθεῖ καὶ ἡ ἴδια ἡ δοµὴ τῆς γλώσσας…
(Ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Ἀντώνη Λιάπη στόν Μορφωτικό Ὅμιλο Κομοτηνῆς, 12.12.05)
none