«Α»: Κύριε Φωστιέρη, μόλις κυκλοφόρησε μία ἀνθολογία ποιημάτων ποιητικῆς μὲ τίτλο «Ποίηση γιὰ τὴν Ποίηση», μὲ ἀνθολόγους ἐσᾶς καὶ τὸν κ. Θ. Νιάρχο. Πῶς θὰ ὁρίζατε ὁ ἴδιος τὴν ποίηση;
Α.Φ.: Στὴν «Ποίηση γιὰ τὴν Ποίηση» ἀνθολογήσαμε 150 ποιήματα ποιητικῆς, δηλαδὴ ποιήματα ποὺ ἀναφέρονται ὅλα στὴν ποίηση, στὸ ποίημα καὶ στὸν ποιητή, ἀντλώντας ἀπὸ μία τεράστια δεξαμενὴ ποιημάτων ἀνάλογης θεματικῆς – δεδομένου ὅτι ὅλοι σχεδὸν οἱ ποιητὲς ἔχουν γράψει γι’ αὐτὸ τὸ θέμα, μερικοὶ μάλιστα τοῦ ἔχουν ἀφιερώσει ὁλόκληρες συλλογές. Ἂν σὲ ὅλα τοῦτα προσθέσουμε καὶ τὰ θεωρητικὰ κείμενα περὶ ποιήσεως, ἀπὸ τὴν «Ποιητική» τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τοὺς Πλατωνικοὺς διαλόγους ὡς σήμερα, βρισκόμαστε μπροστὰ σ’ ἕναν ἀπίστευτο ἀριθμὸ προσεγγίσεων καὶ (ἄμεσων ἢ ἔμμεσων, ἀποφθεγματικῶν ἢ περιφραστικῶν) ὁρισμῶν τῆς ποίησης. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι τὸ ἐρώτημα «Τί εἶναι ποίηση;» εἶναι σχεδὸν ὀντολογικῆς τάξεως, ἀνάλογο μὲ τὸ φιλοσοφικὸ ἀπόρημα «Τί τὸ ὄν;», τὸ ὁποῖο βρίσκει τὴν ἔγκυρη ἀπάντησή του μόνο μέσῳ τῆς βίωσης καὶ ὄχι μέσῳ τῆς ἀφηρημένης θεωρίας. Δὲν θὰ ἐπιχειρήσω λοιπὸν ἕναν ἀκόμη ὁρισμό, ἀλλ’ ὅμως θὰ προσπαθήσω νὰ διαψεύσω τὸν ἁπλούστερο, τὸν μᾶλλον ταυτολογικὸ ὁρισμό, ποὺ ὑποβόσκει στὴν κοινὴ συνείδηση: «Ποίηση εἶναι τὸ σύνολο τῶν ποιημάτων ποὺ ἔχουν γραφτεῖ.» Ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ ποίηση εἶναι μία στάση ζωῆς καὶ ὄχι ἕνα εἶδος γραφῆς. Ὡς ἐκ τούτου, τὰ ποιήματα μπορεῖ (στὶς εὐτυχέστερες περιπτώσεις) νὰ ἐκφράζουν αὐτὴ τὴν ποιητικὴ στάση, αὐτὴ τὴν ποιητικὴ διάθεση, δὲν ταυτίζονται ὅμως μαζί της. Ἡ ποίηση ὑφίσταται, ἡ ποίηση λειτουργεῖ, ἡ ποίηση βιώνεται καὶ ἐρήμην τῶν ποιημάτων – ἴσως μάλιστα, γνησιότερα καὶ εἰλικρινέστερα, ἐρήμην τῶν ποιημάτων.
«Α»: Πῶς ἀντιλαμβάνεστε τὸν ρόλο τῆς ποίησης σήμερα, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἀπὸ πολλοὺς χαρακτηρίζεται ἀντιποιητική; Εἶναι δυνατὸν νὰ διακρίνουμε μία «κοινωνικὴ ἐντολή» στὸν ποιητὴ τοῦ σήμερα;
Α.Φ.: Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξη ποίηση προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ποιῶ, ποὺ σημαίνει κατασκευάζω, ἐνῶ ἡ (ὅμοιας καταγωγῆς) λέξη δημιουργία φαίνεται νὰ θέτει ἐγγενῶς τὸ αἴτημα τῆς περίφημης αὐτῆς «κοινωνικῆς ἐντολῆς» γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶτε, καθὼς ἀναφέρεται στὸ ἔργο ποὺ ἀπευθύνεται στὸν δῆμο. Ἄρα, ὁ ποιητὴς – δημιουργὸς δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κατασκευαστὴς ποὺ παράγει ἔργο γιὰ τὸν δῆμο, δηλαδὴ γιὰ τὴν κοινωνία ποὺ τὸν περιβάλλει; Ἂν ἀνατρέξουμε στὴν ἐτυμολογία καὶ στὴν κυριολεξία τῶν ἴδιων τῶν λέξεων, θὰ πρέπει ἀπερίφραστα νὰ ἀπαντήσουμε θετικά. Ἐντούτοις, ἡ σχέση τοῦ ποιητῆ μὲ τὴν ἑκάστοτε κοινωνία (ἑπομένως, μὲ τὸ κοινὸ στὸ ὁποῖο αὐτὸς ἀπευθύνει τὸ ἔργο του ἐν τόπῳ καὶ χρόνῳ) εἶναι σχέση κατεξοχὴν φαντασιακή, σχεδὸν μεταφυσική, ἀφοῦ ἡ μόνη ἄμεση ἐπαφὴ του εἶναι μὲ τὸ ἴδιο του τὸ κείμενο. στὶς ἐπιταγὲς τοῦ κειμένου ὑπακούει καὶ τοὺς δικούς του κανόνες ἐφαρμόζει. Ὁ ἀναγνώστης μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλεῖ, στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι ὁ ἀλλότριος δέκτης ἑνὸς μηνύματος ἢ μιᾶς διδαχῆς, ἀλλὰ τὸ ἰδανικὸ alter ego τοῦ ἰδίου τοῦ γράφοντος, ποὺ καλεῖται, πίσω ἀπὸ τὸν καθρέφτη τοῦ τυπωμένου χαρτιοῦ, νὰ τὸν ὑποκαταστήσει καὶ νὰ τὸν ὑποδυθεῖ. Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι, παράλληλα μὲ τὴν ὑποτιθέμενη κοινωνικὴ ἐντολή, δηλαδὴ μία ἐξουσιοδότηση τῆς κοινωνίας πρὸς τὸ μοναχικὸ ἄτομο ποὺ παλεύει μὲ τὴν τέχνη του, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε μία ἀντίστοιχη – ἀλλὰ ἀντίστροφης φορᾶς καὶ κατεύθυνσης – ἐντολὴ τοῦ ποιητῆ πρὸς τὸ κοινό του: νὰ ὀξύνει ἐκεῖνο τὴ συγκινησιακή του δεκτικότητα, νὰ βαθύνει τὶς πτυχὲς τοῦ στοχασμοῦ του, νὰ γυμνάσει τὴν ἀκοή του στὴ φωνὴ τῆς ποίησης καὶ νὰ συντονιστεῖ μὲ τὸ μῆκος κύματος τῆς δικῆς της εὐαισθησίας. Ἄλλωστε, οἱ ἐποχὲς ἔχουν προχωρήσει, τὰ αἰτήματα ἔχουν διαφοροποιηθεῖ, οἱ στόχοι ἔχουν ἀλλάξει. Δὲν νομίζω ὅτι περιμένει πλέον κανεὶς νὰ πάρει πολιτικὴ γραμμὴ ἀπὸ τοὺς ποιητές, ὅπως ἀντίστοιχα δὲν περιμένει κανεὶς νὰ νιώσει τὸ ρῖγος τῆς δημιουργικῆς συγκίνησης ἀπὸ τὰ τυποποιημένα λογύδρια τῶν πολιτικῶν. Ἐάν, καὶ ὅποτε, ἡ κοινωνία μέμφεται τὸν ποιητὴ γιὰ ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὶς κοινωνικές, ἰδεολογικὲς (δηλαδὴ πολιτικὲς ἢ κομματικές) ἀντιπαραθέσεις καὶ τὰ ἑκάστοτε ἐπικαιρικὰ αἰτήματα, στὴν πραγματικότητα ἐπιχειρεῖ διὰ τῆς ἐπιθέσεως νὰ ἀμυνθεῖ: νὰ καλύψει τὴ δική της ἄγνοια, τὴ δική της βαθιὰ καὶ πλατιὰ ἀδιαφορία γιὰ τὴν ποίηση, τὴν τέχνη καὶ τὸν πολιτισμό.
«Α»: Ἔντονη εἶναι ἡ συζήτηση τελευταῖα γύρω ἀπὸ τὸ ἂν παράγεται οὐσιαστικὸς λόγος ἢ ὄχι. Ἡ ἀπώλεια μεταδοτικότητας τοῦ ποιητικοῦ λεκτικοῦ μήπως εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἑρμητισμοῦ καὶ τῆς κρυπτικότητας τῆς σύγχρονης ποιητικῆς γραφῆς;
Α.Φ.: Γιὰ νὰ μιλήσει κάποιος μία γλῶσσα καὶ νὰ ἐπικοινωνήσει σ’ αὐτήν, πρέπει πρῶτα – πρῶτα νὰ τὴν κατανοήσει ὡς ἀκροατής. Οἱ περισσότεροι κωφάλαλοι ὀφείλουν τὴν ἀδυναμία τους νὰ ἀρθρώσουν τὶς λέξεις ὄχι σὲ βλάβη τῶν φωνητικῶν τους ὀργάνων ἀλλὰ σὲ πρόβλημα κώφωσης: δὲν λειτουργεῖ ἡ ἀκοή τους καί, ὡς ἐκ τούτου, ἡ γλῶσσα τους δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαράγει τὸν λόγο. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει μὲ τὸν κώδικα τῆς ποίησης (ἰδιαίτερα τῆς σύγχρονης ποίησης), μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖτε ποιητικὸ λεκτικό. Ὁ ὁλοένα καὶ μεγαλύτερος ἐθισμὸς τοῦ κοινοῦ σὲ μία παθητικὴ πρόσληψη τῶν πάντων (ὁ θρίαμβος τῆς τηλεόρασης τὸ ἀποδεικνύει), ἡ ἄμβλυνση τῆς εὐαισθησίας του καὶ ἡ ἔλλειψη οὐσιαστικῆς καλλιέργειας ἔχουν ἐξασθενήσει ἐπικίνδυνα τὴν ἀκοή του καὶ ἔχουν δυσχεράνει τὴν ἐπικοινωνία του μὲ τὸν λόγο τῆς ποίησης, ὥς ἕναν βαθμό. Πάντως, ἐὰν πράγματι ὑπάρχει (δὲν εἶμαι καθόλου σίγουρος γι’ αὐτό) πρόβλημα συντονισμοῦ ἀνάμεσα στὸν πομπὸ καὶ στὸν δέκτη τοῦ ποιητικοῦ λόγου, πιστεύω ὅτι ἡ συντριπτικὴ εὐθύνη βαρύνει τὴν πλευρὰ τοῦ δέκτη. Δὲν νομίζω ὅτι τὸ ἰδίωμα τῆς ποίησης ἔχει προχωρήσει σὲ δυσκολία περισσότερο ἀπὸ τὰ ἰλιγγιώδη ἅλματα τῆς τεχνολογίας, τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ σύμπας κόσμος παρακολουθεῖ καὶ ἀφομοιώνει μὲ εὐχέρεια σὲ ἄπειρες καθημερινὲς ἐφαρμογές.
«Α»: Πόσο ἐπηρεάζει σήμερα ἡ ποίηση τὴν ἀνανέωση τοῦ συλλογικοῦ λεκτικοῦ; Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωρίσουμε στὸ τραγούδι τὴν κοινωνικὴ ἀντιπροσώπευση ποὺ ἀσκοῦσε γιὰ μακρὸ χρονικὸ διάστημα ἡ ποίηση;
Α.Φ.: Ἡ ποίηση ἀποτελεῖ μία γλῶσσα μέσα στὴ γλῶσσα ἤ, ἂν θέλετε, μία μετα-γλῶσσα, δηλαδὴ μία γλῶσσα ἔξω ἀπὸ τὴν τρέχουσα γλῶσσα τῆς καθημερινότητας. Πάντως, σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν κοινὴ γλῶσσα καί, ὡς ἐκ τούτου, οὐδέποτε στὴν ἱστορική της διαδρομὴ ταυτίστηκε μὲ τὸ συλλογικὸ λεκτικό, ἀλλὰ καὶ οὐδέποτε τὸ «ἀνανέωσε» θεματικά: αὐτὸ ποὺ προτείνει ἡ ποίηση δὲν ἀφορᾶ τὸ λεκτικὸ ὑλικὸ αὐτὸ καθαυτό, ἀλλὰ τὴ χρήση του μὲ τρόπο συγκινησιακό. Κατ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ἡ ποίηση ἐξακολουθεῖ νὰ διαλέγεται μὲ τὸ (πάντα, καὶ στὸ παρελθὸν καὶ στὸ παρόν, ποσοτικὰ μικρό) κοινό της, μὲ τρόπο οὐσιαστικὸ καὶ σχεδὸν ὑπόγειο ἢ περιθωριακό, χωρὶς φιλοδοξίες «κοινωνικῆς ἀντιπροσώπευσης» ἢ μαζικῆς της κατανάλωσης. Τὸ τραγούδι, ναί, αὐτὸ ἀποτελεῖ πράγματι σήμερα ἕνα καταναλωτικὸ προϊὸν εὐρείας ἀποδοχῆς (θὰ ’λεγα ἀκριβέστερα: χρήσης), χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήσει στὴ βαθύτερη λειτουργία της τὴν ἴδια τὴν ποίηση, ἀκόμη καὶ ὅταν (συχνά, πολὺ συχνά) τὴν ὑποδύεται.
«Α»: Κύριε Φωστιέρη, εὐχαριστοῦμε θερμά!
none