Παναγιώτατε, κύριοι εκπρόσωποι των Αρχών, κυρίες και κύριοι,

Ευχαριστώ θερμά την Ομάδα 21 που μας έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουμε απόψε ανοικτά για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ιδιαίτερη πατρίδα μας, η Θράκη, και να αναπτύξουμε μια γενικότερη προβληματική. Καθώς όλοι καλά γνωρίζετε, ο δημόσιος και ουσιαστικός, μη ελεγχόμενος διάλογος για τα μείζονα ζητήματα της πατρίδας μας είναι στην πραγματικότητα είτε περιθωριακός είτε απαγορευμένος. Γι αυτό ειλικρινά μου κάνει τεράστια, θετική εντύπωση η αποψινή σας διοργάνωση, τόσο για την μαζικότητα της προσέλευσης όσο και για την κεντρικότητά της εντός του γίγνεσθαι της πόλης.

Παρότι σήμερα η Θράκη αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα, θα περιορίσω την προσέγγισή μου μονάχα σε ό,τι αφορά το μειονοτικό. Κι επειδή δεν θέλω να σας κουράσω με την παράθεση στοιχείων που είναι ενδεχομένως γνωστά, περιορίζομαι να πω ότι την μειονότητα σήμερα συγκροτούν περίπου 100.000 Έλληνες πολίτες, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, από τους οποίους οι μισοί σχεδόν είναι καταγωγής μάλλον τουρκικής και οι υπόλοιποι είναι είτε Πομάκοι είτε Τσιγγάνοι (Ρόμ). Στον νομό Ροδόπης ο πληθυσμός σε σχέση με το θρήσκευμα είναι μοιρασμένος περίπου στη μέση, στην Ξάνθη οι μουσουλμάνοι είναι περίπου το 1/3 του συνόλου και στον Έβρο αποτελούν μια μικρή μειοψηφία περί το 10%. Όλοι απολαμβάνουν πλήρη ισονομία και ισοπολιτεία εδώ και 15 χρόνια, όταν ήρθησαν και οι τελευταίοι διοικητικοί περιορισμοί που είχαν τεθεί ως αντιπερισπασμός για όσα – ασυγκρίτως χειρότερα – υπέστη η ελληνική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο. Άλλωστε είναι ευνόητο ότι στα πλαίσια της ελληνικής πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου οι μειονότητες έχουν σχεδόν ιεροποιηθεί, είναι απολύτως αδύνατον να περικόψει κανείς ανθρώπινες ελευθερίες και δικαιώματα χωρίς να γίνει γνωστό και να καταγγελθεί, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Πού είναι λοιπόν σήμερα το όποιο πρόβλημα στη Θράκη;

Ξεκινώ με την πρώτη του παράμετρο, την παρουσία και δράση της Τουρκίας δια του Προξενείου της στην Κομοτηνή. Πρέπει να πούμε ότι μιλώντας για το συγκεκριμένο Προξενείο αναφερόμαστε σε μία υπηρεσία που δεν περιορίζεται στον Γενικό Πρόξενο και κάποιον γραμματέα αλλά το διοικητικό και διπλωματικό προσωπικό του αριθμεί περί τα 15 άτομα και ο ετήσιος προϋπολογισμός του ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό το πώς το αποκαλούν οι μουσουλμάνοι της περιοχής: «Κοτζά Καπί», δηλαδή «Υψηλή Πύλη»! Το πώς δρα ο μηχανισμός επιβολής της πολιτικής του είναι λίγο πολύ γνωστό. Δεν είναι φυσικά μόνον οι υπάλληλοί του. Είναι και οι εκατοντάδες άνθρωποί του οι οποίοι με το αζημίωτο διαλαλούν τον τουρκισμό τους και κάθε πολιτική τους ενέργεια υπαγορεύεται εξ Ανατολών. Είναι επίσης η άτυπη «Συμβουλευτική Επιτροπή», όπου συνυπάρχουν όλες οι κεφαλές του μουσουλμανικού στοιχείου (νυν και πρώην βουλευτές, ψευδομουφτήδες, ιμάμηδες προσκείμενοι σ’ αυτούς, πρόεδροι συγκεκριμένων σωματείων διαλυμένων και μη, εκπρόσωπος του κόμματος Φιλίας – Ισότητας – Ειρήνης που είχε δημιουργήσει ο ανεξάρτητος βουλευτής Αχμέτ Σαδίκ και εκπρόσωποι των εκλεγμένων μειονοτικών στην Τοπική Αυτοδιοίκηση – δήμαρχοι, κοινοτάρχες, κτλ). Τέλος, είναι τα σωματεία που υλοποιούν την τουρκική πολιτική στους τομείς που προανέφερα (Τουρκική Ένωση Ξάνθης, Τουρκική Νεολαία Κομοτηνής, Ένωση Τούρκων Δασκάλων, σύλλογος Επιστημόνων Μειονότητας, σύλλογος Ιεροκηρύκων, σύλλογος αποφοίτων ΕΠΑΘ, πολιτιστικός σύλλογος Χίλια…), όπως και μια δεκάδα έτνυπα, κατά κανόνα εβδομαδιαία και λαθρόβια, που αναπαράγουν την τουρκική προπαγάνδα.

Αρχικά είναι ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε το ποια είναι σήμερα η τουρκική πολιτική στην ελληνική Θράκη. Δύο είναι οι βασικοί (και παράλληλοι) στόχοι της, έτσι όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα: ο πολιτικός έλεγχος του μουσουλμανικού πληθυσμού, και η ομογενοποίησή του, δηλαδή ο εκτουρκισμός του. Όταν αυτοί οι δύο στόχοι θα έχουν επιτευχθεί οριστικά, τότε η γειτονική μας χώρα θα διαθέτει στο εσωτερικό της πατρίδας μας μια στρατηγική μειονότητα, ένα εργαλείο πίεσης που θα το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και σύμφωνα με ό,τι η εκάστοτε συγκυρία της επιτρέπει. Θα εξηγήσω αμέσως με συγκεκριμένα παραδείγματα το τι και πώς επιδιώκεται στη Θράκη στην κατεύθυνση των δύο στόχων που προανέφερα. Ξεκινώ με τον πολιτικό έλεγχο:

•  Στα τέλη της δεκαετίας του 80 και στις αρχές της δεκαετίας του 90 ο εξτρεμιστής τοπικός βουλευτής Αχμέτ Σαδίκ, που διακήρυσσε την τουρκική ταυτότητα της μειονότητας, ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της. Κάποια στιγμή ο εκλογικός νόμος άλλαξε, ετέθη το όριο του 3% για την είσοδο στην ελληνική Βουλή και το 1993 ο Σαδίκ έμεινε εκτός Κοινοβουλίου, με την προοπτική να παραμείνει εκεί εσαεί. Τότε η Τουρκία αποφάσισε να ρίξει το βάρος της σε μουσουλμάνους υποψηφίους των ελληνικών κομμάτων και τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια του. Ο Σαδίκ βλέποντας τον παραμερισμό του αντέδρασε, συγκρούστηκε με την γραμμή της Άγκυρας και «ξαφνικά» όλοι όσοι επί χρόνια τον εκθείαζαν βγήκαν με πανομοιότυπες ανακοινώσεις εναντίον του, ταυτιζόμενοι με την νέα γραμμή του Προξενείου. Ο χθεσινός ήρωας έγινε αποδιοπομπαίος τράγος.

•  Στις εκλογές του 1996 εξελέγησαν με το ΠαΣοΚ, τη ΝΔ και τον ΣΥΝ οι Γκαλήπ, Ακήφογλου και Μουσταφά αντίστοιχα. Όσοι βαυκαλίζονταν ή καλλιεργούσαν ψευδαισθήσεις για βελτίωση των πραγμάτων λόγω της απουσίας του ανεξάρτητου βουλευτή, διαψεύσθηκαν παταγωγδώς το καλοκαίρι του 1999, όταν οι προαναφερθέντες κατέθεσαν ερώτηση στη Βουλή ζητώντας να αναγνωριστεί όχι μόνο τουρκική μα και μακεδονική εθνική μειονότητα στην Ελλάδα!

- Το 1998 η Συρία αναγκάστηκε να διώξει από το έδαφός της τον Κούρδο ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλλάχ Οτζαλάν και κείνος κατέφυγε στη Ρώμη (πριν καταλήξει στην Αθήνα κι από κει μέσω Ναϊρόμπι στη φυλακή του Ίμραλι). Για το διάστημα λοιπόν που ο Οτζαλάν βρισκόταν στην ιταλική πρωτεύουσα, όλοι οι μειονοτικοί δημοσιογράφοι, οι νυν και πρώην βουλευτές καθώς και άλλα στελέχη της μειονότητας υπέγραψαν προς τις ιταλικές Αρχές αίτημα παράδοσης του Κούρδου ηγέτη στην Τουρκία ως «τρομοκράτη». Υπήρξαν μόνο 1-2 φωτεινές εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαίωσαν τον κανόνα.

- Τον Φεβρουάριο του 2000 ο σύλλογος Επιστημόνων Μειονότητας έστειλε ψήφισμα διαμαρτυρίας στον Ρώσο πρέσβη της Αθήνας για τον τότε πόλεμο της Τσετσενίας, καταγγέλοντας τον βάρβαρο διωγμό και τον αφανισμό των μουσουλμάνων. Την επιστολή υπέγραφε ο νυν βουλευτής Ροδόπης (ΝΔ) Αχμέτ Ιλχάν, γραμματέας τότε του συλλόγου..

•  Τον Μάιο του 2001 ο Χασάν Κιασήφ, δήμαρχος τότε (και τώρα) στη Φιλλύρα Ροδόπης, έστειλε επιστολή στον Υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, όπου τον συνέχαιρε για τη στάση του έναντι των Αρμενίων που ζητούσαν να αναγνωρίσει το Ισραήλ τη γενοκτονία τους από τους Οθωμανούς. Τότε ο Πέρες είχε δηλώσει πως δεν μπορεί να μιλάει κανείς για «αρμενική γενοκτονία» αλλά για «τραγωδία».

•  Και τον περασμένο Μάιο, όταν ο Δήμος Κομοτηνής ενέταξε στα Ελευθέρια της πόλης μιαν εκδήλωση στη μνήμη της Ποντιακής Γενοκτονίας, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και ο Σύλλογος Επιστημόνων Μειονότητας, βγάλανε θρασύτατες ανακοινώσεις εγκαλώντας τον Δήμο που απλώς συμμορφώθηκε με τον νόμο και τίμησε τη μνήμη των σφαγιασθέντων!

Ας δούμε όμως και μερικά γεγονότα για να φανεί τι συμβαίνει στον τομέα της συνειδησιακής και πολιτιστικής ομογενοποίησης των μουσουλμάνων πολιτών, όπου Πομάκοι και Ρομά αντιμετωπίζουν το φάσμα της οριστικής τους εξαφάνισης ώστε να αναδυθεί μια «τουρκική» εθνική μειονότητα:

- Στο φτωχό πομακοχώρι Τσούκα της ορεινής Ροδόπης τα παιδιά δεν είχαν δει στη ζωή τους ποτέ την θάλασσα. Ο χριστιανός δάσκαλος του χωριού, με όλη την καλή του προαίρεση, απευθύνθηκε στην Ταξιαρχία της περιοχής και η τελευταία προσέφερε ευγενώς όχημα για την δωρεάν μεταφορά των μαθητών. Κι ενώ γονείς και μαθητές ενθουσιάστηκαν, ήρθε ο κοινοτάρχης Αμπντουραχήμ Μεμέτ από τον Κέχρο και τους απαγόρευσε την εκδρομή. Ο Ελληνικός Στρατός δεν πρέπει να δείχνει καλό πρόσωπο στον μουσουλμανικό πληθυσμό, πρέπει να είναι πάντα «ο στρατός των γκιαούρηδων». Στη γειτονική Μυρτίσκη οι Πομάκοι χωρικοί, με την ενθάρρυνση τοπικών πολιτικών παραγόντων, ίδρυσαν το 1997 πολιτιστικό σύλλογο για να κάνουν κάποιες δράσεις μορφωτικού ή κοινωνικού χαρακτήρα (πρώτη τέτοια ενέργεια ήταν η αναστήλωση του μιναρέ του χωριού). Καθώς όμως η Άγκυρα δεν μπορούσε να ελέγξει τους έχοντες την πρωτοβουλία, η Συμβουλευτική Επιτροπή τρομοκράτησε τον απλό κόσμο (πρόεδρος τότε ο δικηγόρος Αντέμ Μπεκήρογλου), οι υπογραφές αποσύρθηκαν και το σωματείο έσβησε πριν καν λειτουργήσει.

- Τα τελευταία χρόνια η καθηγήτρια Άννα Φραγκουδάκη δημιούργησε σχολικά εγχειρίδια για τα παιδιά της μειονότητας ώστε να μάθουν καλύτερα την ελληνική γλώσσα. Ένα από τα εγχειρίδια αυτά είτε τίτλο «Λεσίτσα», δηλαδή στα πομάκικα «αλεπού». Οι αντιδράσεις των τουρκοφρόνων για τη χρήση της πομάκικης λέξης την υποχρέωσαν να το αποσύρει και να το επανεκδώσει με τον ομόηχο μα ελληνικό τίτλο… «Λενίτσα»! Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις έχουμε ανάλογα κρούσματα απόσυρσης επισήμων εκδόσεων επειδή αναφέρονταν σε «Πομάκους» και «Ρομά» και επανέκδοσής τους χωρίς τις… επιλήψιμες λέξεις: Επρόκειτο για τον τουριστικό οδηγό της νομαρχίας Ροδόπης (1998) και για τον ανάλογο οδηγό της Περιφέρειας ΑΜ-Θ τον Γενάρη του 2004.

- Τα τελευταία χρόνια τα πομάκικα πανηγύρια στο ύψωμα Χίλια (Σέτσεκ) του Έβρου και στη θέση Ακρίτας (Αλάν Τεπέ) της Ροδόπης έχουν πλήρως εκτουρκιστεί. Αγάδες, μουσικοί, παλαιστές, μέχρι και θεατές έρχονται από την Τουρκία χάρη στους διοργανωτές που αγωνίζονται να δώσουν τούρκικο χρώμα σε έναν θεσμό παραδοσιακά πομάκικο. Φτάσανε μάλιστα να ισχυρίζονται δημοσίως ότι η διοργάνωση στο «Χίλια» γίνεται σε ανάμνηση της οθωμανικής κατάκτησης του Διδυμοτείχου! Παρόλα αυτά η κυριολεκτικά αχαρακτήριστη παρουσία των ελληνικών τοπικών Αρχών συνεχίζει να τους νομιμοποιεί.

- Τον Φεβρουάριο του 2000 έγινε κατάληψη στο Γυμνάσιο Σμίνθης, στα ορεινά της Ξάνθης, όπου οι μαθητές διαμαρτύρονταν για τη στάση του τότε δημάρχου Μουσταφά Αγκά, να μην παρέχει νερό στο δημόσιο σχολείο για το οποίο ήταν υπεύθυνος, με την δικαιολογία ότι το σχολείο δεν διδάσκει τουρκικά! Μάλιστα είχαν αναρτηθεί πανώ στα πομάκικα και έγινε πορεία διαμαρτυρίας με συνθήματα στην πομακική γλώσσα (ο δήμαρχος τότε είχε μιλήσει για συνθήματα στη βουλγαρική!). Τα πράγματα δεν έγιναν καλύτερα και με την αλλαγή στη Δημαρχία, αφού και ο διάδοχός του Μουτζαχίτ Ντουκιαντζή τηρεί την ίδια αρνητική στάση έναντι του ελληνικού σχολείου. Αρνούνταν επί χρόνια να παραλάβει τα χρήματα που έδινε το ελληνικό κράτος για τα σχολεία του δήμου του και ελλείψει θέρμανσης τα παιδιά δεν μπορούσαν καν να πηγαίνουν στο σχολείο. Ούτε και η κατάληψη του δημαρχείου Μύκης από αγανακτισμένους γονείς έφερε τελεσίδικο αποτέλεσμα. Η πομακική ταυτότητα εξακολουθεί να είναι καρφί στο μάτι της Άγκυρας και των ανθρώπων της.

Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για την περίπτωση των Ρομά. Όταν τα πνεύματα ήταν ιδιαιτέρως οξυμένα, το 1991, φτάσαμε σε λιθοβολισμό του σπιτιού του Γιασάρ Χαλήλ, ο οποίος μόνος του τότε υπεράσπιζε την ταυτότητα του Έλληνα μουσουλμάνου στον οικισμό του Ηφαίστου. Αργότερα η τακτική μαλάκωσε και γίνονται προσπάθειες προσεταιρισμού τους ανάλογες με κείνες στους Πομάκους (χαρακτηριστική η παρουσία του Τούρκου Προξένου στο έθιμο του Χιντρελέζ φέτος στις Σάπες).

Και πριν κανείς παρεξηγήσει τα λεγόμενά μου, θεωρώντας ότι εμφορούνται από κάποιο αντιμειονοτικό πνεύμα, σπεύδω στην άλλη πλευρά του προβλήματος. Θα ρωτούσε λοιπόν κανείς εύλογα, ποια είναι η ελληνική πολιτική ανάσχεσης των ανωτέρω κινήσεων. Απαντώ: Περίπου ανύπαρκτη. Και προκαλώ τον καθέναν από σας να προσπαθήσει να πάρει κάποιαν απάντηση από οποιονδήποτε Έλληνα υπεύθυνο για το ζήτημα αυτό. Κανείς δεν πρόκειται να πει τίποτε πέρα από τα γνωστά περί ισονομίας, ενσωμάτωσης, διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, ανάπτυξης της περιοχής, κτλ κτλ. Καμμία καταδίκη της κεμαλικής ιδεολογίας, κανένα σχέδιο για την διάσωση της πομακικής και τσιγγάνικης ταυτότητας, καμμία στήριξη όσων τολμούν να διαφοροποιηθούν από την τουρκόφρονη πλειοψηφία, κανένας στρατηγικός σχεδιασμός για το αύριο. Στην καλύτερη περίπτωση τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα (σαν εκείνα τα φοβερά πέρυσι στον Εχίνο) ή τις πρωτοβουλίες της άλλης πλευράς (σαν τα παράνομα νηπιαγωγεία ή τον εκτουρκισμό των θρησκευτικών γιορτών), αγωνιζόμενοι να διασώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί, κατά κανόνα σε επίπεδο εντυπώσεων.

Κι εδώ τίθενται οι ευθύνες της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή όλων μας. Από δω και ο τίτλος της εισήγησης, για την ανάγκη ενός νέου πατριωτισμού. Είναι βεβαίως απαραίτητο να γνωρίζει κανείς το πρόβλημα αλλά δεν είναι αρκετό. Όπως δεν αρκεί και να καταδικάζουμε την αδράνεια της πλειοψηφίας, τις εθνομηδενιστικές απόψεις κάποιων δυναμικών μειοψηφιών ή το κυρίαρχο ηδονιστικό πρότυπο που εκτρέπει το ενδιαφέρον της νεολαίας από τα μεγάλα ζητήματα. Πρέπει να μην ξεχνάμε το αρχαίο ρητό πως ο ανόητος άνθρωπος ζητά τις αιτίες των δεινών του στους άλλους αλλά ο σοφός στον εαυτό του.

Ο χώρος που σήμερα καλείται «πατριωτικός» χρειάζεται επειγόντως ανανέωση, τόσο στο επίπεδο της εικόνας που εκπέμπει, όσο και σε επίπεδο ουσίας. Αναφορικά με την ουσία, είναι επείγουσα μία απομάκρυνση από στερεότυπα του παρελθόντος και ιδεολογικά σχήματα που η Ιστορία τα έχει ξεπεράσει. Δυστυχώς πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι μένουν προσκολλημένοι σε καταστάσεις που τους ίδιους προσωπικά ενδεχομένως τους σημάδεψαν μα αυτές έχουν προ πολλού εκλείψει από τον δημόσιο χώρο: Ούτε βασιλιάδες ούτε ανταρτοπόλεμοι είναι τα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας. Αυτά που σήμερα η πατριωτική προσέγγιση έχει ανάγκη είναι η απόλυτη κομματική αχρωματοψία και ο εμπλουτισμός της με τις κοινωνιοκεντρικές απόψεις, με το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, με την καλλιέργεια του ελληνικού πολιτισμού. Το εξειδικεύω για την περίπτωση της Θράκης: Μπορεί ένας σύγχρονος πατριωτικός λόγος να μην καταγγέλει τα ταπεινωτικά φαινόμενα με τους πλειονοτικούς υποψήφιους νομάρχες και δημάρχους και των δύο μεγάλων κομμάτων να ζητιανεύουν την εύνοια του Τούρκου Προξένου; Μπορεί να ανεχθεί τον συνεχιζόμενο παράνομο πλουτισμό των δήθεν επενδυτών στο όνομα του εθνικού συμφέροντος στην περιοχή; Μπορεί να αγνοεί την επιταχυνόμενη καταστροφή του αστικού και φυσικού χώρου στο όνομα μιας υποτιθέμενης ανάπτυξης; Μπορεί να παραβλέπει την καθίζηση του πνευματικού επιπέδου του κοινωνικού σώματος, την υστέρησή μας στον τομέα σχεδόν κάθε υλικής και μή παραγωγής; Χρειάζεται διαρκής ενημέρωση για όσα γίνονται σε ολόκληρο τον πλανήτη, ένας συντονισμός με τον ρυθμό της εποχής και την προβληματική των άλλων εθνών, ώστε να χαραχθεί μία σοβαρή τακτική και μια αξιόπιστη στρατηγική, μακρυά από ακρότητες ή ουτοπίες, με αίσθηση του μέτρου και της πραγματικότητας.

Τέλος, σε επίπεδο εικόνας είναι όντως πολύ σημαντικό να εκφέρεται ένας λόγος που δεν θυμίζει κήρυγμα ή πανηγυρικό εθνικής γιορτής. Έχουμε ανάγκη όλοι από την πρωτοτυπία στον λόγο, το χιούμορ στην κριτική, την διεισδυτικότητα στην ανάλυση, την ευρηματικότητα στη δράση. Αυτά χρειαζόμαστε στη Θράκη, αυτά προσπαθούμε να πετύχουμε κι εμείς είτε μέσα από τον «Αντιφωνητή» είτε με τις άλλες πρωτοβουλίες μας και νομίζουμε ότι αυτά χρειάζεται η Ελλάδα παντού. Σας ευχαριστώ πολύ

Καραΐσκος Κώστας

Διευθυντής του “Αντιφωνητή”

(Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλονίκης, 21-11-2005)

none

Προεκλογική συνάντηση τουρκοφρόνων μειονοτικών ταγών στις 03/09/2007στο χωριό Ζυγός Ξάνθης στο κέντρο “Χρυσή Φωλιά” με πρωτοβουλία της δημοτικής κίνησης “Ισότητα στο Δήμο Ξάνθης”.

Μίλησαν μεταξύ άλλων ο ψευτομουφτής Ξάνθης Αχμέτ Μέτε, ο πρόεδρος της αυτοαποκαλούμενης παράνομης “Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης” και δημοσιογράφος της προξενοφυλλάδας “Γκιουντέμ” Οζάν Αχμέτογλου, ο υποψήφιος -και εκλεγείς- βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ γιατρός βοήθειά μας Τσετίν Μάντατζη και το αγαπημένο παιδί των αθηναϊκών και όχι μόνο μίντια, προνομιακός συνομιλητής της ψευτοεκσυγχρονιστικής πολυπολιτισμικής πομφόλυγας Αμπντουλχαλήμ Ντεντέ.

Αφιερωμένο εξαιρετικά, σε όσους εξακολουθούν να θεωρούν ειδυλλιακή την  κατάσταση στην περιοχή μας

http://www.youtube.com/watch?v=nYOIFIl6tqM

none

Για δεκαετίες παρακολουθούμε απογοητευμένοι τις ενέργειες των ελληνικών κυβερνήσεων στη Θράκη. Συγκάλυψη των προβλημάτων, διαρκείς υποχωρήσεις στις απαιτήσεις της Αγκυρας, παραχώρηση εδάφους σε όσους επιβουλεύονται την κοινωνική γαλήνη και την εθνική μας κυριαρχία. Τελευταίο κρούσμα, το πρόσφατο σχέδιο Νόμου που αφορά την διαχείριση των μουσουλμανικών Βακουφίων στην Θράκη και το οποίο κατατέθηκε στις 7/12/2007 στη Βουλή.

Πέρα από την ταπεινωτική συγκυρία που επιλέχθηκε (επίσκεψη του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Αλί Μπαμπατζάν) για την προώθηση της «τακτοποίησης» ενός χρόνιου τουρκικού αιτήματος, το ίδιο το κείμενο έχει δύο μεγάλες υποχωρήσεις.

- Πρώτον αφαιρέθηκε από τον παλαιό νόμο (1091/1980) η «αρχή της διακρατικής αμοιβαιότητας». Έτσι, τα απομεινάρια της Ρωμιοσύνης στην Πόλη, την Ίμβρο και την Τένεδο εγκαταλείπονται στις δικαστικές τους περιπέτειες!

- Και δεύτερον συγκροτούνται 3 μόνον Διαχειριστικές Επιτροπές για τα δεκάδες βακούφια των πόλεων της Θράκης, επιτροπές που θα αποτελέσουν (ειδικά στην Κομοτηνή) ένα νέο κέντρο τουρκικής παρέμβασης. Είναι το τελειωτικό χτύπημα στο φιλειρηνικό ισλάμ και η καθιέρωση του εθνικιστικού κεμαλικού ισλάμ.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, στο άρθρο 23 επιβάλλεται ποσόστωση 0,5% για όλες τις προσλήψεις στο ελληνικό δημόσιο μέσω ΑΣΕΠ για τους μουσουλμάνους της Θράκης! Το αντίστοιχο προ δεκαετίας «προσωρινό» μέτρο της ποσόστωσης για την εισαγωγή μουσουλμάνων στα ΑΕΙ-ΤΕΙ της χώρας, επεκτείνεται και στην κατάληψη θέσεων στο ελληνικό Δημόσιο, καταρρακώνοντας κάθε έννοια αξιοκρατίας και συνταγματικότητας. Οι Έλληνες Χριστιανοί της Θράκης, οι «γκιαούρηδες» του γνωστού προεκλογικού βίντεο, οι οποίοι υφίστανται μια κρατική πολιτική επιβολής ανισοτήτων σε βάρος τους (με προσχήματα …υψηλών πολιτικών και… λεπτών χειρισμών), δεν παρηγορούνται πια με μυθολογήματα για αναξιοπαθούσες μειονότητες. Αν κάποιοι βιώνουν πραγματικές ανισότητες αυτοί είναι οι μουσουλμάνοι Ρομά και οι Πομάκοι της Θράκης και όχι το αναπτυγμένο κοινωνικά, μορφωτικά και οικονομικά τουρκογενές κομμάτι της μειονότητας. Η συγκεκριμένη ποσόστωση διευρύνει ένα καθεστώς διακρίσεων σε βάρος των χριστιανών και σύντομα θα δημιουργήσει ανισότητες και εντάσεις με ανυπολόγιστες συνέπειες για την περιοχή. Όσοι εντός και εκτός Ελλάδος σχεδιάζουν το μέλλον της Θράκης θα πρέπει να μη ξεχνούν ότι εδώ, εκτός από τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας, ζουν και χριστιανοί.

Απαιτούμε: Διατήρηση της αρχής της αμοιβαιότητας για τα βακουφικά, ως ασπίδα προστασίας για τα αντίστοιχα ελληνικά βακούφια στην Τουρκία, όπως προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης (την οποία συνθήκη προτάσσει και το ίδιο το νομοσχέδιο στο άρθρο 1). Αποφυγή κάθε τεχνητής ενοποίησης βακουφίων σε παντοδύναμες διαχειριστικές επιτροπές που θα αποτελέσουν έναν ακόμη θεσμό της Θράκης, ελεγχόμενο από την Αγκυρα. Αναβάθμιση του ρόλου των νόμιμων μουφτήδων, οι οποίοι ως ανώτερη ιερή αρχή στο ισλάμ, θα πρέπει να έχουν λόγο και στη διαδικασία αποδοχής υποψηφιοτήτων στις διαχειριστικές. Απόσυρση της ρατσιστικής ποσόστωσης για τους διορισμούς στο Δημόσιο και μέριμνα για την παροχή ελληνικής παιδείας και ίσων ευκαιριών σε όλους τους κατοίκους της Θράκης, χριστιανούς και μουσουλμάνους.

ΠΟΛΙΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΑΚΗ

none

In northern-eastern Greece, near the Greek-Turkish borders, in the area of Thrace exists a Muslim minority (100.000 people) consisting of Turkish-speaking, Pomac-speaking and Romani-speaking populations.

The Gypsies (self-appellation Roma) have lived in Greek lands for centuries. Most historians think that the first big settlements of Gypsies on the Balkans (or Hemus peninsula), and more specifically in Thrace, can be dated back to the beginning of the 9th century. Abundant historical evidence points to the presence of Gypsies in the Byzantine Empire and their entry into Serbia, Wallahia and Moldova in the period 11th-14th century.

There is a wealth of information about Gypsy presence in Thrace (Greek, Bulgarian and Turkish parts) at the time of Ottoman Empire. They were mentioned in many laws and other official documents, mostly tax registers, under the names Cengene or Kipti. Gypsies in the Ottoman Empire were actively setting in towns and villages. A new type of semi nomadic way of life was established too- the Gypsies had a permanent winter residence and an active nomadic season in the respective region. Often some Gypsies would break away from the traditional Gypsy occupations and take up farming or menial labour in the cities.

Gypsies had a special place in the overall social and administrative organization of the Ottoman Empire. They were differentiated according to the ethnic principle (some rather unusual for the Ottoman Empire), with no sharp differentiation between Muslims and Christians in social status. There were some small privileges for Muslim Gypsies of taxes payment.

The Muslim Romas of the Greek Thrace are a remarkable exception worldwide, as since 1923 judging by the religion, they have legally belonged to the homo-religious Muslim community, that has a totally different language (Turkish) and different cultural characteristics.

The education provided to the Muslim community overall, according to Greek-Turkish agreements, obliges the Gypsies to learn a foreign language (Turkish) apart from the official state language which is Greek.

The Gypsies today are roughly numbered in 20.000 people and in their vast majority they use the Turkish language and only a mere percentage of 10-15% actually uses the Gypsy language, (Romani). The two basic cores of the gypsy language in the Greek Thrace is the quarter at the end of Andrianoupoleos street in Komotini and in the village Drosero in Xanthi. In quite a big extent the gypsy language is familiar to the generation that is around forty years old, however it is less and less used in the community, whereas their children mainly speak Turkish, since they attend classes in Turkish in the schools of the minority where they are taught both Greek and Turkish.

The dwellers of the two settlements mentioned above have been permanently situated in the area during the 20th century and still maintain many aspects of their former nomadic life. However their permanent habitation had serious social and financial consequences. All their traditional occupations gradually became extinct and together with that came the loss of the freedom they had when they had been wandering around. This decay has reflected upon the language as well. The Gypsy songs and tales were gradually replaced by the Turkish and Greek ones. Moreover they lost their self-respect, as a result of the social and financial exclusion they were subjected to, and some of them even felt shame to declare in public their own identity and found it preferable to often borrow foreign identities, such as the ones of the coreligionist Turks.

In those quarters quite often certain attempts are made towards the recording of the language. Such an attempt of great importance is the publication of the first Gypsy dictionary in 1998. It is a recording of about 1500 words that have survived and their origins can be traced down to the Indian dialects. Of course in their everyday life they tend to use a lot of Greek and Turkish words. Their language is basically used in their quarters whereas on the outside they speak Greek and Turkish. The dictionary was accepted in a very positive way, even though the majority of the population is illiterate and thus cannot read it. The fact that the dictionary was presented in a positive way from the media supported their appreciation for it.

Towards the same direction of supporting the language is the broadcasting in the Romani language, named “Romano Give”, once a week in a private radio station of Komotini. The initial reaction to the hearing of their language for the first time “on the air” was surprise. As time went by, they all realized that their language was not to be looked upon and that it also has its own part in the lingual mosaic of the region. It was touching that people of all ages had the opportunity to communicate using their language through a platform of public communication, when up until then they were reluctant even to speak on the telephone, as they weren’t fluent speakers of either Greek or Turkish. In the broadcast, Gypsy music of all Balkan countries as well as news concerning the Gypsies are heard, and the audience can express their views live and devote songs to their beloved persons. The spokespeople of the broadcast are young Gypsies.

In the city of Komotini there has been established a Gypsy cultural club called “Rom” that has a significant social and educational role. In 1999 this cultural association presented a performance of shadow-theatre in the Gypsy language in a cultural hall in Komotini. For the first time their humble language was uttered in such a place packed with people. There was a mixed audience, consisting both of Muslim Gypsies and Christian Greeks. This event was a major expression of the support and enhancement of the language. Despite that fact it was never repeated in the future due to financial reasons, yet it was written down deeply in the hearts and minds of the habitants of the certain region.

The football association called “Roma” is also a creation of the recent years and has successfully participated in the football championships achieving remarkable results. The team unites all youngsters of the quarters, others as football-players and others as fans, who devotedly follow the team to all the matches of the season. The dwellers, although they have very low incomes, support their team financially as much as they can, so that all expenses are covered.

One of the basic aims of the association was the establishment of a primary school inside the limits of the quarter where Gypsy pupils would be able to attend. The total of 280 families in the year 1999 signed a text of request addressing to the local educational and political authorities and claiming the establishment of a state primary school, so that the children wouldn’t be obliged to go to other schools far away from their quarters. Their request was not taken into consideration at all as quite paradoxically such an action would be regarded as an action against the interests of the Turkish speaking Muslims and would consequently cause political reactions against the elected Christian local authorities. The representatives of the association have constantly put the issue forward to the local authorities. But they were always dealt with indifference and promises. The political situation in the area has prevented until today the foundation of the school. Thus the habitants are obliged to send their children to nearby schools, where either Christian students or Muslim students attend, and as a result the Gypsy children are often victims of discrimination. Such attitudes discourage them from regular attendance and in combination with the bad social conditions they live in they drop out of school.

A remarkable percentage of 20-25% of the little children do not go to school, whereas from the rest a vast majority will never finish school. The problems are even more intense among the girls who usually get married in an early age, between 14 and 17 years old. No student from the Gypsy quarter has ever continued his studies to upper high school (lyceum) and naturally no one has ever studied in university.

The constant change of residence of their parents at certain periods of time makes the attendance at school even more difficult. Furthermore, many children go to school in a higher age than appropriate and as a result additional problems are created concerning their relations with their schoolmates that are children of lower ages. The educators are obliged to teach them in faster pace some basic knowledge and then put them in classes according to their age.

However all parents agree that there should be classes with mere Gypsy children, at least for a number of years, as only in this way will the children be able to gain adequate knowledge. This is the reason why they claim a primary school in their own, so that their children will be able to exist in a familiar environment and not stick out from the rest of their fellow-students for the way they dress or other typical expressions of poverty. It appears that such a view actually finds support among the educators themselves. A similar view is expressed by a principle of a primary school in Athens, Ano Liosia), who in an interview he gave stated: “Before I came here to the Gypsy neighborhood to witness myself the actual situation it seemed absurd tome that solemnly Gypsy classes could exist. Something like that might sound racist in a way and it would seem that it makes the problem of the exclusion of the Gypsies more intense. However, my experience showed me that the creation of such classes is necessary. Only through those classes the Gypsy children will gain some knowledge even though they didn’t start school on time, without being a hindrance to the education of the children who attend classes regularly.

In the Gypsy quarter itself a peculiar situation exists as far as the knowledge gained is concerned, since others attend Muslim and others Christian schools. The experience that the children have and the level of their knowledge is quite different. Anyway their attendance in both cases faces serious problems.

Another request of the habitants is the operation of a kindergarten and a nursery school that will lead the way towards primary education. In the late nineties a kindergarten was established, which was unfortunately outside the neighborhood and as a consequence had very poor attendance. Despite this fact, during the two years of its operation, there were positive results to be presented, both in the socialization of the children and in the initiation of the basic hygiene rules. That was a private initiative and having no support by any instrumentality it stopped.

Although in a cultural level a group of Gypsies started getting organized, yet this isn’t the case in the political level. There is no form of political organizing, and no Gypsy candidate has ever been elected in an important post. From time to time some members of the local council have been elected, but they come from a Gypsy quarter where they do not accept their descent and so there is a great difficulty of political co-operation with those who are self-determined as Gypsies. Anyway, it is a fact in Europe as well that the number of those who are self-determined as Gypsies is much smaller than the actual number of the existing Gypsies.

The cultural club “Rom” has been a member of the Hellenic Association of Gypsies that was founded in the mid-nineties, and contributes with its small power to the evolution of the Gypsy movement. It is the first club of Muslim Gypsies that was politically attached to the Christian Gypsies of Greece (around 200.000 people). But the “Rom” club represents only that part of the Muslim Gypsies of Thrace that accept their Gypsy identity, and not the ones that are self-   as Muslims, as either Greek or Turkish Muslims. Even though among the later ones there is a move towards their unification with the Greek Gipsy movement, yet the conditions are not mature enough for such a development. This withdrawal is a hindrance to the exploitation of the positive measures taken by the Greek state, such as the provision of loans to homeless Gypsies.

In general, during the last years the policy of the Greek state towards the Gypsy populations has changed. The Gypsies themselves in co-ordination with the state and the local authorities take part meaningfully in the actual design of the policies and the projects that are of their interest. There are several development projects in process and Greece beyond the money given by the European Union provides money from the national account as well. The municipalities of Greece where Gypsy communities live have created a net in order to co-operate and solve the arising problems.

A serious hindrance to the development of a Gypsy movement among the Gypsies living in Thrace is the political conflict between Turkey and Greece. Turkey promotes the social and lingual unification of the Gypsies with the rest of the Muslim minority, the encouragement of the procedure of amplification of the Turkish influence, so that the population of the Muslim minority will increase and its political role in the region will be reinforced. As a consequence those Gypsies who attempt the promotion of their identity face hostility and even threats, officially or unofficially. Every move towards the conservation and promotion of the Gypsy identity is considered to be an anti-Turkish act, aiming to the tearing apart of the Muslim community and is dealt accordingly.

On the other side Greece refuses to take any kind of initiative in order to avoid reactions by the part of Turkey. So the defence of the Gypsy language and culture is left to the hands of private initiators and is subjected to failure since there is no political or financial reinforcement. The most important initiative in the field of the Gypsies is the one taken by a Greek businessman,

Mr Prodromos Emfietzoglou, who since 1996 has given a boost to the promotion and recognition of the Gypsy inheritance. He has been the main sponsor of a number of cultural events as well as social mediation particularly in the field of hygiene and children protection.

Representatives of the Greek state when suggesting Thrace as a model of peaceful co-operation between Christians and Muslims avoid any reference to the Gypsies. Even the over-estimated multi-cultural education excludes the Gypsies, who due to the designs of the two neighboring countries do not have the chance to be recognized as a special cultural group, with a language to become extinct. Information concerning the recording of the Gypsy language in other countries and the writing of educative books are pitiful.

As an aftermath to the “Rom” club establishment, followed the establishment of another Gypsy club called “The Friendship of the Roma” in a region about 10 km outside Komotini. However because of the reasons mentioned above it encountered many hindrances and reactions and practically put its works off.

The “Rom” club aims to its connection with the Gypsy movement in the rest of Greece that is quite developed. Actually the Christian Gypsies have established the association of Gypsy clubs of Greece. The “Rom” club actually participates as a founder member of the Association and is trying through these actions to reinforce its position in the particular, from a political point of view, area of Thrace.

Dr Antonis Liapis

Komotini, Greece

(Mercator Conference, Holland, 23-25/11/2004)

none

OI  ΠΟΜΑΚΟΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ανατρέχοντας στη νεότερη (μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) πολιτική ιστορία των Πομάκων στον ελληνικό χώρο, θα μπορούσαμε να τη διαιρέσουμε σε δύο μεγάλες περιόδους, την πριν και  την μετά το 1997. Τη χρονιά αυτή ιδρύεται με έδρα την Κομοτηνή το Κέντρο Πομακικών Ερευνών (ΚΠΕ), το πρώτο νομικό πρόσωπο, ο πρώτος επίσημα αναγνωρισμένος πομακικός θεσμός του ελληνικού κράτους από την απελευθέρωση της Θράκης το 1920 και μετά. Υπήρξε μια επαναστατική εξέλιξη που σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας πορείας συνειδητοποίησης του ιστορικού παρελθόντος και διεκδίκησης ενός νέου ρόλου μέσα στην θρακική και ευρύτερα την ελληνική και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

Η ίδρυσή του ήταν το προϊόν μιας μακράς περιόδου προβληματισμού και ιδεολογικών αναζητήσεων που είχε αναπτυχθεί σε κύκλους νέων κυρίως Πομάκων της Κομοτηνής και της Ξάνθης.  Η ιδιαίτερη πολιτισμική τους ταυτότητα, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο σε συνδυασμό με τις πρακτικές περιθωριοποίησης που εκπορεύονταν από όλες τις κατευθύνσεις καλλιέργησαν το πρόσφορο έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε αυτό που θα μπορούσε να ονομασθεί «πομακικό κίνημα».

Οι ιδεολογικοί άξονες του κινήματος είχαν διατυπωθεί τόσο στο καταστατικό του όσο και στα κείμενα που είδαν το φως της δημοσιότητας αμέσως μετά την ίδρυση του ΚΠΕ. Ως κίνηση, πρωτίστως σκόπευε να κρατήσει το Πομακικό έξω από τα πλαίσια της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης  με όποιο τρόπο και σε όποιο επίπεδο αυτή εκδηλωνόταν στη Θράκη.

Μέχρι το 1997 για την ελληνική πλευρά το Πομακικό ήταν θέμα ενασχόλησης ιστοριοδιφών οι οποίοι αναζητούσαν τις ρίζες της ομάδας στις διάφορες ιστορικές περιόδους από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι και το Βυζάντιο. Η τουρκική ιστοριογραφία από την πλευρά της είχε δημιουργήσει τους δικούς της μύθους για την καταγωγή της ομάδας, οι οποίοι όμως ήταν ευκολότερο να διαχυθούν μέσα στους Πομάκους για λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω.

Μετά το 1997, η περίοδος του ρομαντισμού για τους Πομάκους φαίνεται ότι έληξε οριστικά. Το ΚΠΕ. έθεσε για πρώτη φορά το Πομακικό στην πολιτική του βάση ως πρόβλημα πολιτισμικής γενοκτονίας και αναγνώρισης της ιδιαιτερότητάς τους, ξεφεύγοντας έτσι από το επίπεδο των συχνά εξωπραγματικών προσεγγίσεων που πραγματοποιούνταν έως τότε από αρθρογράφους. Έδωσε νέες και άγνωστες ως εκείνη τη στιγμή προοπτικές στο ζήτημα και απελευθέρωσε μία τεράστια δυναμική η οποία προκάλεσε τρομακτικές σε ένταση ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις στο εσωτερικό των μουσουλμανικών ομάδων της Θράκης, ενώ αναπόφευκτα ίσως, κατέστη την περίοδο εκείνη θέμα πρώτης και επείγουσας προτεραιότητας για την τουρκική εξωτερική πολιτική όπως αυτή εκφραζόταν τοπικά από συγκροτημένους μηχανισμούς στη Θράκη. Οι πρωτεργάτες του ΚΠΕ με επικεφαλής τον πρώτο πρόεδρό του Ομέρ Χαμδή, γνώρισαν ένα πρωτοφανές κύμα τρομοκρατίας που σκοπό είχε να εξουδετερώσει εν τη γενέσει του το πομακικό κίνημα. Τα μέλη του ΚΠΕ συκοφαντήθηκαν ως πράκτορες του ελληνικού κράτους και σκοτεινών δυνάμεων, ως «άπιστοι που επιθυμούν να εκχριστιανίσουν τους Πομάκους και να διασπάσουν την ενότητα της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης».

Η ελληνική πολιτεία αρχικά αντιμετώπισε με αδιαφορία το ζήτημα, αλλά στη συνέχεια όταν ο τουρκικός παράγοντας πίεζε εκπροσώπους κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης και του τοπικού πελατειακού πολιτικού συστήματος, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι συντάχθηκαν με τις τουρκικές θέσεις. Κάποιοι μάλιστα συνέδεσαν την πολιτική τους πορεία με τη σκληρή στάση απέναντι στο πομακικό κίνημα, το οποίο πολέμησαν με οργανωμένο τρόπο. Πίστευαν ότι θα εξασφαλίσουν έτσι  την ψήφο των πολυπληθών μουσουλμάνων ψηφοφόρων εις το διηνεκές.

Σε αυτή την ήδη ζοφερή πραγματικότητα, δηλαδή ανάμεσα στη μέγγενη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και στην εχθρική στάση τοπικών παραγόντων, προστέθηκε άλλος ένας εξωγενής παράγοντας που επιβάρυνε το ήδη φορτισμένο κλίμα. Ήταν η βουλγαρική πλευρά, η οποία διείδε στο κίνημα έναν ανεξέλεγκτο παράγοντα που θα μπορούσε δυνητικά να παρασύρει σε ιδεολογικό τουλάχιστον επίπεδο και τους εκατοντάδες χιλιάδες Πομάκους της βουλγαρικής ορεινής Ροδόπης. Η αντίδραση που προήλθε από τα βόρεια έδωσε ένα πρώτης τάξεως πολιτικό άλλοθι στους οπαδούς της απο-πομακοποίησης.

Στερεότυπες φράσεις, εκπροσώπων της ελληνικής διπλωματίας, που επί δεκαετίες κυριαρχούσαν, όπως για παράδειγμα τα «περί λεπτών ζητημάτων», «περί της επιταγής να μην ασχολούνται οι τοπικές κοινωνίες με τα ζητήματα αυτά διότι είναι ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και δεν τα γνωρίζουν» ή ακόμα ότι «δεν έπρεπε να διαταραχθεί το ήπιο κλίμα μεταξύ των δύο χωρών», απλώς συσκότιζαν την πραγματικότητα, επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τον ούτως ή άλλως αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων τοπικά, αποπροσανατόλιζαν την κοινή γνώμη και τέλος έδιναν άλλοθι και βάθαιναν όλο και περισσότερο την πολιτική  αφανισμού των Πομάκων.

Το Πομακικό εισήλθε σε μια νέα μεν ιστορική φάση, αλλά κάποιες διαχρονικές σταθερές της ελληνικής πολιτικής παρέμεναν αναλλοίωτες. Λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πολιτική που προκρίθηκε ήταν εκείνη της αποσιώπησης της πομακικής γλώσσας, διότι λόγω της συγγένειάς της με τις σλαβικές καθίστατο ύποπτη ως πιθανό υπόβαθρο κομμουνιστικής εξάπλωσης. Η διείσδυση της τουρκικής στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου ήταν μάλλον μια επιθυμητή προοπτική για την ελληνική και τη νατοϊκή πολιτική. Στη συνέχεια και μέχρι το 1974 οι εφήμερες ελληνοτουρκικές προσεγγίσεις λειτούργησαν απολύτως αρνητικά για τους Πομάκους αφού καμία ελληνική κυβέρνηση δεν ανακινούσε ένα θέμα που θα ενοχλούσε την τουρκική πλευρά, έστω και αν αφορούσε μια περιοχή μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους, όπως η Θράκη. Τα ελληνοτουρκικά μορφωτικά πρωτόκολλα (1951 και 1968) υπογράφηκαν μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα και επικύρωσαν τα όσα περί γλώσσας και τουρκικής εκπαίδευσης προβλέπονταν (ή υπονοούνταν) στα άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης που υπεγράφη στη Λωζάνη (1923). Ο εκτουρκισμός  των Πομάκων ήταν πλέον κατοχυρωμένος, πέραν της διεθνούς Συνθήκης, και από νεότερες διμερείς διακρατικές συμφωνίες.

Και στη συνέχεια, το κλίμα φοβίας και αδράνειας που χαρακτήρισε τις μεταπολεμικές δεκαετίες συνέχισε να παράγει σταθερά τα αντιπομακικά του αποτελέσματα. Ακόμα και οι αρχές της πολυδιαφημισμένης πολυπολιτισμικότητας που μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε αρχίσει να ανατέλλει στη Θράκη, υποχώρησαν ραγδαία εμπρός στις πιέσεις του τουρκικού παράγοντα.

Εκδηλώσεις πολυπολιτισμικότητας στις οποίες παρουσιάζονταν και στοιχεία πομακικής πολιτισμικής κληρονομιάς, από φορεσιές μέχρι και φαγητά, πολεμήθηκαν από εκπροσώπους του τουρκικού εθνικισμού τοπικά και εν τέλει δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που όταν στη Θράκη, ελληνικό κράτος και φορείς μιλούν για πολυπολιτισμικότητα εννοούν τα πάντα εκτός από τους Πομάκους. Συγκεκριμένα στις 28 Αυγούστου 1998 στην Κομοτηνή, το Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων διοργάνωσε εκδήλωση παραδοσιακών γεύσεων όπου μεταξύ άλλων υπήρχε και πομακική κουζίνα με πίτες και γλυκίσματα. Η εκδήλωση πολεμήθηκε με ανακοινώσεις και παρεμβάσεις προς πολιτικούς παράγοντες από αντιδραστικά και ανθελληνικά στοιχεία, τα οποία όμως κατείχαν κορυφαίες θέσεις στη μειονοτική κοινωνία. Ξαφνικά οι ταπεινές πομακικές πίτες αναδείχθηκαν σε μείζον πολιτικό ζήτημα.

Σε άλλη περίπτωση πάλι στις αρχές του 2001, ο δήμος Σαπών, κυκλοφόρησε πολυδιαφημισμένο δισκάκι (CD) με τίτλο «Τα παιδιά του Ορφέα», που το απεκάλεσε πολυπολιτισμικό φιλοδοξώντας να συμπεριλάβει όλες τις μουσικές παραδόσεις της Θράκης. Και ενώ μεταξύ των θρακιώτικων, τσιγγάνικων, ποντιακών, τουρκικών και άλλων τραγουδιών -εκπροσώπων των τοπικών μουσικών παραδόσεων- υπήρχε και πομακικό τραγούδι το οποίο μάλιστα είχε ηχογραφηθεί σε στούντιο και γενικά είχε ολοκληρωθεί η τεχνική διαδικασία, μετά από τις οξείες και στερεότυπες εν πολλοίς αντιδράσεις που προέκυψαν, ο τότε δήμαρχος έσπευσε να αφαιρέσει το πομακικό τραγούδι ενθαρρύνοντας έτσι τις ρατσιστικές αντιδράσεις κατά των Πομάκων.

Η θρακική παραλλαγή της πολυπολιτισμικότητας προσέλαβε έτσι χαρακτήρα πανευρωπαϊκής πρωτοτυπίας. Οι Πομάκοι αν και αποτελούν μια από τις σπουδαιότερες πολιτισμικές συνιστώσες της Θράκης, είναι συνήθως αποκλεισμένοι από όλες τις εκδηλώσεις, όπου συμμετέχουν όλες οι άλλες πολιτισμικές ομάδες της Θράκης: οι τουρκογενείς, οι Καππαδόκες, οι Πόντιοι, οι Σαρακατσάνοι, οι Αρμένιοι, οι Ρωμά κ.ά.

Όμως τα τελευταία χρόνια και το εθνώνυμο Πομάκος μέσα από διαδικασίες που θυμίζουν Ιερά Εξέταση, αφαιρέθηκε από πολλά έντυπα δημοσίων υπηρεσιών, νομαρχιών και δημαρχιών της περιοχής, όπως για παράδειγμα από πολυτελή έκδοση- τουριστικό οδηγό του νομαρχιακού διαμερίσματος Ροδόπης με τίτλο «Ροδόπη, Η Γη των Θρύλων», το έτος 1998. Μετά από αντιδράσεις των τουρκογενών τα χιλιάδες αντίτυπα του βιβλίου αποσύρθηκαν  προς πολτοποίηση και έγινε «πανομοιότυπη» επανέκδοση. Από τη σελίδα που αναφερόταν στην καταγωγή των Πομάκων, απαλείφθηκε όλη η σχετική αναφορά (σελ. 29). Είναι χαρακτηριστικό το με ημερομηνία 23.9.1998 έγγραφο του τότε νομάρχη προς τον αρμόδιο της έκδοσης, όπου ανέφερε ότι «…με μια πρόχειρη ανάγνωση…διαπιστώσαμε ότι παρεισέφρυσαν ορισμένα λάθη. Κατόπιν αυτού παρακαλούμε σε συνεννόηση μαζί μας, όπως διορθώσετε αυτά, σύμφωνα με τις προφορικές οδηγίες που θα σας δοθούν. Πέραν των ανωτέρω και μέχρι διόρθωσης των σχετικών σημείων να σταματήσει η έκδοση και διάθεση του οδηγού».

Παρόμοιο περιστατικό καταγράφηκε και φέτος τον Ιανουάριο (2004) σε επίσης εικονογραφημένο οδηγό με τίτλο «Νομός Ροδόπης», έκδοση της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σε κάποια σελίδα, ο συντάκτης των κειμένων, μεταξύ των παραδοσιακών γεύσεων της Θράκης ανέφερε και την πομακική κουζίνα, ενώ σε άλλο σημείο γινόταν απλά μία γενική αναφορά στα ορεινά χωριά των Πομάκων. Προκλήθηκαν εκ νέου αντιδράσεις και πιέσεις προς τοπικούς παράγοντες και ακολουθήθηκε η συνήθης οδός. Απόσυρση ή καταστροφή των αντιτύπων και επανέκδοση με ουσιαστική και συμβολική απάλειψη της πομακικής παρουσίας στα έντυπα της Περιφέρειας.

Σε παρόμοιας λογικής στάση οφείλεται και η απάλειψη της λέξης Πομάκοι, τον Νοέμβριο του 2003, ακόμα και από κείμενο προτάσεων που αφορούσε την καταπολέμηση των ναρκωτικών στην Ξάνθη (Κέντρο Ενημέρωσης και Πρόληψης κατά των Ναρκωτικών), μετά από επιμονή ανώτατου αυτοδιοικητικού παράγοντα. Η αναφορά στους Πομάκους θεωρήθηκε περιττή και ανώφελη.

Τα τρία τελευταία χρόνια, από τη λαίλαπα των προγραφών δεν ξέφυγαν ούτε τα αναπτυξιακά ευρωπαϊκά προγράμματα κυρίως επαγγελματικής κατάρτισης, στα πλαίσια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, που ενώ από την ΕΕ έφθαναν στην Αθήνα ως απευθυνόμενα σε Κοινωνικά Ευπαθείς Ομάδες και ειδικά σε Πομάκους και Τσιγγάνους, στην ίδια τη Θράκη,  η λέξη Πομάκος εξαφανιζόταν και στη θέση της έμπαινε η λέξη μουσουλμάνος ή ορεινοί κάτοικοι ή ορεσίβιοι, μόνο και μόνο για να μην ενοχληθούν όσοι ελέγχουν τα νήματα στο μειονοτικό πληθυσμό. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που παρόμοια προγράμματα κινδύνευσαν να ακυρωθούν διότι οι συμμετέχοντες Πομάκοι υπέστησαν σοβαρότατες πιέσεις να εγκαταλείψουν τους χώρους διδασκαλίας. Έχει καταστεί κοινός τόπος στη Θράκη, ότι για να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα δεν πρέπει να περιλαμβάνει στον τίτλο του τη λέξη Πομάκος.

Και πέρυσι από τα σχολικά εγχειρίδια του προγράμματος «Εκπαίδευση Μουσουλμανοπαίδων» του υπουργείου Παιδείας, την επιστημονική ευθύνη του οποίου έχει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Άννα Φραγκουδάκη, αφαιρέθηκαν δύο επικίνδυνες πομακικές λέξεις η λεσίτσα (στα πομακικά σημαίνει αλεπού) και η μάικα (που σημαίνει μητέρα), από τις οποίες υποτίθεται ότι απειλούνταν η εθνική ενότητα των Τούρκων της ελληνικής Θράκης. Η πομακική λέξη λεσίτσα στη νέα έκδοση του ελληνόγλωσσου σχολικού βιβλίου της Γ΄ δημοτικού της περιόδου 2003-2004 ακολουθώντας το πνεύμα του παραλογισμού μεταμορφώθηκε στο ομοιοκατάληκτο ελληνικό όνομα Λενίτσα! Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθεί απόσπασμα από κείμενο διαμαρτυρίας που κυκλοφόρησε ομάδα χριστιανών δασκάλων που συμμετέχουν στο παραπάνω πρόγραμμα (Πρωτοβουλία Δασκάλων για την Υπεράσπιση του Αυτονόητου), στη γενική συνέλευση του συλλόγου (Ξάνθη), τον Σεπτέμβριο του 2003 με τίτλο «Τι δουλειά έχει η lesitsa στο παζάρι;»:

«Στο παζάρι των ελληνοτουρκικών διαφορών και της ψήφου του μουσουλμάνου ψηφοφόρου… μια αλεπού (lesitsa) ψάχνει τη χαμένη της τιμή και την πιεζόμενη ταυτότητά της. Μια νύμφη των βουνών, μια νεράιδα του δάσους, που – άραγε πώς -εμφιλοχώρησε στις σελίδες των βιβλίων της ελληνικής γλώσσας της τρίτης τάξης των μειονοτικών μας σχολείων, ενόχλησε τα μάλα την ηγεσία της μειονότητας στην περιοχή μας.

Περισσότερο από την ελεεινή φετινή τιμή του καπνού.

Περισσότερο από την επικινδυνότητα των δρόμων στην ορεινή περιοχή.

Περισσότερο από τα ολοένα συρρικνούμενα μεροκάματα.

…Ιπτάμενα άλογα, μαγικά χαλιά, πρίγκιπες, ξωτικά, μάγισσες παρελαύνουν μέσα στις σελίδες αυτών των τευχών και κάνουν τη διδασκαλία απόλαυση και για μας αλλά και για τα παιδιά…τα παιδιά των μειονοτικών σχολείων ελάχιστες φορές είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν τη μαγεία του λογοτεχνικού λόγου…πλην όμως δεν έχουμε καμία διάθεση (σ.σ. εννοείται ως δάσκαλοι), αμαχητί να αφήσουμε να θυσιαστεί εμπνευσμένο υλικό…στο βωμό σκοταδιστικών αντιλήψεων που θεωρούν ότι το μεγάλο πρόβλημα της μειονότητας είναι η ύπαρξη των Πομάκων…

Αυτοί αποκαλούν την αλεπού lesitsa. Από εκεί και η νεράιδα των βιβλίων που υπερασπιζόμαστε.

(Αυτοί αποκαλούν) τη μητέρα maika. Από εκεί και η μεγάλη σοφή γριά των κειμένων μας….

Αυτούς δεν θέλει να ξέρει η μειονοτική ηγεσία…αρνούνται να δεχθούν ακόμα και ενδείξεις της ύπαρξής τους…Ζητούμε… και από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου (σ.σ. Παιδείας) να αντιμετωπίσουν συνειδητά τις ποικίλες πιέσεις και στρέφοντας την πλάτη σε παλαιοκομματικές πρακτικές να υπερασπιστούν τα βιβλία…». Φυσικά τα βιβλία, πλην των ίδιων των δασκάλων δεν τα υπερασπίστηκε κανείς και τα περισσεύματα υποθέτουμε ότι ακολούθησαν τη γνωστή οδό της πολτοποίησης.

Οτιδήποτε λοιπόν θυμίζει τους Πομάκους στη Θράκη καταδιώκεται και αφανίζεται επίσημα. Η χρήση της λέξης Πομάκος έχει ποινικοποιηθεί στο πολιτικό και στο πολιτιστικό επίπεδο. Αν τα φαγητά τους, οι φορεσιές τους και τα δημιουργήματα του υλικού τους πολιτισμού αντί για «πομακικά» αποκληθούν «τουρκικά», τότε και μόνο τότε είναι αποδεκτά. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει όχι μόνο με τα αντικείμενα, αλλά και με τους ανθρώπους. Άλλωστε η υποδούλωση και η αλλοτρίωση έχουν πολλά πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι και ο έντονος φιλοτουρκισμός που αναπτύχθηκε σε μια μερίδα Πομάκων που συνδέθηκε με τα πιο ακραία στοιχεία των τουρκογενών ομοθρήσκων τους.

Ομως η πλειοψηφία δεν εκπροσωπείται από τους τουρκίζοντες, αλλά από μιαν άλλη μερίδα, τη μεγαλύτερη και ταυτόχρονα αφανή, αυτή που υπομένει και παραμένει βουβή, αυτή που παρακολουθεί και ζυγίζει τις εξελίξεις, τους ανθρώπους της σιωπής και του φόβου. Τα ερωτήματα που προκύπτουν αφορούν την αδιερεύνητη σχέση της αφανούς και άφωνης πλειοψηφίας με την ισχυρή μειοψηφία που ωθεί τον πληθυσμό στην απο-πομακοποίηση και την διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι της ομάδας  με βίαιο τρόπο.

Είναι τέλος και η άλλη, η μερίδα των ενεργών, των ελεύθερων Πομάκων που κατάφεραν να αποτινάξουν το φόβο, τα δεσμά της άγνοιας και της ιδεολογικής χειραγώγησης. Είναι αυτή που δημιουργεί, αυτή που μάχεται. Το ΚΠΕ είναι ένας προνομιακός – αλλά ευτυχώς όχι πλέον ο μοναδικός – χώρος έκφρασης της μερίδας αυτής.

Στους Πανελλήνιους Μαθητικούς Μουσικούς Αγώνες, που έγιναν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας από τις 17 έως τις 27 Δεκεμβρίου 1997 στο Ζάππειο Μέγαρο (Αθήνα), και ειδικότερα στην κατηγορία χορωδιών δημοτικής μουσικής, η χορωδία του Γυμνασίου Πολυσίτου Ξάνθης (αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από Πομάκους μαθητές) υπό την διεύθυνση του Κομοτηναίου Ηλία Ιωαννάκη, κατέλαβε την πρώτη θέση με δύο πομακικά και τρία ελληνικά τραγούδια.

Όμως η τεσσαρακονταμελής χορωδία είχε βραχύ βίο, αφού όταν ξεκίνησε αποτελείτο από 70 μαθητές και μαθήτριες, ενώ την παραμονή της αναχώρησής της για την Αθήνα, πολλοί μαθητές και μαθήτριες παρέδωσαν με δάκρυα στα μάτια τις παραδοσιακές τους  στολές λέγοντας ότι φοβούνται και ότι οι γονείς τους δέχθηκαν απειλές. Τους κατηγόρησαν ως προδότες, ενώ μουσουλμάνοι δάσκαλοι είπαν στα παιδιά ότι εάν πάνε στην Αθήνα θα τους αναφέρουν γραπτώς στο τουρκικό κράτος και το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής και όταν έρθει η ώρα δεν θα μπορέσουν να σπουδάσουν μια και η  Τουρκία δεν θα τους επιτρέψει ούτε καν τα σύνορά της να περάσουν. Μάλιστα σε σπίτια κοριτσιών από τα χωριά Γρήγορο, Φίλια και Λευκόπετρα, θυροκόλλησαν απειλητικές επιστολές, οι οποίες πανικόβαλαν τους φτωχούς και αγράμματους Πομάκους. Υπήρξαν όμως και μαθητές οι οποίοι υπερασπίστηκαν την ταυτότητά τους, όπως κάποιος από τη Λευκόπετρα, ο οποίος απείλησε με βία τουρκόφρονα δάσκαλο, λέγοντάς του «δεν σε φοβάμαι, αν με πειράξεις θα ανταποδώσω και θα φύγω στο βουνό όπου ζούσαν οι παππούδες μου…»

Το ένα από τα δύο τραγούδια που τραγούδησε η χορωδία, το «Γιένου-Γιένου…», ήταν το πομάκικο τραγούδι που επρόκειτο να συμπεριληφθεί στο πολυπολιτισμικό CD του δήμου Σαπών (όπως ανέφερα παραπάνω), αλλά αφαιρέθηκε μετά από πιέσεις τουρκοφρόνων προς το δήμο Σαπών.

Άλλη μια μικρή σελίδα της ιστορίας του πομακικού ζητήματος, με πρωταγωνιστές πάλι Πομάκους μαθητές, γράφτηκε στο δημόσιο γυμνάσιο της ορεινής Σμίνθης στις 22  Φεβρουαρίου του 2000, όταν οι μαθητές προχώρησαν σε κατάληψη, επειδή ο τότε τουρκόφρων Πομάκος δήμαρχος Μύκης Μουσταφά Αγγά αρνιόταν επί μήνες (από τον Οκτώβριο του 1999) να υδροδοτήσει το κτίριο. Όταν οι γονείς των παιδιών τον επισκέφθηκαν επιβεβαίωσε ότι σκοπίμως δεν παρέχει νερό, ώστε ή να κλείσει το σχολείο ή να υποχρεωθεί να εισαγάγει και τη διδασκαλία της τουρκικής. Η στάση αυτή εξαγρίωσε τους μαθητές οι οποίοι εξέδωσαν κείμενο διαμαρτυρίας με 123 υπογραφές και ανάρτησαν πανό στο γυμνάσιό τους με επιγραφή στα πομακικά. Η πομακική επιγραφή εξόργισε πιο πολύ τους τουρκόφρονες, οι οποίοι την χαρακτήρισαν ως βουλγαρική και κλιμάκωσαν τις επιθέσεις.

Οι εθνικιστικοί κύκλοι που ελέγχουν ιδεολογικά τη μειονότητα – έχοντας την υποστήριξη αντίστοιχων κύκλων της Τουρκίας – δεν διστάζουν να επιτεθούν και σε εκ Τουρκίας πρόσωπα, όταν αυτά αναφερθούν απλά και μόνο στους Πομάκους. Θύμα της αντιπομακικής πολιτικής υπήρξε και η δημοσιογράφος Νουρ Μπατού, ανταποκρίτρια στην Αθήνα της τουρκικής εφημερίδας Χουρριέτ, η οποία σε άρθρο της για τη Θράκη στις 8.11.2000 ανέφερε την ύπαρξη των Πομάκων στη Θράκη. Η απλή αναφορά της λέξης Πομάκοι, προκάλεσε τις εν χορώ αντιδράσεις των γνωστών κύκλων οι οποίοι με επιστολές τους στον διευθυντή της εφημερίδας, αλλά και στην ίδια εξέφραζαν την αγανάκτηση και τη θλίψη τους, ενώ άφηναν ακόμα και αιχμές για τον ύποπτο ρόλο της και τις σχέσεις της με το ελληνικό κράτος. Μάλιστα, η εκδότρια της τουρκόφωνης εφημερίδας «Γκιουντέμ» στην Κομοτηνή προέτρεπε όλους τους μουσουλμάνους ή να τηλεφωνούν στην εφημερίδα ή να στέλνουν ομαδικά τηλεομοιοτυπικά και ηλεκτρονικά μηνύματα ώστε να κατακλυστεί από τις διαμαρτυρίες (14.11.00).

Κύματα λοιπόν πανομοιότυπων κατευθυνόμενων αντιδράσεων εκδηλώνονται κάθε φορά που τίθεται το Πομακικό, με μοναδικό σκοπό να εκφοβισθούν όσοι αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες προβολής του ζητήματος. Οι Πομάκοι όπως εύστοχα παρατήρησε Πομάκος μέλος του ΚΠΕ είναι οι Κούρδοι της Θράκης, αφού και οι δύο πληθυσμοί για τον τουρκικό εθνικισμό μέχρι και πριν λίγο καιρό ήταν «ορεινοί Τούρκοι».

Οι κάτοικοι του απομονωμένου ορεινού πομακικού χωριού Μυρτίσκη (νομός Ροδόπης) πρωταγωνίστησαν το 1997 σε ένα επεισόδιο που δεν φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Με πρωτοβουλία 28 ατόμων ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μυρτίσκης, με στόχο να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης. Στο υπόμνημα που κυκλοφόρησε ο σύλλογος διατυπώθηκαν κατά σειρά τα ακόλουθα τρία μοναδικά αιτήματα: 1. να γίνει τσιμεντόστρωση του δρόμου μέσα στο χωριό σε μήκος 300 μέτρων, 2. να αγοραστεί υδραντλία για να ποτίζουν τα χωράφια τους με βυτίο και 3. να διαμορφωθεί μικρή αίθουσα – έδρα του συλλόγου, όπου θα γίνει λαογραφικό μουσείο και βιβλιοθήκη με τηλεόραση και βίντεο.

Κατ’ αρχάς οι κάτοικοι είχαν την ατυχία να είναι Πομάκοι και κατά δεύτερο λόγο να αναλάβουν μία πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση των «πατρώνων» της Κομοτηνής. Ειδικά το τελευταίο αίτημά τους για ίδρυση λαογραφικού μουσείου ενέσπειρε πανικό στους τουρκόφρονες κύκλους και ενεργοποίησε τις αντιδράσεις τους. Προσωπικές πιέσεις, απειλές, κηρύγματα στα τεμένη της περιοχής και ανακοινώσεις είχαν σκοπό να διαλύσουν τον σύλλογο. Οι κάτοικοι φοβόντουσαν να βγουν από το χωριό γιατί όπου κι αν πήγαιναν είτε στα διπλανά χωριά είτε στην πόλη, τους κατηγορούσαν ως προδότες, καθώς τόλμησαν να  ζητήσουν λαογραφικό μουσείο και δεν προνόησαν ώστε στον τίτλο του συλλόγου να υπάρχει η λέξη «Τούρκοι». Ακόμη και όσοι από χρόνια είχαν μεταναστεύσει από τη Μυρτίσκη και ζούσαν σε πεδινά χωριά ή στην Κομοτηνή υπήρξαν αποδέκτες πιέσεων. Η κοινότητα Οργάνης στην οποία ανήκαν διοικητικά, τους απειλούσε ότι θα τους κόψει όλες τις επιδοτήσεις για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία (τη κυριότερη πηγή επιβίωσης των φτωχών κατοίκων)  και ότι δεν θα τους ξαναδώσει κανένα πιστοποιητικό. Άτυπες οργανώσεις με ανθελληνικό προσανατολισμό όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή (όργανο ελεγχόμενο από το τουρκικό προξενείο) με επικεφαλής τότε τους Αντέμ Μπεκήρογλου, Γκαλήπ Γκαλήπ, Ριτβάν Χατίπογλου, Ισμαήλ Ροδοπλού, Χούλια Εμίν κ.ά. κατάρτισαν ακόμη και πρόγραμμα περιοδειών «νουθεσίας» των Πομάκων το οποίο μάλιστα δημοσιοποίησαν μέσω του μειονοτικού Τύπου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για περιοδείες τρομοκρατίας οι οποίες  ξεκίνησαν στις 17.10.1997 από την Οργάνη και κατέληξαν στις 27.12.1997 στη Δρανιά, με «θετικό» αποτέλεσμα, αφού ο σύλλογος διαλύθηκε πριν καν λειτουργήσει. Τα περισσότερα μέλη έντρομα δήλωσαν μετάνοια και ζήτησαν να διαγραφούν!

Κορυφαίοι σταθμοί στην πορεία εξαφάνισης ή μετάλλαξης του περιεχομένου της πομακικής πολιτισμικής κληρονομιάς ήταν τα δύο μεγάλα πομακικά πανηγύρια της ανατολικής ορεινής Ροδόπης στα υψώματα Ακρίτας (Αλάν Τεπέ ή Αλάνατ) και Χίλια (Σέτσεκ) αντίστοιχα, τα οποία συνέχιζαν μια μακραίωνη παράδοση στα ορεινά της Θράκης. Από πομακικές – εθνοτικές εκδηλώσεις θρησκευτικών προεκτάσεων, μετατράπηκαν σε τουρκικά – εθνικιστικά πανηγύρια μέσα από πρωτοφανείς ενέργειες απομάκρυνσης των παραδοσιακών διοργανωτών – χορηγών, των επονομαζόμενων «αγάδων». Ο διπλός σφετερισμός (εθνοτικός και θρησκευτικός) έγινε εν μέσω αντιδράσεων ειδικά των ορεινών κιζιλμπάσηδων αλλά επί ματαίω, μια και πολιτικά και θεσμικά δεν είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν το πελατειακό σύστημα της Θράκης, που αναφανδόν τάχθηκε υπέρ των τουρκοφρόνων.

Ήδη, έχουν μετατραπεί σε φιέστες- κακέκτυπα αντίγραφα αντίστοιχων πανηγυριών της Τουρκίας- όπου κυριαρχούν οι πύρινοι λόγοι και οι εκθειαστικές αναφορές στην οθωμανική αυτοκρατορία, η συμμετοχή χορευτικών συγκροτημάτων του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας, τα αεροπανώ με φράσεις του Μουσταφά Κεμάλ, η έλευση τούρκων παλαιστών και η ταυτόχρονη προσπάθεια αποκλεισμού από τους αγώνες πάλης ελλήνων παλαιστών κλπ. Σε τοπικές ελληνόφωνες εφημερίδες της Κομοτηνής (και ειδικά στον «ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗ»), έχουν καταγραφεί λεπτομερειακά από το 1998 και μετά, όλα όσα διαδραματίστηκαν στην ορεινή Ροδόπη. Η επανα-νοηματοδότηση των πανηγυριών από τους νέους διοργανωτές/ σφετεριστές τους, φανερώνεται με απροσχημάτιστο τρόπο τέσσερα χρόνια μετά την «αρπαγή», στο ένθετο περιοδικό Μποντζούκ (αριθ. 43/4.6.2002) της μειονοτικής τουρκόφωνης εφημερίδας της Κομοτηνής «Γκιουντέμ», όπου αναφέρεται σε μετάφραση κατά λέξη ότι «ο πραγματικός σκοπός των πανηγυριών είναι ο εορτασμός της κατάληψης της δυτικής Θράκης» (σ.σ. εννοείται από τους Οθωμανούς).

Στην ορεινή πομακική Ξάνθη, έχουν επιλεγεί πιο μοντέρνοι και διεισδυτικοί τρόποι για την μεταφορά και εξοικείωση των Πομάκων με τη σύγχρονη τουρκική κουλτούρα: φεστιβάλ με συναυλίες από τουρκικά ροκ συγκροτήματα ή νέους προβεβλημένους τούρκους καλλιτέχνες κλπ. Οι εκδηλώσεις αυτές (καθόλου αυθόρμητες και με αξιόλογη χρηματοδότηση), την τελευταία δεκαετία παρουσιάζουν μια επαναλαμβανόμενη σταθερότητα και εντάσσονται στο ευρύτερο πρόγραμμα εκτουρκισμού των Πομάκων και ιδίως των νέων.

Πολύ γρήγορα οι επικεφαλείς του πομακικού κινήματος κατανόησαν ότι οι εθνικοί συσχετισμοί δυνάμεων τοπικά και η ελληνική πολιτική στη Θράκη, όχι μόνο δεν θα βοηθούσαν το  κίνημα αλλά αντίθετα με επιχειρήματα-προσχήματα που ευνοούσαν τον εκτουρκισμό των Πομάκων θα διευκόλυναν την αποδυνάμωσή του. Σύντομα οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναδείχθηκαν ως η μόνη διέξοδος όπου θα μπορούσαν να ζητήσουν την αναγνώριση στοιχειωδών πολιτισμικών δικαιωμάτων. Το 2001 ο πρόεδρος του ΚΠΕ Χαμδή Ομέρ, παρά τις πιέσεις και τις αντιδράσεις, φθάνει στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και θέτει σε μία σειρά συναντήσεων με έλληνες και ξένους ευρωβουλευτές για πρώτη φορά σε ένα διεθνές πεδίο το θέμα του εκτουρκισμού των Πομάκων και της άρνησης του ελληνικού κράτους να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητά τους. Οφείλουμε εδώ να σημειώσουμε τη μεγάλη υποστήριξη στο θέμα του πρώην ευρωβουλευτή κ. Γιάννη Μαρίνου, ο οποίος με πρωτοβουλία του προσκάλεσε το Δ.Σ. του ΚΠΕ στις Βρυξέλλες και στη συνέχεια τόσο ο ίδιος όσο και αργότερα ο ευρωβουλευτής κ. Σταύρος Ξαρχάκος, με ερωτήσεις τους έθεσαν με τον πλέον επίσημο τρόπο στο σώμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (της Κομισιόν και του Συμβουλίου Υπουργών), το ζήτημα του εκτουρκισμού των Πομάκων. Στις 5.2.2002, σε μία ιστορική απάντηση η τότε αρμόδια για την Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό στην Ε.Ε. επίτροπος κα Βίβιαν Ρέντινγκ απαντώντας σε ερώτηση του κ. Γιάννη Μαρίνου αναγνώρισε επίσημα την ύπαρξη των Πομάκων στην Ελλάδα και υπέδειξε ταυτόχρονα τρόπους για την χρηματοδότηση προγραμμάτων που αφορούν στη διδασκαλία των πομακικών. Η κα Ρέντινγκ ανέφερε μεταξύ άλλων  «ο σεβασμός της πολιτιστικής και γλωσσικής ποικιλομορφίας είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πλέον έχει παγιωθεί στο άρθρο 21 του χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων…Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει οριστικά μεγέθη σχετικά με τον αριθμό των ομιλούντων τα πομακικά στην Ευρώπη…κάθε γλώσσα μπορεί να διδαχθεί στα σχολεία».

Το πομακικό χάρη στις ενέργειες του ΚΠΕ, έχει ως ένα βαθμό γίνει γνωστό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και σύντομα θα τεθεί και σε άλλα διεθνή πεδία και εξειδικευμένους οργανισμούς.

Όμως οι πρωτοβουλίες αυτές δεν αρκούν από μόνες τους. Στη Θράκη υπάρχει μία πραγματικότητα την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε. Οι Πομάκοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργούν κάτω από καθεστώς πίεσης, είναι εγκλωβισμένοι σε ποικιλόμορφες εξουσιαστικές σχέσεις και είναι δύσκολο στο δημόσιο λόγο τους να μεταφέρουν  ή να ισχυριστούν ό,τι αναφέρουν στις ιδιωτικές τους συζητήσεις. Η κατοχύρωση συνθηκών ελεύθερης έκφρασης και ο εκδημοκρατισμός στο εσωτερικό όλων των μουσουλμανικών ομάδων, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια πολυεπίπεδη ανάπτυξη και είναι ευθύνη της πολιτείας και της κοινωνίας να συμβάλλουν σε αυτό. Διαφορετικά νομιμοποιούμε τα αποτελέσματα του πολιτισμικού αφανισμού και όταν οι ίδιοι οι Πομάκοι που βιώνουν βαθιά το σκηνικό κυρίαρχων/ υποταγμένων στην καθημερινή τους ζωή, φοβούνται να αναφέρουν το εθνώνυμό τους, τότε το ελληνικό πελατειακό σύστημα δικαιώνεται όταν ισχυρίζεται απολύτως υποκριτικά ότι «αφού οι ίδιοι δεν θέλουν να ονομάζονται Πομάκοι, εμείς δεν μπορούμε να τους ετεροπροσδιορίζουμε…σεβόμαστε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού…».

Το γεγονός ότι οι Πομάκοι είναι μία μη αναγνωρισμένη νομικά μειονότητα σε συνδυασμό με την πλημμυρίδα των τουρκικών πολιτισμικών προτύπων που τους κατέκλυσε τις μεταπολεμικές δεκαετίες, τη στιγμή που το ελληνικό κράτος και οι τοπικές κοινωνίες ή τους υποτιμούσαν ή ακόμα τους τοποθετούσαν λόγω θρησκείας στην «απέναντι» πλευρά, αναδεικνύουν με μεγαλύτερη ενάργεια και άλλες πτυχές μιας ζοφερής πραγματικότητας. Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα ακόμη, ένα ποσοστό των πομακικών χωριών του νομού Ροδόπης (και εν μέρει της Ξάνθης) δεν έβλεπαν την πλειοψηφία των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών. Η τηλεοπτική τους ενημέρωση και ψυχαγωγία ήταν υπόθεση της τουρκικής τηλεόρασης (η οποία αρκετά χρόνια πριν από την ελληνική, εξέπεμπε δορυφορικά τα προγράμματά της). Οι Πομάκοι αναπόφευκτα γνώριζαν καλύτερα τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Τουρκίας από κείνα της Ελλάδας. Οι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις κατοίκων διαφόρων πομακοχωριών να τοποθετηθούν τηλεοπτικοί αναμεταδότες στα ορεινά, επειδή ακριβώς δεν ήταν ενταγμένες στο πλαίσιο των συναλλαγών τουρκικού εθνικισμού και εγχώριου ελληνικού πελατειακού συστήματος, έπεφταν στο κενό. Είναι χαρακτηριστικές οι σκηνές στο νομό Ροδόπης, όπου κάτοικοι με σπίτια μέσα σε χαράδρες (χωρίς τηλεοπτικό σήμα), ανέβαιναν στις κορυφές λόφων όπου υπήρχαν άλλα σπίτια γειτόνων τους με προνομιακή θέση, για να παρακολουθήσουν  από κακής ποιότητας λήψεις, σπουδαία ή έκτακτα πολιτικά, κοινωνικά ή αθλητικά γεγονότα της Ελλάδας.

Οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι εξελίξεις στο χώρο αυτό δεν θα είχαν τα χαρακτηριστικά που έχουν σήμερα, αν η ιστορική συγκυρία δεν διαμορφωνόταν από τη δράση ειδικά ενός ανθρώπου. Πρόκειται για τον επιχειρηματία Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τις ιστορικές στιγμές της αφύπνισης της πομακικής συνείδησης και αναπόφευκτα δέχθηκε τον μεγαλύτερο όγκο των αντιδράσεων από την πλευρά των πολεμίων της πομακικής ταυτότητας, εντός και εκτός Ελλάδας. Επί μια δεκαετία, χάρη στο αδιάλειπτο προσωπικό του ενδιαφέρον και στη βαθιά σχέση που ανέπτυξε με την ορεινή Ροδόπη και τους ίδιους τους Πομάκους, στο φιλανθρωπικό και πολιτιστικό έργο που κινητοποιήθηκε εξαιτίας του, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για τους Πομάκους μέσα από μια άλλη οπτική γωνία. Η γέφυρα του Εχίνου, η επιδιόρθωση των σπιτιών των δασκάλων στην ορεινή Ξάνθη, η υλικοτεχνική υποδομή σε πολλά ορεινά σχολεία, το ελληνοπομακικό και το πομακοελληνικό λεξικό, η γραμματική, το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού, οι πρώτες συλλογές πομακικών τραγουδιών, η πρώτη πομακική εφημερίδα «Ζαγάλισα», η μεταφορά της πομακικής σε ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές είναι ένα ελάχιστο μόνο δείγμα δράσεων που φέρουν τη σφραγίδα του μεγάλου φίλου των Πομάκων.

Σήμερα δεν είναι εύκολο να είσαι Πομάκος στη Θράκη. Είναι δύσκολο να το δηλώνεις δημόσια και ακόμα δυσκολότερο να διεκδικείς το δικαίωμα να αναγνωριστείς επίσημα ως τέτοιος. Αντίθετα, είναι ευκολότερο και πολιτικώς ορθότερο να επιλέξεις τον αυτοπροσδιορισμό Τούρκος, προκειμένου να εισέλθεις σε μία σφαίρα αναγνωρισμένων και σεβαστών από τους άλλους πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Η διαχείριση της ταυτότητας Πομάκος αποκτά πλέον πολιτική σημασία και εναπόκειται στη δύναμη του κάθε μέλους ξεχωριστά να τη διαχειριστεί με όρους ψυχολογικούς, συνειδησιακούς ή ακόμα ωφελιμιστικούς. Αντίθετα, στην ίδια την Τουρκία οι Πομάκοι πρόσφυγες από την Βουλγαρία , όχι μόνο διατηρούν τη γλώσσα και τα έθιμά τους (ανατολική Θράκη, Κωνσταντινούπολη, Προύσα, Σμύρνη κ.α.) αλλά φαίνεται ότι έχουν θέσει και το ζήτημα της διδασκαλίας της γλώσσας τους, ώστε όταν ο υπουργός Παιδείας της Τουρκίας Νετζντέτ Τεκίν, ανακοίνωνε μέτρα εναρμόνισης της Τουρκίας με τα δεδομένα της ευρωπαϊκής Ένωσης, να δηλώσει μεταξύ άλλων ότι «δεν θα στραφούμε εναντίον κανενός…όπως διδάσκονται τα αγγλικά…εάν υπάρξει αίτημα (διδασκαλίας) για τις γλώσσες που μιλιούνται στην Τουρκία, κουρδικά, τσερκέζικα, πομάκικα…είμαι έτοιμος να ικανοποιήσω το αίτημά τους…» (εφημ. Χουρριέτ, 9 Αυγ. 2002).

Πιο πρόσφατο παράδειγμα ποινικοποίησης του αυτοπροσδιορισμού Πομάκος αποτελεί ο κ. Μουζαφέρ Καπζά, ο οποίος συμμετείχε ως υποψήφιος ευρωβουλευτής στις εκλογές της 7ης Ιουνίου 2004 στο ευρωψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Μουζαφέρ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΚΠΕ και ένας εκ των συντακτών του πομάκικου λεξικού. Η υποψηφιότητά του προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση των μηχανισμών χειραγώγησης των μουσουλμάνων και επαναλήφθηκε πλέον το γνωστό σκηνικό που στήνουν οι αντιδραστικοί κύκλοι κάθε φορά που νιώθουν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο των εξελίξεων:  κατευθυνόμενες διαμαρτυρίες, πιέσεις στα κόμματα, αντιπομακικά άρθρα, παρεμβάσεις σε επίπεδο προσωπικό και απειλές. Έφθασαν μάλιστα σε σημείο να απαιτήσουν από τον κ. Καπζά Μουζαφέρ να υπογράψει δήλωση μετανοίας θυμίζοντάς μας άλλες εποχές της Ελλάδας, να αποκηρύξει την ταυτότητά του και να δηλώσει ότι είναι Τούρκος. Στόχος είναι ένας και μοναδικός. Να δώσουν ένα ισχυρό μήνυμα στους συνειδητοποιημένους Πομάκους και στα κόμματα ότι όσοι ανακινούν το πομακικό ζήτημα θα υποστούν κυρώσεις και τα κόμματα πολιτική πανωλεθρία μεταξύ των μειονοτικών ψηφοφόρων οι οποίοι στους δύο νομούς Ξάνθης και Ροδόπης, αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του τοπικού εκλογικού σώματος.

Το επίσημο ιδεολόγημα που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια στο μειονοτικό, επικαλείται την αυτονόητη ανάγκη ανάπτυξης του μουσουλμανικού πληθυσμού στο σύνολό του και την ισότιμη συμμετοχή στα αγαθά της παιδείας, στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Αυτό όμως που δεν είναι αυτονόητο και εκεί όπου υπάρχει τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας είναι τα ζητήματα που αφορούν στις ταυτότητες των μειονοτικών ομάδων και των ατόμων, και ιδίως εκείνων που παρά την αφομοιωτική πλημμυρίδα των δεκαετιών που παρήλθαν επιμένουν να αυτοαποκαλούνται Πομάκοι. Γι αυτούς η νέα πολιτική είναι το ίδιο παλιά, το ίδιο αφομοιωτική, όσο και στις ψυχροπολεμικές δεκαετίες.

Πριν εμπλακούμε λοιπόν σε ατέρμονες και άγονες συζητήσεις για το απώτατο παρελθόν πρέπει πρώτα να ερμηνεύσουμε το παρόν, αφού κατά ένα παράδοξο τρόπο η γνώση μας για το σήμερα φαίνεται να είναι συχνά πολύ φτωχότερη από αυτήν για το χθες.

Είναι γνωστό ότι καμιά εθνική ή εθνοτική ταυτότητα δεν μένει αναλλοίωτη στο χρόνο. Στην περίπτωση των Πομάκων όμως δεν πρόκειται για μια φυσιολογική διαδικασία μετασχηματισμού του περιεχομένου μιας περιφερειακής πολιτισμικής ομάδας η οποία ενσωματώνεται σε ευρύτερα κοινωνικά ή εθνικά σύνολα, αλλά αντίθετα, για το βίαιο αποτέλεσμα μιας θεσμικά και πολιτικά κατοχυρωμένης ρατσιστικής πρακτικής.

Εξαιτίας του παραπάνω σκηνικού συνέβη το εξής εκπληκτικό: να περιληφθεί μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους μια ομάδα που στις αρχές του 20ου αιώνα στη συλλογική της συνείδηση η λέξη Ελλάδα ήταν συνώνυμο της ελευθερίας και εν τέλει η ίδια η Ελλάδα (ως συντεταγμένη εξουσία και ως κοινωνία) κατάφερε, μέσα από μία σειρά στάσεων και πρακτικών, να τους καλλιεργήσει αρνητικά συναισθήματα και να διευκολύνει η ίδια την διαδικασία αφανισμού της.

Το ελληνικό κράτος, μέσα από παλαιοκομματικές λογικές και πελατειακές σχέσεις, είναι σήμερα δέσμιο ενός ιδιότυπου ρατσισμού και μιας προκλητικής πομακοφοβίας, που προσβάλλει την αξιοπρέπεια κάθε σκεπτόμενου πολίτη.

Δρ Αντώνης Λιάπης

none

Είναι λίγο πολύ γνωστή η ιστορική συγκυρία που επέτρεψε την παραμονή στην Ελλάδα των μουσουλμάνων της Θράκης μετά το 1922. Η – λανθασμένη, όπως αποδείχθηκε – αντίληψη του Ελευθερίου Βενιζέλου για ένα «αντίβαρο» στην παραμονή των Ελλήνων της Πόλης (και στα δήθεν αυτοδιοικούμενα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου) προικοδότησε την περιοχή με μία μειονοτική παρουσία ουδόλως ευκαταφρόνητη, που κατά καιρούς, δυστυχώς, αποδεικνύεται μάλλον πρόβλημα παρά πλεονέκτημα. Ωστόσο τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτερα αν στα 80 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τις μέρες μας το ελληνικό κράτος αποδεικνυόταν περισσότερο ελληνικό ή, έστω, περισσότερο κράτος.

Είναι επίσης λίγο πολύ γνωστός ο τρόπος με τον οποίον η πολυάριθμη και εύπορη αστική τάξη των Ελλήνων της Πόλης τερμάτισε την προαιώνια παρουσία της στο διάστημα των οκτώ αυτών δεκαετιών. Ζώντας σε ένα καθεστώς ημιφασιστικό, ρατσιστικό, στρατοκρατούμενο και κάτω από μέτρα δρακόντεια έως βάρβαρα, εξεμέτρησε το ζην της, ώστε ήδη να αναφερόμαστε πια στο έσχατο απολειφάδι της. Τα μέτρα σε βάρος της ουσιαστικά δεν έπαυσαν ποτέ από την επομένη της Συνθήκης της Λωζάνης, με αποκορύφωμα το 1941 (με τον Φόρο Βαρλίκ και τα Τάγματα Εργασίας), το 1955 (με τα Σεπτεμβριανά, τυπικό δείγμα τούρκικης πολιτισμικής γραφής) και το 1964 (με τις απελάσεις χιλιάδων Ελλήνων από την Πόλη). Πρόκειται για ένα έγκλημα διαρκές και απαράγραπτο, για το οποίο έχουμε ηθική υποχρέωση – αλλά και υλικό συμφέρον – να απαιτήσουμε συγγνώμη και αποζημίωση, στον δρόμο που έδειξε η Τιτίνα Λοϊζίδου.

Η πορεία της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη δεν ήταν καθόλου παράλληλη. Ακόμη και στις αυταρχικότερες περιόδους διακυβέρνησης της χώρας μας ο ελληνικός πολιτισμός πρωτίστως και η αδύναμη εξωτερική μας πολιτική δευτερευόντως απέτρεψαν αντίποινα ή εκδικητικά μέτρα κλίμακας ανάλογης των προαναφερθέντων εγκλημάτων της Τουρκίας. Αντιθέτως, τα κέρδη της γείτονος στις περιόδους ύφεσης των διμερών σχέσεων αποτελούσαν το εκάστοτε εφαλτήριο για την επόμενη περίοδο. Έτσι, η ελληνική Πολιτεία συνήργησε άλλοτε παθητικά κι άλλοτε με …ενθουσιασμό στον εκτουρκισμό και τον εκκεμαλισμό του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής, με αξιοθαύμαστη συνέπεια: Το 1930 – με την αφορμή της πρώτης ελληνοτουρκικής «φιλίας» Βενιζέλου – Ατατούρκ – παραγκώνισε ή και απέλασε από το θρακικό έδαφος τους παλαιομουσουλμάνους που αντιδρούσαν στον τουρκικό σωβινισμό (μεταξύ αυτών και ο τελευταίος Οθωμανός σεϊχουλισλάμης, ο Μουσταφά Σαμπρή Εφέντη). Προχώρησε στην νομιμοποίηση σωματείων με τον όρο «τουρκικός» στον τίτλο (και με ανοιχτά κεμαλική ιδεολογία), μια πληγή που χάσκει μέχρι και σήμερα. Επέβαλε συν τω χρόνω το λατινικό αλφάβητο αντικαθιστώντας το παραδοσιακό αραβικό, ακολουθώντας έτσι τις μεταρρυθμίσεις της Άγκυρας εντός του ελληνικού εδάφους. Προχώρησε στα Μορφωτικά πρωτόκολλα του 1951 και του 1968, αποδεχόμενη ουσιαστικά την επίσημη κηδεμονία της Τουρκίας για τον μειονοτικό πληθυσμό της Θράκης κι επιβάλλοντας την τουρκική ως επίσημη γλώσσα του. Την περίοδο μάλιστα των νατοϊκών ελληνοτουρκικών ερώτων, όχι μόνο ίδρυσε και χάρισε στην Κομοτηνή Γυμνάσιο με την επωνυμία «Τζελάλ Μπαγιάρ»* αλλά και επέβαλε την ονομασία «τουρκικά» στα τότε λειτουργούντα μειονοτικά σχολεία!  Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και, ακόμη περισσότερο, η κυβερνητική Αλλαγή του 1981 έβαλαν ένα πρόσκαιρο φρένο στην πολιτική των μονομερών παραχωρήσεων. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 ελήφθησαν κάποια μέτρα κι έγιναν μερικές προσπάθειες προς την σωστή κατεύθυνση για το συμμάζεμα της κατάστασης, όμως ήταν ήδη αργά. Η υποχώρηση στο πρώτο Νταβός (Ανδρέας Παπανδρέου- Τοργκούτ Οζάλ) υπογραμμίστηκε με …νόημα από τα επεισόδια του Γενάρη του 1988 στην Κομοτηνή και την περιφέρειά της. Ήταν η εποχή του «ανεξάρτητου» πολιτευτή Σαδίκ Αχμέτ, ο οποίος εξευτέλισε επανειλημμένως την ελληνική πολιτεία, λόγω και έργω. Αξέχαστη ήταν η πρόκληση που απηύθυνε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, όπου τεκμηρίωνε την διεκδίκηση της τουρκικής ταυτότητας για την μειονότητα της Θράκης, λέγοντας: «Όλοι οι μουσουλμάνοι στη Θράκη είναι Τούρκοι. Φέρτε μου ΕΝΑΝ που να δηλώνει ότι δεν είναι Τούρκος! Δεν υπάρχει ούτε ένας!» Και οι 299 σιγούσαν: Όντως, δεν ήταν σε θέση να επιδείξουν ούτε έναν από τις 40.000 των σλαβόφωνων Πομάκων, ούτε έναν από τις 20.000 των εγκατεστημένων και μη Τσιγγάνων! Τότε μάλιστα διαμορφώθηκε και το …αιτηματολόγιο της Άγκυρας που το περιέφεραν δεξιά κι αριστερά διάφοροι εγκάθετοί της, κυρίως υποψήφιοι πολιτευτές, ανεξαρτήτως κόμματος: Αναγνώριση της μειονότητας ως εθνικής, δηλαδή τουρκικής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το καθεστώς της. Απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας στους χιλιάδες τουρκογενείς που εγκατέλειψαν την Ελλάδα σε παρελθούσες δεκαετίες. Εκλογή – κι όχι διορισμός – των μουφτήδων και των διαχειριστικών επιτροπών βακουφικής περιουσίας. Ενίσχυση της μειονοτικής εκπαίδευσης, διορισμοί διδασκόντων από τις σχολικές εφορίες, επιμορφώσεις μειονοτικών δασκάλων στην Τουρκία, κατάργηση της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, εισαγωγή της διδασκαλίας της τουρκικής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης… Με λίγα λόγια πλήρης έλεγχος της Τουρκίας στην εκπαίδευση των μουσουλμανοπαίδων και στην εν γένει ζωή της μειονότητας. Τα αιτήματα αυτά εξακολουθούν και σήμερα να υποβάλλονται ανελλιπώς, αυτούσια ή παραλλαγμένα.Στην δεκαετία που ακολούθησε πολλά άλλαξαν. Η πρόοδος σε κάποια επίπεδα είναι σημαντική, αυτό είναι αλήθεια. Κατ’ αρχήν ήδη από το 1990 ήρθησαν όλοι οι διοικητικοί περιορισμοί που ίσχυαν για τον μειονοτικό πληθυσμό, περιορισμοί που ετέθησαν ως μέτρο πίεσης για μετανάστευση και δημογραφική συμπίεσή του**. Περνώντας πλέον στο αντίθετο άκρο, υιοθετήθηκαν – επισήμως ή όχι – πολιτικές προνομιακής μεταχείρισης των μουσουλμάνων έναντι των συμπολιτών τους χριστιανών. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην ουσιαστική εισαγωγή τους στα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα άνευ εξετάσεων (με την ποσόστωση του 0,5% – που είναι αλήθεια ότι έστρεψε την μειονοτική νεολαία προς το δημόσιο σχολείο) αλλά και στην υπέρ το δέον ευνοϊκή μεταχείρισή τους σε ζητήματα της καθημερινότητας: πολεοδομικών παραβάσεων, φορολογικών προστίμων, τίτλων κυριότητος ακινήτων, τροχαίων κλήσεων… Με τον αμφιλεγόμενο αυτόν τρόπο άδειασε η φαρέτρα των επίδοξων ταραχοποιών και ταυτοχρόνως διαμορφώθηκε ένα πλαίσιο για την ένταξη του μουσουλμανικού πληθυσμού στην ευρύτερη τοπική κοινωνία. Το κλίμα λοιπόν στην περιοχή είναι πια εντελώς διαφορετικό.Πέραν όμως του κλίματος, υπάρχουν και οι εθνικές πραγματικότητες που σήμερα ίσως εκδηλώνονται με τον άλφα τρόπο, αύριο ενδεχομένως με τον βήτα. Στον τομέα αυτόν, και παρά την εργώδη προσπάθεια του ιδιωτικού τομέα, τα αποτελέσματα είναι μεν σημαντικά αλλά όχι αρκετά. Ο εκτουρκισμός των Πομάκων και των Ρωμά (Τσιγγάνων) έχει μεν επιβραδυνθεί αλλά δεν έπαυσε. Οι γλώσσες τους, η Πομακική και η Ρωμανί, δεν ακούγονται ούτε στην Εκπαίδευση αλλά ούτε και σε άλλους χώρους της δημόσιας ζωής. Η ίδια η ταυτότητα των μη τουρκογενών μειονοτικών αμφισβητείται από τον μηχανισμό του Τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής και κάθε απλή μνεία της, έστω, αντιμετωπίζεται ως «απόπειρα διάσπασης της Τουρκικής Μειονότητας». Είναι αναμφίβολα η αχίλλειος πτέρνα της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη και δυστυχώς την κρατική αβελτηρία (ή εσκεμμένη απουσία;) δεν μπορεί να την καλύψει ούτε η υπερδραστηριοποίηση κάποιων πολιτιστικών συλλόγων ούτε η αυτοσυνειδησία μερικών μειονοτικών που θέτουν τον εαυτό τους ηρωικά στο μάτι του κυκλώνα. Όσο για τον τουρκογενή πληθυσμό, εκεί η δουλειά που έπρεπε να γίνει ήταν ιδεολογική: Έπρεπε να γίνει ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα ναι μεν προσφέρει όλα όσα υποχρεούται κι ακόμη περισσότερα αλλά απαιτεί τη στοιχειώδη νομιμοφροσύνη όλων στο δημοκρατικό πολίτευμα. Δεν μπορεί να διακηρύττεται μέσα στην ελληνική Επικράτεια από άτομα και συλλογικούς φορείς ο κεμαλικός ρατσισμός και να υμνείται ο σφαγέας των προγόνων μας, τη στιγμή μάλιστα που γίνεται διεθνώς αγώνας για την περιθωριοποίηση τέτοιων απόψεων. Δυστυχώς όμως μία τέτοια πολιτική αντίληψη δεν είναι ακόμη εδραία ούτε και στο εσωτερικό του πλειονοτικού πληθυσμού, εντός κι εκτός Θράκης (βλ. κατάθεση στεφάνου στο μαυσωλείο του Κεμάλ). Ένας άλλος παράγοντας με μακροπρόθεσμα ολέθριες, κατά τη γνώμη μας, συνέπειες είναι το ευρωχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα του «Δικτύου Δήμων Ανατολικής και Δυτικής Θράκης». Μπορεί αυτή τη στιγμή κάποιοι δήμαρχοι να κάνουν πληρωμένα ταξιδάκια και φιγούρα στα επαρχιώτικα ΜΜΕ, καταναλώνοντας με βουλιμία τα ευρώ των Βρυξελλών, όμως η νομιμοποιημένη παρουσία της κεμαλικής Τουρκίας – πολιτική, πολιτιστική, οικονομική, κτλ – ρίχνει ρίζες και θα πληρωθεί κάποια μέρα ακριβά (και τότε ίσως να μην βρίσκεται στο προσκήνιο ο προαγωγός της και η πανταχού παρούσα βουλγαροαμερικάνα μάνα του ώστε να τους ζητηθούν ευθύνες). Στο κάτω κάτω όταν ως Ελλάς μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση άλλες παρέες φανταζόμασταν στο πλευρό μας… Τέλος, υπάρχουν και οι οικονομικές πραγματικότητες στην περιοχή που παίζουν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Η παραδοσιακά αγροτική Θράκη – και η μειονοτική της συνιστώσα – έχει μπροστά της δύσκολες μέρες. Τα περισσότερα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια που επενδύθηκαν αφορούσαν την εκβιομηχάνιση του τόπου αλλά το αποτέλεσμα είναι φτωχό (για να το διατυπώσουμε κομψά). Τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν στην περιοχή τόνωσαν μεν την τάξη των βιομηχάνων και τους κομματικούς φίλους, διέξοδο όμως από τον φθίνοντα πρωτογενή τομέα δεν έδωσαν. Η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η αντικαπνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης – χιλιάδες μειονοτικές οικογένειες ζουν από την καπνοκαλλιέργεια – και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των παραγωγών συνθέτουν μία εικόνα που ελάχιστη αισιοδοξία επιτρέπει για το μέλλον. Στα ανωτέρω ας προστεθεί και ο κίνδυνος που συνιστούν για την περιοχή οι επί θύραις χρυσοθηρικές επενδύσεις, που απειλούν να μετατρέψουν σε σύντομο διάστημα τη θρακική ύπαιθρο σε κρανίου τόπο. Οι δρόμοι της μετανάστευσης προς Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, κτλ ξανανοίξανε, για (νεοπρόσφυγες, κυρίως) χριστιανούς και μουσουλμάνους, παρότι ειδικά για τους τελευταίους προέκυψε μία πολλά υποσχόμενη επαγγελματική διέξοδος: Η εισαγωγή από την Τουρκία της φθηνής της παραγωγής, χιλιάδων βιομηχανικών προϊόντων που κατέκλυσαν ήδη την ελληνική αγορά, επιδεινώνοντας δραματικά το εμπορικό ισοζύγιο σε βάρος της χώρας μας.Κλείνοντας τη σύντομη αυτή σκιαγράφηση του ζητήματος, ανακεφαλαιώνουμε τις βασικές μας θέσεις: Η υποχωρητική μέχρις παρεξηγήσεως ελληνική πολιτική επέτρεψε στην Τουρκία να εδραιωθεί στη Θράκη και να αμφισβητεί επί του πρακτέου την κυριαρχία της. Η σημερινή πολιτική των παροχών και της ισοπολιτείας από μόνη της δεν αρκεί για να ανατρέψει τις πραγματικότητες στη Θράκη. Η πλειονότητα έχει χρέος να αναγνωρίσει την πολιτισμική ιδιαιτερότητα Πομάκων και Τσιγγάνων αλλά και να καταδικάσει τον κεμαλισμό ως κλασική φασιστική ιδεολογία και πράξη. Οι δυσοίωνες οικονομικές προοπτικές μπορεί να μην αφίστανται εκείνων της υπόλοιπης χώρας, όμως οι ιδιαιτερότητες της περιοχής επιβάλλουν μία αυξημένη ευαισθησία και διόρθωση της μέχρι τούδε πορείας.

Καραΐσκος Κώστας, Κομοτηνή

διευθυντής του «Αντιφωνητή»

* Προς τιμήν του τότε Προέδρου της Τουρκίας και πρώην …εγκληματία πολέμου σε βάρος του Ελληνισμού της Ιωνίας (!) – και προς δόξαν της νατοϊκού τύπου εθνικοφροσύνης της Φρειδερίκης.

** Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ναι μεν η Ελλάδα καταστρατηγούσε τις έννοιες της ισονομίας και της ισοπολιτείας, όμως για μια δίκαιη εκτίμηση του φαινομένου δεν πρέπει να ξεχνάμε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Να μην ξεχνάμε, επί παραδείγματι, πότε απέκτησαν πλήρη δικαιώματα οι αριστεροί Έλληνες, παρά την πλήρη επικράτηση της Δεξιάς στον Εμφύλιο ήδη από το 1949. Ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθούν καλύτερα αλλόθρησκοι κι αλλόφυλοι που συχνά πυκνά έδιναν κι αφορμές για υποψίες ότι λειτουργούν ως Πέμπτη Φάλαγγα μιας εχθρικής χώρας;

none

Στην ελληνική Θράκη εδώ και μερικά χρόνια παίζεται ένα άθλιο παιχνίδι από πλευράς των τουρκοφρόνων τής μειονότητας σε βάρος των υπολοίπων μουσουλμάνων συντοπιτών μας και σχεδόν τίποτε δεν ακούγεται παραέξω. Είναι η προσπάθεια εκτουρκισμού των πομάκικων και τσιγγάνικων εθίμων, προκειμένου να επιβληθεί ένα ενιαίο πολιτισμικό πρόσωπο της «τουρκομουσουλμανικής μειονότητας».

Ήταν πριν επτά χρόνια που η άτυπη μειονοτική «Συμβουλευτική Επιτροπή» ανακοίνωνε με περισσό θράσσος την απόφαση για δημιουργία τουρκικής κουλτούρας (!) στον μειονοτικό πληθυσμό και ονομάζοντας έναν έναν όλους τους θεσμούς που είχε στοχεύσει. Επρόκειτο κυρίως για τα δύο πομάκικα πανηγύρια της ορεινής Ροδόπης, του «Χίλια» (στα όρια των νομών Έβρου και Ροδόπης) και του Αλάνατ ή Αλάν Τεπέ (στη θέση Ακρίτας της Ροδόπης).

Τα δύο αυτά πανηγύρια διοργανώνονταν κάθε Αύγουστο ως ζωοπανηγύρεις και παράλληλα γίνονταν και παλαιστικοί αγώνες οι οποίοι κι αποτελούσαν πόλο έλξης για τον πληθυσμό της περιοχής. Επρόκειτο για γεγονότα τοπικής σημασίας μέχρι που τα ανακάλυψε το τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής.

Πομάκοι; Ποιοι Πομάκοι;

Έτσι, το 1998 άρχισαν τα όργανα: Ο Πομάκος Μεμέτ Χατίπ, κληρονομικώ δικαιώματι «αγάς» (δηλ. τελετάρχης) του πανηγυριού του Αλάν Τεπέ, παραμερίστηκε από τους μηχανισμούς της Άγκυρας γιατί δεν συμφωνούσε με την αλλαγή του χαρακτήρα του εθίμου. Το πανηγύρι που προσπάθησε να οργανώσει σε παραπλήσιο χώρο εμποδίστηκε παντί τρόπω από τον τοπικό κοινοτάρχη Μουσταφά Χατζηγιακούπ (πολιτικό συνεργάτη και φίλο του τότε νομάρχη Ροδόπης Στ. Σταυρόπουλου) και από τις …ελληνικές υπηρεσίες (δασαρχείο). Αντιθέτως, το πανηγύρι που οργάνωσαν οι τουρκόφρονες, τόσο στη θέση «Ακρίτας» όσο και στο ύψωμα «Χίλια», έτυχε της πλήρους νομιμοποίησης από όλες τις τοπικές Αρχές: Νομάρχες, δήμαρχοι, βουλευτές, σύμβουλοι, πρόεδροι σωματείων και οργανώσεων, τίμησαν με την παρουσία τους – και τις χρηματοδοτήσεις τους, παρακαλώ – έναν θεσμό που όλο και …τούρκευε. Προφανώς ο τότε διευθυντής του θρακικού γραφείου του Υπουργείου Εξωτερικών είχε την δική του, ιδιόμορφη ας την χαρακτηρίσουμε, αντίληψη για τα πράγματα…

Συν τω χρόνω η προπαγάνδα ξεπέρασε κάθε όριο. Ήδη την επόμενη χρονιά όλα τα πανώ στον χώρο ήταν γραμμένα μόνο στα τουρκικά (αργότερα αναγκάστηκαν να προσθέσουν και λίγα ελληνικά) και στο κεντρικότερο εξ αυτών δέσποζε μια ρήση του …Κεμάλ Ατατούρκ περί αθλητισμού, οι ομιλίες γίνονταν όλες στα τουρκικά, οι στολές των παλαιστών φερμένες από την Τουρκία, τα τραγούδια όλα τούρκικα, τούρκικες σημαίες αναρτημένες, μόνιμη παρουσία του επισήμως προσκαλούμενου «αγά» του πανηγυριού της …Αδριανούπολης, μηνύματα από το Υπουργείο Πολιτισμού της Τουρκίας και τον Τούρκο πρέσβη στην Αθήνα, χορευτικά συγκροτήματα του τουρκικού Υπουργείου Πολιτισμού, παρούσα ενίοτε και η τουρκική τηλεόραση TRT…

Ενα σημείο άξιο προσοχής ήταν οι παλαιστές: Τούρκοι εξ Ανατολών και μουσουλμάνοι της Βουλγαρίας έδεναν με το μήνυμα που ήθελαν να περάσουν οι διοργανωτές: «Δεν έχουν θέση στην «παλαίστρα» όλοι όσοι δεν υπηρετούν τον τουρκικό πολιτισμό» (εφημερίδα Gundem, 21-8-2001). Το πρόβλημα ήταν οι Έλληνες, οι οποίοι είχαν και το κακό συνήθειο να κερδίζουν και κάμποσους αγώνες. Έτσι, από το 2000 μεθοδεύεται κάθε χρόνο η εξωπέταξή τους από τους αγώνες: Τη μια φορά δεν αποζημιώθηκαν για τα έξοδά τους, την άλλη τους ανακοινώθηκε ο αποκλεισμός τους επειδή δεν δηλώσανε εγκαίρως συμμετοχή… Ήταν σαφές ότι ήθελαν να τους βγάλουν έξω από την διοργάνωση, αν και το 2001 κατάφεραν το αντίθετο: Τούρκοι και Έλληνες παλαιστές, παλιοί γνώριμοι μεταξύ τους, αποχώρησαν από την κεντρική παλαίστρα εις ένδειξη διαμαρτυρίας για τις μεθοδεύσεις των οργανωτών (1) και πάλαιψαν σε παρακείμενη αλάνα, όπου τους ακολούθησε και η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου!
Ούτε Ελληνικό, ούτε Κράτος

Ποια ήταν η στάση των ελληνικών Αρχών έναντι όλου αυτού του αίσχους; Αυτή της παροιμίας με τις ροχάλες και τις ψιχάλες. Απολάμβαναν όλο αυτό το κεμαλικό υπερθέαμα καθήμενοι δίπλα στους ψευδομουφτήδες, στους προέδρους των παράνομων σωματείων, στους εκπροσώπους του πιο ακραιφνούς σωβινισμού, χωρίς να τολμούν να αρθρώσουν ούτε λέξη. Μία φορά μονάχα ο τότε νομάρχης Έβρου Γ. Ντόλιος έκανε μία παρατήρηση για την παντελή απουσία της ελληνικής γλώσσας κι άλλη μία φορά κάτι πήγε να υπαινιχθεί ο τότε νομάρχης Ροδόπης Στ. Σταυρόπουλος για «συμμετοχή και του ντόπιου πολιτισμού» στα δρώμενα. Αυτό ήταν. Κατά τ’ άλλα δεν έδειχναν διόλου ενοχλημένοι από τούτη την ασύλληπτη παραποίηση (2) ενός τοπικού θεσμού που προσεταιρίζονταν η Άγκυρα μέσα στην ελληνική Θράκη. Ούτως ή άλλως η χριστιανική πλειοψηφία είτε αγνοούσε παντελώς το ζήτημα είτε καθησυχάζονταν με τα προσεγγιστικά και πολυπολιτισμικά παραμύθια της εξουσίας. Μόνη φωνή εναντίωσης σε τούτη την ετήσια ελληνική ξεφτίλα ήταν ο δεκαπενθήμερος «Αντιφωνητής» της Κομοτηνής, φωνή βοώσα εν τη εκσυγχρονιστική ερήμω…

Δεν είχαμε όμως ακόμα πιάσει πάτο. Όταν οι άλλοι είδαν ότι παίζουν μόνοι τους, αποθρασύνθηκαν. Άρχισαν λοιπόν να διαρρέουν ότι τα πανηγύρια – ειδικά αυτό στο «Χίλια» – γίνεται σε υπόμνηση της …οθωμανικής κατάκτησης της Θράκης! Τό έγραψε πρώτα η τουρκόφωνη εφημερίδα «Γκιουντέμ» (7-7-1999) και το επανέλαβε σαφέστερα κι εκτενέστερα η ίδια φυλλάδα στις 4-6-2002. Έγραφε τότε η θεωρούμενη «φωνή της Άγκυρας» στη Θράκη: «…πραγματικός σκοπός των πανηγυριών είναι ο εορτασμός της επετείου της κατάκτησης της Δυτικής Θράκης». Ανέφερε μάλιστα ότι παλιότερα ο ίδιος εορτασμός γίνονταν λίγο βορειότερα, στη θέση «Κοτζά Γιαϊλά», αφ’ ότου όμως αυτή βρέθηκε σε βουλγαρική επικράτεια (από το 1920), ο εορτασμός μεταφέρθηκε πέντε χιλιόμετρα νοτιοανατολικά, στη σημερινή θέση «Χίλια». Και πάλι μόνο ο «Αντιφωνητής» το επεσήμανε, χωρίς να ιδρώσει το αυτί κανενός υπευθύνου: Δυο μήνες μετά πήγαν πάλι όλοι να τιμήσουν την εν λόγω «εκδήλωση», αυτή τη φορά και με μια υψηλή παρουσία (στο Αλάν Τεπέ), σκέτη τραγωδία: ο τότε υφυπουργός Εσωτερικών Σταύρος Μπένος παραβρέθηκε, απηύθυνε τον λόγο ξεκινώντας με «καλημέρα» στα τουρκικά, αναφέρθηκε στις «δύο κοινότητες» της Θράκης (!) και ξεφούρνισε και μία αχαρακτήριστη «ιδέα», για «συνδιοργάνωση του πανηγυριού από το ελληνικό και το τουρκικό Υπουργείο Πολιτισμού»!

Τέλος καλό;

Κι αφού κι αυτό το αντέξαμε, ήρθε η φετινή χρονιά που κάτι δείχνει ν’ αλλάζει. Την αφορμή την έδωσε η άλλη πλευρά με τον εκτραχηλισμό της: Λίγο πριν την διοργάνωση των φετινών πανηγυριών, οι αξιότιμοι οργανωτές στην πρόσκληση που απηύθυναν θεώρησαν καλό να συμπεριλάβουν όλες τις προκλήσεις που σκέφτηκαν. Διαβάζουμε: «Η παραδοσιακού τύπου πάλη και τα πολιτιστικά δρώμενα του Σέτσεκ (ΣτΜ: δηλ. του «Χίλια») πού ξεκίνημα του θεωρείται η χρονολογία της άλωσης του Διδυμοτείχου το 1361, έφτασαν να γίνονται και στις μέρες μας, μεταφερόμενα από γενιά σε γενιά…» Και παρακάτω για τον «φίλαθλο τουρκικό λαό» και την «αποφασιστικότητά του να μεταφέρει εκτός πατρίδας την ισχύ της πολιτισμικής του δυναμικότητας». Κάπου εδώ ήταν φαίνεται τα όρια της υποχωρητικότητας κάποιων αρμοδίων. Στη φετινή διοργάνωση παρέστησαν ελάχιστοι χριστιανοί επίσημοι: ο υφυπουργός Οικονομικών Απ. Φωτιάδης, οι βουλευτές Έβρου Νικολαΐδης και Λυμπερακίδης κι ο νομάρχης Ροδόπης Α. Γιαννακίδης (βραβεύθηκε κιόλας!). Δεν δόθηκε βίζα στο χορευτικό συγκρότημα του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας να έρθει, ούτε και στους Τούρκους παλαιστές, κάτι που μάλλον αιφνιδίασε την άλλη πλευρά… Παρέστησαν βέβαια ο δήμαρχος της …Αδριανούπολης, ο (Τούρκος εκ Βουλγαρίας) δήμαρχος του Ρούεν, ο Τούρκος Πρόξενος στην Κομοτηνή…

Να ελπίσουμε ότι κάτι σαν αυτοσεβασμός άρχισε να γεννιέται σε μερικούς ιθύνοντες, έστω και μετά από χρόνια;

Κώστας Καραΐσκος,

διευθυντής του «Αντιφωνητή»

Σημειώσεις

(1) Πρόκειται τυπικά για τον Μειονοτικό Εκπολιτιστικό και Μορφωτικό Σύλλογο «Χίλια», όπου λύνει και δένει κάποιος Χασάν Μπεκήρουστα. Να σημειωθεί ότι κάθε χρόνο τα έσοδα του πανηγυριού, τα οποία υπολογίζονται σε 15 περίπου εκατομμύρια δρχ, εισπράττονται με …αθεώρητες αποδείξεις! Εφέτος μάλιστα τούτη η αρπαχτή έγινε παρόντος και του …υφυπουργού Οικονομικών, Απ. Φωτιάδη!

(2) Αξίζει μνείας το γεγονός ότι η περιοχή του «Χίλια» κατοικείται από Αλεβίτες μουσουλμάνους, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με την σουνιτική πλειοψηφία της Θράκης

none

http://antifonitis.gr/online/wp-content/uploads/2009/03/249.pdf

3 com

http://antifonitis.gr/online/wp-content/uploads/2009/03/248.pdf

none

 Φίλες και φίλοι, καλησπέρα

Το ζήτημα της χρήσης της γλώσσας στα ΜΜΕ είναι βεβαίως τεράστιο και δυσανάλογο με τις θεωρητικές μου προϋποθέσεις αλλά και πέρα από τις προσωπικές μου προθέσεις. Θέλω απλώς με την ευκαιρία της αποψινής βραδιάς να μοιραστούμε μερικές σκέψεις που αφορμώνται από την εμπειρία μας στον δεκαπενθήμερο ΑΝΤΙΦΩΝΗΤΗ, ένα ιδιόρρυθμο έντυπο αδέσποτης γνώμης που βγάζουμε από δεκαετίας στην Κομοτηνή.

Αυτό που μας παρακίνησε αρχικά στην δημιουργία ενός εντύπου γνώμης ήταν η καταθλιπτική κυριαρχία των κατεστημένων ΜΜΕ στον δημόσιο βίο, τόσο των τοπικών όσο και των αθηναϊκών. Να ληφθεί εδώ υπ’ όψιν ότι μιλάμε για το 1998, εποχή της παντοδυναμίας του ψευδώνυμου εκσυγχρονισμού και της πολιτικής ορθότητας. Μέσα σε κείνες τις άθλιες συνθήκες, που εν πολλοίς βεβαίως διατηρούνται άθικτες, ξεκινήσαμε να ορθώσουμε από την περιφερειακή μας πόλη, την απολύτως ανυπόληπτη στον χώρο της παραγωγής λόγου, μια φωνή που θα λέει τα πράγματα με το όνομά τους και θα εκφράζει το δημόσιο αίσθημα, όσο τέλος πάντων από αυτό έχει απομείνει στις εποχές της ιδιώτευσης που ζούμε. Κανένας από την αρχική ομάδα δεν ήταν δημοσιογράφος, κανένας δεν υπήρξε μέλος οποιουδήποτε κόμματος αλλά όλοι μας είχαμε μια εμπειρία από τα κοινά και μας έπνιγε το αίσθημα πως ενώ ο βασιλιάς είναι όχι γυμνός αλλά ολοτσίτσιδος, ουδείς τολμούσε να το πει. Είτε επρόκειτο για τα τεκταινόμενα στο μειονοτικό ζήτημα της Θράκης – που είναι εξάλλου ένας προνομιακός χώρος της αρθρογραφίας μας – είτε για τα γεγονότα ελλαδικού ή και διεθνούς ενδιαφέροντος. Ο ρόλος του Τύπου, πέρα από τον βιοπορισμό που μπορεί να προσφέρει στους εμπλεκόμενους, ήταν για μας ξεκάθαρος: Είτε η συγκάλυψη της αλήθειας είτε η άσκηση ενός όχι και τόσο αξιοπρεπούς επαγγέλματος (συνυφασμένου κατά κανόνα με μορφές εκβιασμού: γράφω αυτό αν… ή δεν γράφω αυτό αν… ή το γράφω αλλιώς αν…).

Πριν προχωρήσω σε κάποια παραδείγματα, ας μου επιτραπεί μια περιγραφή σε αδρές γραμμές της κυρίαρχης ιδεολογίας των αφεντικών. Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλόκ, παίζουν πια σχεδόν χωρίς αντίπαλο. Όμως αυτό δεν τους αρκούσε, έπρεπε να διαλύσουν μαζί με τα απομεινάρια του κολλεκτιβισμού και κάθε αίσθημα συλλογικότητας. Τότε μόνο θα μπορούσαν να μοιραστούν ανενόχλητοι τον αμύθητο πλούτο που παράγει η νέα τεχνολογία και η ζαλισμένη ανθρωπότητα. Όταν καθένας άνθρωπος του πλανήτη δεν θα είναι πια παρά μια μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης, δίχως ρίζες και δεσμούς με τον τόπο και την κοινωνία που τον ανέθρεψε, τότε η επικράτησή τους θα είναι απόλυτη. Έτσι μας προέκυψε η πολυπολιτισμικότητα και ο αντιεθνικισμός, η αγιοποίηση των μεταναστών και των μειονοτήτων, η κατασυκοφάντηση του παρελθόντος και των μεγάλων ενοποιητικών μορφών του, η αποδόμηση του εθνικού κράτους μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και των ΜΚΟ κτλ κτλ.

            Ποια είναι τα κόλπα με τα οποία περνάνε εμμέσως από τα έντυπα ΜΜΕ όλα τούτα; Η επιλογή των ειδήσεων: Τι θα δημοσιευθεί και τι όχι. Είναι για παράδειγμα είδηση προς αναπαραγωγή η τάδε προκλητική δήλωση ενός μειονοτικού παράγοντα της Θράκης ή όχι; Ακόμη κι όταν είναι δεδομένο ένα γεγονός, γίνεται είδηση στην συνείδηση του κόσμου μονάχα αν νομιμοποιηθεί από τα κατεστημένα ΜΜΕ. Το γραψε καμμιά αθηνοφυλλάδα; Το έπαιξε κανένα από τα βοθροκάναλα; Αν ναι, καλώς. Αλλιώς είναι σαν να μην συνέβη. Η αποσπασματικότητά τους: Όταν θέλουμε συνδέουμε μια είδηση με άλλες συναφείς για να φωτιστεί το νόημά της, αλλιώς την αφήνουμε μετέωρη και χωρίς νόημα. Τι σημαίνει ότι είχαμε μια επίθεση αυτοκτονίας στην Ιερουσαλήμ; Μήπως αν παρετίθετο και η χθεσινή αεροπορική επιδρομή του Ισραήλ κατά αμάχων έδειχνε αλλιώς; Τι σημαίνει μια δολοφονία τριών αλλοδαπών από Αλβανό ένοπλο; Μήπως η παράθεση μερικών στατιστικών για την βαρειά εγκληματικότητα των Αλβανών θα έλεγε κάτι; Η διατύπωσή τους: Είναι το ίδιο να γράψεις ότι «δέκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε συγκρούσεις στο Ιράκ» και να γράψεις ότι «οι Κατοχικές Δυνάμεις των ΗΠΑ επιτέθηκαν και σκότωσαν δέκα Ιρακινούς, εκ των οποίων οι 8 ήταν άμαχοι»; Ποιες μαρτυρίες παραθέτεις στο άρθρο (εμπλεκομένων ή ουδέτερων) και τι διαλέγεις να προβάλεις από αυτές; Ποια είναι η τελευταία φράση του άρθρου που εντυπώνεται καλύτερα στον αναγνώστη; Η τιτλοφορία τους: Ως γνωστόν ο τίτλος ενός άρθρου είναι το παν για τις εντυπώσεις του αναγνώστη, πόσο μάλλον που οι περισσότεροι σταματάνε την ανάγνωση εκεί. Όταν λοιπόν επιγράφεις την πώληση του ΟΤΕ, για να πάμε σε κάτι επίκαιρο, με τη φράση «στρατηγική συμμαχία με την Ντόιτσε Τέλεκομ» κι όχι π.χ. «στους Γερμανούς ξεπουλήθηκε ο ΟΤΕ», προφανώς προωθείς την εκποίηση του δημόσιου πλούτου, ακόμη κι αν το κείμενο που ακολουθεί και τις δύο φορές δεν διαφέρει καθόλου. Οι συνοδευτικές φωτογραφίες: Μια ελκυστική φωτογραφία θα αναδείξει το κείμενο, η απουσία της το θάβει. Επίσης, για έναν κακό – τύπου Αχμαντινετζάντ – υπάρχουν μόνο φωτογραφίες με μορφασμούς, εκφράσεις κωμικές κτλ, ενώ για έναν καλό, έστω και διανοητικά καθυστερημένο σαν τον Μπους ή σήριαλ κίλερ σαν τον Μπλαίρ αυτό δεν το βλέπεις πουθενά. Η χρησιμοποιούμενη ορολογία: Ο Τσάβες είναι ένας «λαϊκιστής ηγέτης» ή ο «δημοφιλής πρόεδρος» της Βενεζουέλας; Η Χεζμπολά είναι μια «τρομοκρατική οργάνωση» ή «ο σωτήρας του Λιβάνου στον πόλεμο του 2006»; Το Ριζοσπαστικό Κόμμα της Σερβίας είναι «το μεγαλύτερο κόμμα» της χώρας ή «το αντιευρωπαϊκό» της κόμμα; Η ετερόκλητη παράθεσή τους: Το βλέπουμε πια παντού, ότι μια επικείμενη μεταγραφή ποδοσφαιρικής ομάδας ή μία ανακοίνωση γάμου δύο κινηματογραφικών αστέρων παρατίθεται δίπλα σε ένα νομοθέτημα που καταστρέφει χιλιάδες ζωές ή και σε έναν πόλεμο. Η κατάργηση οποιασδήποτε αξιολόγησης των ειδήσεων και διάκρισης σημαντικών και ασήμαντων, είναι το μεταμοντέρνο δόγμα της αγοραίας ισοτιμίας των πάντων και έχει εφαρμογή παντού, όχι μόνο στην ειδησεογραφία. Εφόσον, λέει, κάποιοι ενδιαφέρονται τόσο ζωηρά για τον Μιζαναβολικό ή τον Παναθλιακό «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τις προτιμήσεις τους»! Θυμάμαι χαρακτηριστικά την Χριστίνα Κουλούρη, η οποία είναι επικεφαλής της ομάδας συγγραφής βιβλίων ιστορίας κοινών για τους βαλκανικούς λαούς στο Κέντρο για την Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη, να μιλάει στην Κομοτηνή για τις πολλαπλές ταυτότητες καθενός μας (εθνική, θρησκευτική, σεξουαλική…) και να αναφέρεται στην οπαδική που μάλιστα «πολλοί δείχνουν να την θεωρούν επικρατέστερη όλων στη ζωή τους»! Πόσο βολική είναι η λοβοτομή των μαζών για όσους θέλουν να μας σαλαγάνε σαν πρόβατα, έ;

            Θα μπορούσαμε να μπούμε σε άπειρες λεπτομέρειες και σε μιαν απέραντη περιπτωσιολογία, αν αυτό θεωρούσαμε ότι θα είχε νόημα, όμως δεν το βλέπω σκόπιμο. Πώς αντιμετωπίζεται, θα αναρωτιόταν εύλογα κανείς, αυτή η κατάσταση; Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να μας ενδιαφέρει; Ναι, απαντούμε εμείς, εφόσον θέλουμε να λογαριάζουμε τον εαυτό μας για ανθρώπους ζωντανούς και αξιοπρεπείς. Κι αυτό το τελευταίο, δυστυχώς, δεν είναι πια και τόσο αυτονόητο όπως ακούγεται. Αυτό που ζούμε στις μέρες μας είναι μια τεράστια παρακμή, μια προσχώρηση στη μοιρολατρεία και στο τίποτε. Δεν κατάλαβα, επειδή δηλαδή η επί χρόνια αριστερή πρωτοπορία της κοινωνίας παραιτήθηκε ενώπιον των αδιεξόδων της – ή και προσχώρησε στον αντίπαλό της – κι επειδή η καημένη η συντήρηση δεν γνωρίζει πια τι πρέπει να συντηρήσει και τι όχι, θα πάμε όλοι άκλαφτοι; Τον κόσμο ίσως δεν μπορούμε να τον αναποδογυρίσουμε, όμως και τους χαζούς δεν μπορούμε να τους παριστάνουμε. Την αλήθεια όλη δεν μπορούμε να τη γνωρίσουμε, όμως και τα χονδροειδή ψέμματα είμαστε σε θέση να τα αναγνωρίσουμε. Και πετάμε στα μούτρα των προσκυνημένων και των ανεγκέφαλων τη φωνή μας. Γράφοντας για τα πάντα, από την άκρη της Ελλάδος, με τρόπο ρηξικέλευθο, ώστε να ενδιαφέρει Έλληνες σε όλη την επικράτεια. Χρησιμοποιώντας λόγο πρωτότυπο και αιρετικό, κάποιες φορές αυτοσχεδιαστικό, ακόμη και εκφράσεις που σοκάρουν, χωρίς κανέναν σεβασμό στα ταμπού της σύγχρονης κοινωνίας, με όλη την ψυχή μας στο χαρτί. Η γραφή μας κατά κανόνα στο παραδοσιακό, το λεγόμενο πολυτονικό, σύστημα θέλει να δώσει μιαν ακόμη μαρτυρία πως επιμένουμε στο δικαίωμα της μνήμης, της αισθητικής μέριμνας, της γλωσσικής συνέχειας. Θα ξαναπούμε τις αιώνιες ανθρώπινες αλήθειες, θα ξαναδιαβάσουμε την ελληνική Ιστορία, θα ξαναβρούμε στην τρέχουσα πραγματικότητα τον καημό της Ρωμηοσύνης με τρόπο όμως νεωτερικό, αφού όλοι είμαστε παιδιά της εποχής μας. Καταφέραμε κάτι; Το αποτέλεσμα μέχρι σήμερα μας δικαίωσε πέρα από κάθε μας αισιόδοξη πρόβλεψη. Άλλοι μπορεί να τα κατάφερναν ακόμη καλύτερα, μακάρι να υπάρξουν κι εύχομαι οι Σέρρες να είναι ο τόπος μιας τέτοιας αυριανής προσπάθειας. Παραμένουμε μικροί; Ναι, αλλά κι ο σπόρος είναι μικρός, ωστόσο μπορεί να γεννήσει ένα θεόρατο δέντρο. Ή, για να ανατρέξουμε στη φωτογραφία που έχουμε επιλέξει για εισαγωγή στην ιστοσελίδα μας και που χρησιμοποιούμε συνήθως στα γενέθλιά μας – είναι μια θαυμάσια φωτογραφία από τη «Θυσία» του Ταρκόφσκι, με ένα παιδάκι ξαπλωμένο κάτω από ένα ξερό δέντρο που το ποτίζει – φυτέψαμε ένα δέντρο σε συνθήκες απαγορευτικές, κρυφοελπίζοντας σε μια θαυματουργή του άνθιση.

none


ΕΞΩ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΑΚΗ
ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ ΤΩΡΑ!



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Τουρκικά Νέα
Ο τουρκόφωνος τύπος στη Θράκη και στον Κόσμο


Παρατηρητήριο Μέτε
Τα νέα του ψευδομουφτή Ξάνθης Αχμέτ Μέτε


Ένα Καράβι Για Τη Γάζα | ShipToGaza.gr
Ενα Καράβι Για Τη Γάζα



Σχετικά...

Αρθρογραφία

Μόνιμες στήλες

ΑΡΧΕΙΟ

Λέξεις

Επισκέπτες

free counters