Είναι γνωστό ότι ζούμε σε μια «δημοκρατία» που είναι στην πραγματικότητα κομματοκρατία – ολιγαρχία. Οι κομματικοί μηχανισμοί είναι αυτοί που αναδεικνύουν πρόσωπα και δυνάμεις στο πολιτικό σκηνικό και, βέβαια, τους κομματικούς αυτούς μηχανισμούς κάποιοι έχουν την ευχέρεια να τους κατευθύνουν ή πάντως να τους ελέγχουν. Έτσι μας προκύπτει κάθε 3-4 χρόνια και μια κυβέρνηση «δημοκρατικά εκλεγμένη» που νομιμοποιεί τη μέσω αυτής παρέμβαση των ισχυρών που διαπλέκονται μαζί της. Κάπως έτσι μας προέκυψε και η σημερινή κυβέρνηση, με υπουργό επί των Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου.

Ο Γιώργος Παπανδρέου έχει μια δική του αντίληψη για το τι σημαίνει εξωτερική πολιτική της χώρας μας, τι σημαίνει εθνικό συμφέρον, τι σημαίνει Ελλάδα τελικά και Έλληνας. Αυτά δεν είναι κάτι άγνωστο (συζητήθηκε αλλά και καταγγέλθηκε επανειλημμένως) ούτε περίεργο (λαμβανομένης υπόψη της παιδείας και της καταγωγής του) ούτε και μεμπτό: πάντα οι διαφορετικές απόψεις εμπλουτίζουν και μπορούν να λειτουργήσουν γόνιμα στη Χάραξη μιας πολιτικής. Ζήτημα, κατά την ταπεινή μας άποψη, δημιουργείται όταν η εξωτερική πολιτική της χώρας αλλάζει συνολικά στην αρχή ανομολόγητα, σε πλήρη αντίθεση με τη γνώμη του Διπλωματικού Σώματος και του πολιτικού προσωπικού της χώρας, ακόμη και επιφανών μελών της ίδιας της κυβέρνησης. Όταν επιβάλλεται μια προσωπική πολιτική μέσω φίλων, συμβούλων, νεόκοπων συνεργατών, δημοσίων σχέσεων και με την έμμεση αλλά προφανή υποστήριξη ανθρώπων που έχουν δώσει από χρόνια το ιδεολογικό τους στίγμα πρεσβεύοντας έναν καταστατικό εθνομηδενισμό και έναν «κοσμοπολιτισμό» χιλιαστικής ευήθειας (για τους «καχύποπτους»). Πώς μπορεί κανείς να νιώσει ασφαλής για το μέλλον, όταν βλέπει να διαχειρίζονται ζωτικά συμφέροντα του τόπου του άτομα που πάντα αντιμετώπιζαν με ειρωνική και συγκαταβατική αν όχι επιθετική διάθεση οτιδήποτε χαρακτηρίζονταν «εθνικό» ή «ελληνικό»; Και βλέπει ότι, βασικά ελέω ΥΠΕΞ, αυτό το «κύκλωμα» βρίσκεται πλέον παντού στα πράγματα (με το αζημίωτο, φυσικά…) και με μια «περίεργη» (κι ολοένα μεγαλύτερη) ευχέρεια αναπαράγει τον εαυτό του;

Ίσως τα παραπάνω να ήταν υπερβολικά πολλά για εισαγωγή στο προκείμενο θέμα. Όμως αφενός διευκρινίζουν τη στάση μας έναντι του προσώπου του σημερινού υπουργού κι αφετέρου φωτίζουν το ζήτημα της πολιτικής στη Θράκη, έτσι όπως διαγράφεται με το λεγόμενο «Δίκτυο Δήμων Ανατολικής – Δυτικής Θράκης».

Το Δίκτυο αυτό θα είναι η ένωση δεκάδων δήμων και φορέων από το, ελληνικό και το τουρκικό τμήμα της Θράκης, που «θα συντάσσει σχέδια συνεργασίας και θα σχεδιάζει συνοριακές δράσεις, θα προωθεί τη διασυνοριακή και διαπεριφερειακή συνεργασία, θα αναπτύξει πρωτοβουλίες συνεργασίας με μη κυβερνητικές οργανώσεις και φορείς», κ.λπ.

Μιλάμε δηλαδή για μια άτυπη και χαλαρή πλην υπαρκτή και νομοθετημένη σύζευξη της ελληνικής Θράκης με την Τουρκία. Από τη μια μεριά ένα τμήμα της χώρας μας μάλλον φτωχό τμήμα της χώρας μας μάλλον φτωχό εθνικό κορμό γεωγραφικά και οικονομικά κι από την άλλη το πλουσιότερο και πολυπληθέστερο τμήμα της γείτονος. Από τη μια μεριά μια μειονότητα στρατηγικής σημασίας για το αντιδημοκρατικό τουρκικό καθεστώς εντός του Δικτύου και από την άλλη το λείψανο της ελληνικής παρουσίας σε Πόλη, Ίμβρο και Τένεδο εκτός του Δικτύου. Εάν δε αυτό συνδυαστεί και με τις παράλληλες, αμέτρητες, ελληνοτουρκικές συμπράξεις και τη νομιμοποιημένη πλέον ταύτιση των μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης με τη «μητέρα Πατρίδα» (βλέπε και άρθρο για το συνέδριο των «Τούρκων Δυτικής Θράκης»), δεν είναι εθναμυντωρισμός να διαπιστώνει κανείς την κατάρρευση όλων των αντιστάσεων που είχε η εθνική μας πολιτική έναντι του επεκτατικού αναθεωρητισμού της Τουρκίας και του αλυτρωτισμού των ανθρώπων της στη Θράκη. Θα εκλείψουν αυτά με τις νέες συνθήκες. Πολύ καλό για να γίνει πιστευτό και καμία ένδειξη περί τούτου δεν έχουμε.

Το σχέδιο, λοιπόν, αυτού του Δικτύου, υποτίθεται πως είναι μια πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης, σαν να λέμε των πολιτών, από τις δυο μεριές του Έβρου, με κυρίαρχο το ρόλο του δημάρχου Σαπών, Ντίνου Χαριτόπουλου (που προ ετών ξαφνικά έγινε κουμπάρος με τον Γιώργο Παπανδρέου…) και με τη σύμφωνη γνώμη των δημοτικών συμβουλίων του τόπου. Η αποθέωση της υποκρισίας! Αφήνοντας κατά μέρος την προκλητική διγλωσσία της κυβέρνησης και την καταδικαστέα «ιδιωτική εξωτερική πολιτική» και για την καλοδεχούμενη «διπλωματία των πολιτών» (αναλόγως αν ελέγχεται η κατάσταση ή όχι), μένουμε στη δήθεν «τοπική πρωτοβουλία». Οι μέχρι τώρα πληροφορίες μας από τους κατά τόπους δήμους επιβεβαιώνουν αυτό που εξαρχής πιστεύαμε: δεν γίνεται συζήτηση επί της ουσίας πουθενά, σύμβουλοι αλλά και δήμαρχοι αγνοούσαν το τι είδους καταστατικό καλούνται να υπερψηφίσουν και οι όποιες αντιρρήσεις ξεπερνιούνται και οι όποιες αντιρρήσεις ξεπερνιούνται με το ακαταμάχητο επιχείρημα της άνωθεν εντολής! Ακόμα κι εκεί που κάποιος δήμος είχε αντιρρήσεις για τη συμμετοχή του, έπεσαν τα πιεστικά τηλεφωνήματα και η τοπική αυτοδιοίκηση «κατάλαβε το σφάλμα της»…

Μήπως είναι κανείς τόσο αφελής που να πιστεύει ότι υπάρχει κυβερνητική εποπτεία στην Ελλάδα για το εγχείρημα και δεν υπάρχει στην Τουρκία; ‘Η μήπως θεωρεί ότι η «κοινωνία των πολιτών» είναι περισσότερο ισχυρή κι αυτόνομη εκεί παρά εδώ; Μήπως, τέλος, πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι άλλαξε ο στρατηγικός σχεδιασμός της φασιστογείτονος σε βάρος μας λόγω του… Ελσίνκι;

Να πούμε για το όνομα (ΘΡΑΚΗ) της τουρκικής αστικής εταιρείας που θα δικτυωθεί με τη δική μας; Να πούμε για το γεγονός ότι η ελληνική αστική εταιρία δεν προβλέπεται να διαλυθεί ακόμη κι αν φύγουν οσαδήποτε μέλη της; Δηλαδή ότι μπορεί να μείνει ο δήμος Σαπών και η φιλαρμονική του(!) και να εκπροσωπούν όλη την ελληνική Θράκη; Να πούμε για το ποιοι γνωστοί επαγγελματίες πλέον σύμβουλοι θα «στελεχώσουν» το Δίκτυο; Αυτά είναι μάλλον λεπτομέρειες ήσσονος σημασίας. Το κυριότερο ζήτημα είναι ότι ένα ακόμη μοδάτο και ψευδεπίγραφο εργαλείο δημιουργείται για την αμφιλεγόμενη πολιτική του σημερινού ΥΠΕΞ, σε ένα θέμα τεράστιο, που δεν μπορούμε να παίζουμε τις κουμπάρες…

Κώστας Καραΐσκος,

«Άμυνα και Διπλωματία», τ. 112, Αύγουστος 2000


none