του Ν.Δαπέργολα

                                               Δρα Ιστορίας του ΑΠΘ

     Είναι γνωστή βεβαίως πλέον η ιστορία με τη λεγόμενη αποδομητική σχολή, δηλαδή μια ομάδα λόγω μεν ιστορικών, έργω δε γραικύλων, που σχετίζονται ενεργά με διάφορα νεοταξίτικα όργανα (όταν φυσικά δεν παίζουν απλώς τον ρόλο των – κατά Βλαδίμηρο Λένιν – «χρησίμων ηλιθίων του συστήματος») και που χρησιμοποιώντας κατά το δοκούν τις ιστορικές πηγές, προωθούν τον στόχο του αποχρωματισμού του ιστορικού μας παρελθόντος. Για μας τους…«άλλους» ιστορικούς, που δεν μάθαμε να…συμπεριφερόμαστε στις πηγές με τη γνωστή προκρούστεια μέθοδο, ώστε να «επιβεβαιώνουν» ντε και καλά τις ιδεοληψίες μας, ετούτη η ιστορία είναι γνωστή στην Ελλάδα εδώ και 20 τουλάχιστον χρόνια, αν και βέβαια ο πολύς κόσμος ήταν μάλλον ανυποψίαστος ως τη στιγμή που εμφανίστηκε το εκκωφαντικό ανοσιούργημα της αξιότιμης κυρίας Ρεπούση (στην οποία βεβαίως για τον λόγο αυτό μάλλον θα πρέπει να χρωστούμε και…ευγνωμοσύνη, καθότι με το τόσο βλακωδώς απροκάλυπτο πόνημά της αφύπνισε πολλές συνειδήσεις). Για τους κάπως πιο υποψιασμένους βέβαια το πρώτο εμβληματικό ίσως έργο αυτού του αποδομητικού κλίματος υπήρξε το διαβόητο «Τι είν’ η πατρίδα μας», το 1997, όπου οι κυρίες Δραγώνα, Φραγκουδάκη, Αβδελά και άλλα ερίτιμα μέλη από αυτό το κωμικό σινάφι των ελληνοφοβικών που παριστάνουν τους μελετητές, εξέμεσαν διάφορα απίστευτα για την ελληνική εθνογένεση.

     Χοντρικά και σχηματικά, σύμφωνα με τον εν λόγω ψευτο-επιστημονικό συρφετό (στον οποίο περίοπτη θέση κατέχουν ακόμη «ιστορικοί» σαν τον Λιάκο, τον Βερέμη, τον Κιτρομηλίδη, την Κουλούρη, την Αναγνωστοπούλου κ.α.), η εθνογένεση αυτή χρονολογείται στον ύστερο 19ο αιώνα, μετά δηλαδή από την Επανάσταση του ’21. Αυτήν δεν την έκαναν συνεπώς εξ αίματος Έλληνες (τέτοιοι δεν υπήρχαν πια), αλλά ένα συνονθύλευμα από απογόνους Σλάβων, Βλάχων και κυρίως Αλβανών, που απλώς χάρη στη Γαλλική Επανάσταση και τον Διαφωτισμό επιζητούσαν ελευθερία, λαμβάνοντας έμπνευση και από ένα τεχνητό ρομαντικό αρχαιοελληνικό παρελθόν. Το λεγόμενο νεοελληνικό έθνος προέκυψε αργότερα, στην προσπάθεια να επιτευχθεί η εσωτερική ομοιογένεια του ελληνικού βασιλείου. Και επρόκειτο ουσιαστικά για μία εθνογένεση τεχνητή.

     Και μετά το πόνημα της Ρεπούση (ευκλεούς εξάλλου τέκνου της ίδιας ομάδας), φτάσαμε βεβαίως και στη νέα μετωπική επίθεση μέσα από το πρόσφατο τηλεοπτικό περίττωμα του Σκάι «1821-Η γέννηση ενός έθνους» (το β΄ μέρος του τίτλου παραπέμπει σε αυτό που σας προανέφερα, άσχετα βεβαίως που λόγω αντιδράσεων το απέσυραν αμέσως). Και ασφαλώς για το πρώτο επεισόδιο έχουμε ήδη ξαναμιλήσει, όπου ακούσαμε για την ανεξιθρησκεία και τις ευρύτερες φιλελεύθερες συνθήκες ή για την οικονομική ανάκαμψη και άνθηση των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας. Ούτε λέξη φυσικά για τους μαζικούς εξισλαμισμούς, για την απόλυτη καταισχύνη του «ραγιά» και γενικά για την πιο βάρβαρη σκλαβιά που γνώρισε ποτέ ο τόπος. Το ίδιο όμως αντι-ιστορικό παραλήρημα συνεχίστηκε ασφαλώς και στα υπόλοιπα επεισόδια. Με συνεχείς προσπάθειες συμψηφισμού μεταξύ των δήθεν αγριοτήτων που διεπράχθησαν «και από τις δύο πλευρές» (η γνωστή γελοία καραμέλα της εξίσωσης θυτών και θυμάτων), αλλά και με συνεχή προσβλητικά σχόλια για τους αγωνιστές και τη δράση τους (όπως π.χ. τον δήθεν ρόλο του Κολοκοτρώνη στην περίφημη σφαγή της Τριπολιτσάς). Κυρίως όμως συνεχίστηκε με συνεχείς υπαινιγμούς για τη μη ελληνική προέλευση των επαναστατών (προφανώς για να το…εμπεδώσουμε). Θυμίζω ότι μέχρι και το νανούρισμα που ακούστηκε στο δραματοποιημένο στιγμιότυπο όπου η Μεσολογγίτισσα μάνα κοίμιζε το μωρό της λίγο πριν την ηρωική Έξοδο, αλβανικό νανούρισμα ήτανε (και φυσικά μιλάμε εννοείται για πλήρη ταύτιση των αλβανόφωνων με Αλβανούς, δεν συζητάμε δηλαδή καν το να πέρασε έστω και ως απλή…υπόνοια το ενδεχόμενο να επρόκειτο για γλωσσικά εξαλβανισμένους Έλληνες – κάτι σαν τους τουρκόφωνους Έλληνες της Καππαδοκίας – και ειδικά σε μια περιοχή, που, όπως δείχνει και η δράση του πατρο-Κοσμά, τόσο υπέφερε η ελληνική γλώσσα και παιδεία).

     Το πόσο όμως επιστημονική είναι αυτή η παρεούλα των δήθεν ιστορικών, το βλέπουμε συνεχώς στην πράξη. Και το είδαμε και πρόσφατα για μια ακόμη φορά με πολύ εύγλωττο τρόπο σε σχέση με ένα ζήτημα (εκείνο του λεγόμενου Κρυφού Σχολειού), που αποτελεί μόνιμο καρφί στα μάτια των εθνοαποδομητών και του οποίου την ύπαρξη αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας, Το επιχείρημά τους είναι ότι η οθωμανική κυβέρνηση ποτέ δεν απαγόρευσε την ελληνική παιδεία, επειδή δεν την ενδιέφερε τίποτε άλλο πλην της συλλογής των φόρων. Και όχι φυσικά ότι αυτό το επιχείρημα δεν είναι ορθό, αλλά αποτελεί απλώς τη μισή αλήθεια – κι όπως ξέρουμε καλά, η μισή αλήθεια είναι απλώς ο καλύτερος τρόπος για να πεις τελικά ψέματα. Το αντεπιχείρημα των (σ.σ. κανονικών) ιστορικών είναι πως μέσα σε μια περίοδο 5 αιώνων, υπήρξαν κατά τόπους και κατά επιμέρους εποχές φαινόμενα σκλήρυνσης της στάσης των κατακτητών απέναντι στους ραγιάδες, όχι κατ’ ανάγκη με ευθύνη της κεντρικής εξουσίας (βλ. π.χ. περίπτωση των φανατικών γαιοκτημόνων Ντερεμπέηδων του Πόντου, που ήταν υπεύθυνοι για τους βίαιους μαζικούς εξισλαμισμούς του 17ου αιώνα). Τότε ήταν λοιπόν που υπήρξαν και τα αντίστοιχα φαινόμενα αυτού που σχηματικά αποκαλούμε Κρυφό Σχολειό, της απόπειρας δηλαδή μέσα σε καιρούς κρίσης και διωγμών να διασωθεί η ελληνική λαλιά – με την ευθύνη βεβαίως όσων μπορούσαν να το κάνουν, ήτοι όσων γνώριζαν λίγα γράμματα και που ως επί το πλείστον ήταν παπάδες και καλόγεροι. Αυτό έλεγαν απλώς οι ιστορικοί της…παλιάς σχολής – και όχι φυσικά ότι επρόκειτο για μόνιμη και γενικευμένη κατάσταση, πόσω δε μάλλον και «θεσμοθετημένη» από τη διοικούσα Εκκλησία της Τουρκοκρατίας. Και αυτό είναι και η αλήθεια, την οποία βεβαίως οι αποδομητές έχουν επιλέξει να την αγνοούν.

     Πριν από λίγες μέρες όμως ο Θάνος Βερέμης ευρεθείς στην εκπομπή «Νέοι Φάκελοι» του Σκάι και ερωτηθείς απ’ τον Παπαχελά να του απαντήσει ξεκάθαρα αν υπήρχε ή όχι Κρυφό Σχολειό, ξέρετε (ω του θαύματος) τι του αποκρίθηκε; Ότι πράγματι υπήρξε «στην εποχή του Κοσμά Αιτωλού, αλλά και σε διάφορες άλλες περιόδους, όπου πραγματοποιήθηκαν μεγάλοι και συστηματικοί εξισλαμισμοί»(!!!) Αυτό δηλαδή ακριβώς που λέγαμε κι εμείς έως τώρα (κι η παρέα του Βερέμη μας αποκαλούσε…εθνικόφρονες). Άρα λοιπόν δεν ήταν απλός «εθνικός μύθος», ως κατώμνυε το τηλεοπτικό του φερέφωνο ο Τατσόπουλος στη συζήτηση μετά το πρώτο επεισόδιο του τηλε-σκουπιδιού του Σκάι (και μάλιστα του ιδίου του Βερέμη παρισταμένου εις το…πάνελ και σιωπηρώς συναινούντος)! Και επιπλέον όμως δεν ήταν μύθος ούτε κι οι μαζικοί εξισλαμισμοί, αφού (ευτυχώς) το μάθαμε πλέον κι αυτό δια στόματος Βερέμη, οπότε μάλλον μας τελείωσαν κάπου εδώ και τα υπόλοιπα άκρως ειδυλιακά που ο ίδιος κι οι συνεργάτες του μας ανακοίνωναν (στο ίδιο επεισόδιο) για το κλίμα ανεξιθρησκείας, αρμονικής συνύπαρξης και ανάπτυξης που υπήρχε στην Τουρκοκρατία!

     Αν τώρα κάποιος αναρωτιέται τι συνέβη ή τι άλλαξε μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες και επήλθε τοιαύτη μεταβολή στον (ούτως ή άλλως ευφάνταστο) εγκέφαλο του κυρίου Βερέμη, η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή: απολύτως τίποτε. Ούτε κάποια νέα ιστορική πηγή (πιστέψτε με) ανακαλύφθηκε, ούτε ο προρρηθείς έτυχε σε κάποιο ιστορικό συνέδριο, όπου επείσθη για το εσφαλμένο των παλαιότερων απόψεών του, αλλά ούτε και εφωτίσθη (εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζω) δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος. Είναι απλούστατα χιλιο-παρατηρημένο ότι τα μέλη αυτής της αποδομητικής «σχολής» μπορεί να είναι λαλίστατα όταν μιλούν από καθέδρας και χωρίς αντίλογο ή όταν γράφουν στις φιλονεοταξίτικες φυλλάδες που τους φιλοξενούν, δεν μπορούν όμως να αντέξουν σε καμμία απολύτως επιστημονική αντιπαράθεση με (σ.σ. κανονικούς) ιστορικούς, για τον πολύ απλό επίσης λόγο ότι οι τελευταίοι βασίζονται στις πηγές. Οι ίδιοι αντίθετα βασίζονται μόνο σε επιλεγμένες και σκόπιμα παραχαραγμένες πηγές και φυσικά το ξέρουν (άλλωστε οι ίδιοι είναι που τις…παραχάραξαν), όπως ασφαλώς ξέρουν και το ότι όσα εκτρωματικά διατείνονται είναι παντελώς ατεκμηρίωτα. Από επιστημονικής άποψης, είναι πασίδηλοι απατεώνες – και επίσης το ξέρουν. Πώς να μπορέσουν λοιπόν να υπερασπιστούν τις συνειδητές ψευτιές τους, όταν παρακάθηνται σε τηλεοπτικά τραπέζια, όπου παρευρίσκονται και άλλοι που δεν είναι του φυράματός τους και δεν συμμερίζονται τις κωμικές απόψεις τους;

     Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που συμβαίνει τέτοια οπισθοχώρηση (όπως η προρρηθείσα στην εκπομπή του Παπαχελά), ούτε το μόνο ζήτημα στο οποίο υπαναχωρούν (άτακτα ή συντεταγμένα). Υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά – και πολύ πρόσφατα – επεισόδια από τον…βίο και την πολιτεία αυτής της ψευτο-ιστορικής ελληνοφοβικής μάζωξης, που αποδεικνύουν πόσο κωμικοτραγικά ευάλωτοι είναι, όποτε απέναντί τους συναντούν πραγματικούς ιστορικούς με δομημένο επιστημονικό λόγο, αλλά και υπό έτερες (ακόμη πιο…light) συνθήκες πίεσης. Θα αναφέρω στη συνέχεια κάποια από αυτά, γιατί είναι καιρός να πέσουν επιτέλους μια και καλή οι μάσκες για δαύτη την ψευδεπίγραφη συμμωρία που σφετερίζεται την ιδιότητα του «ιστορικού» και προσβάλλει εδώ και χρόνια τόσο βάναυσα κάθε έννοια πραγματικής επιστημονικής σκέψης…

    Άλλη μία παρόμοια λοιπόν πολύ χαρακτηριστική περίπτωση ήταν βεβαίως και εκείνη με την περίφημη ευλογία των όπλων από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Η αντιμετώπιση του εν λόγω συμβάντος από την παρέα των αποδομητών είναι πραγματικά ενδεικτικότατη του ψευδο-επιστημονικού, ύπουλου και ουσιαστικά χυδαίου τρόπου με τον οποίο κινούνται και παραχαράσσουν την Ιστορία. Μύθος είναι – μας λένε – αυτό το περιστατικό, γιατί ο Γερμανός δεν ήταν στις 25 Μαρτίου στη Μονή της Λαύρας και καμμία σύναξη δεν έγινε εκείνη τη μέρα εκεί. Και φυσικά αυτό είναι αλήθεια – μόνο που είναι η μισή αλήθεια και, όπως γνωρίζουμε καλά, οι μισές αλήθειες είναι ο καλύτερος τρόπος για να πεις τα μεγαλύτερα ψέματα. Αν πεις μόνο αυτό και σταματήσεις εκεί, ποια εντύπωση θα σχηματιστεί μοιραία στο μυαλό κάποιου που δεν γνωρίζει; Ότι όλα όσα μάθαμε παλιά στο σχολείο ήταν ψέματα, ότι καμμία τελετή ευλογίας των όπλων δεν συνέβη, ότι ο μητροπολίτης Γερμανός δεν έπαιξε κανένα ρόλο στα πράγματα (μη σας πω δε ότι μπορεί να τα είχε και…πλακάκια με τους Τούρκους)! Γιατί όμως δεν μας λένε και την άλλη μισή (και πολύ σημαντικότερη) αλήθεια ότι ο Γερμανός ήταν βασικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας και τα ευλόγησε πράγματι τα όπλα στη Λαύρα αλλά στις 18 Μαρτίου, ενώ στις 23 Μαρτίου έπραξε ακριβώς το ίδιο και στην πλατεία της Πάτρας (και ότι συνεπώς το «σφάλμα» δεν ήταν η επινόηση ενός περιστατικού εκ του μη όντος, αλλά απλώς η εκ παραδρομής σύγχυση (από τον Γάλλο Πουκεβίλ) 2 διαφορετικών συμβάντων και η χρονική τους μετατόπιση – σιγά το πράγμα δηλαδή – στην 25η Μαρτίου που επί Όθωνα ορίστηκε ως εθνική επέτειος); Γιατί τα αποκρύπτουν όλα αυτά τόσο επιμελώς, ενώ φυσικά τα γνωρίζουν, όπως αποδεικνύει το ότι δεν έχουν τι να αντιλέξουν, όταν κάποιος τους τα επισημαίνει δημόσια; Γιατί βέβαια αυτό ακριβώς συνέβη σε μία από τις συζητήσεις μετά την προβολή των τηλε-σκουπιδιών του «1821», όπου όταν κάποιος ιστορικός επισήμανε τι πραγματικά έκανε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο πολύς κύριος Βερέμης μάς άφησε κυριολεκτικά…ξερούς, ψελλίζοντας το εξής εκπληκτικό: «Ε, εντάξει, πάντως ανήμερα της 25ης Μαρτίου στη Λαύρα δεν ήτανε»(!!!). Αναλόγως εκπληκτική ήταν όμως (σε άλλη τηλε-συζήτηση του ίδιου κύκλου στον «Σκάι») και η απάντηση της αξιότιμης κυρίας Χριστίνας Κουλούρη (ετέρου εκλεκτού μέλους της…παρεούλας και εκ των συγγραφέων – για να μην ξεχνιόμαστε – της επιδοτούμενης από τον Σόρος τετράτομης και πλήρως αποδομημένης «Βαλκανικής Ιστορίας»), όταν απέναντι στις γνωστές γελοίες πομφόλυγες περί ελληνικής εθνογένεσης μετά την Επανάσταση του ’21, άλλος ιστορικός της επισήμανε ότι φυσικά και προϋπήρχε το ελληνικό έθνος ακριβώς με τη σημερινή του μορφή και αυτοσυνειδησία ήδη από την εποχή της Φραγκοκρατίας (τουλάχιστον). «Με τον όρο “έθνος” δεν εννοούμε το έθνος, όπως το συνηθίσαμε έως τώρα ως έννοια» του είπε η Κουλούρη, «αλλά το έθνος-κράτος ως πολιτική οντότητα που προκύπτει ως απόρροια της Γαλλικής Επανάστασης»! Άραθα-μάραθα δηλαδή! Γιατί το ελληνικό έθνος-κράτος βεβαίως και προκύπτει μετά το 1821, όταν όμως μιλάμε για εθνογένεση, τελείως άλλο πράγμα στην πραγματικότητα εννοούμε και καθόλου αυτό! Και φυσικά παρόμοια περιστατικά σαν κι αυτά που προανέφερα θα μπορούσα να επικαλεστώ πολλά ακόμη, που αποδεικνύουν ξεκάθαρα ότι όλα όσα λένε και γράφουν αυτοί οι κύριοι (και κυρίες) δεν είναι ανθρώπινα λάθη, αλλά απολύτως σκόπιμες, μεθοδικές και συνειδητές παραχαράξεις. Κι επειδή δεν αντέχουν στην παραμικρή επιστημονική κριτική, τα απλώνουν όπου τους παίρνει κι όποτε βρεθεί απέναντί τους σοβαρός αντίλογος τα μαζεύουν και τα αναδιατυπώνουν. Όπως όμως λέει ο σοφός λαός μας, με τις πορδές αυγά δεν βάφοντα! Ε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα προσέθετα λοιπόν κι εγώ ότι με τις πουστιές δεν γίνεται επιστήμη!

    Πέρα ωστόσο απ’ όλα αυτά, το μείζον ζήτημα είναι βεβαίως άλλο – και καλό θα είναι να το έχουμε πάντοτε στο μυαλό μας. Με όλα όσα προανέφερα κατέστησα απλώς σαφές – προς ένα λιγότερο ίσως εξειδικευμένο κοινό – κάτι που στους (σοβαρούς) επιστημονικούς ιστορικούς κύκλους είναι ήδη από καιρό πασίδηλο: ότι το να αποδείξει κάποιος ερευνητής με στοιχειώδη επιστημονική ευσυνειδησία τα ψέματα που προβάλλουν όλοι αυτοί οι ψευτο-επιστήμονες για το ιστορικό παρελθόν δεν είναι παρά απλό παιχνιδάκι. Το ζήτημα όμως δεν έχει δυστυχώς να κάνει με το ποια πλευρά υπερισχύει επιστημονικά της άλλης, δεν τίθεται εδώ καν θέμα επιστημονικής αντιπαράθεσης. Μακάρι να ήταν μόνο αυτό, γιατί σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως ζήτημα. Το πρόβλημα λοιπόν έγκειται αλλού: στο ότι αυτή η ομάδα βρίσκεται στα πράγματα και τα ελέγχει. Κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, σε οργανώσεις και «δεξαμενές σκέψης», μέσα στα ίδια τα κόμματα, στο Παιδαγωγοκό Ινστιτούτο και φυσικά στο ίδιο το Υπουργείο (πρώην Εθνικής) Παιδείας της ανελλήνιστης εθνοφοβικής Αννούλας, γράφει σχολικά βιβλία και πανεπιστημιακά εγχειρίδια, αναπαράγεται και παράγει ολοένα και περισσότερους ιδεολογικούς γενιτσάρους. Ελέγχουν λοιπόν όλα τα καίρια πόστα – και όχι φυσικά επειδή είναι πιο ευφυείς ή πιο ικανοί, αλλά επειδή απλούστατα παίζουν το παιχνίδι του κυρίαρχου νεοταξίτικου συστήματος (και των γηγενών πολιτικών του ανθυποτζουτζέδων) και προωθούν τους σκοπούς του, που είναι η διάλυση των λαών μέσα από την καταστροφή της γλώσσας, της θρησκείας και στην προκείμενη περίπτωση της ιστορικής τους μνήμης.

     Πώς θα απαλλαχτούμε επομένως από όλους αυτούς, από τη στιγμή που έτσι παίζεται το παιχνίδι και όχι με καθαρά επιστημονικούς όρους (οπότε θα ήταν απλό, θα τους μετατρέπαμε εν μια νυκτί σε αυτό που…επιστημονικά τους αξίζει, τουτέστιν από μεγαλοκαθηγητάδες σε βοηθούς σκουπιδιάρηδων και κάπου εκεί θα…τελείωνε το θέμα); Η απάντηση θεωρητικά είναι πολύ απλή. Δεν πρόκειται να απαλλαχτούμε, όσο θα διαιωνίζεται το συγκεκριμένο πολιτικο-οικονομικό σύστημα, το οποίο τους χρειάζεται απόλυτα, ώστε να μπορεί να περιβάλλει με «επιστημονικούς» μανδύες και να περιχαρακώνει ιδεολογικά τα σκοτεινά του σχέδια. Άρα λοιπόν η λύση είναι μόνο μία – και επίσης θεωρητικά πολύ απλή, όσο και αν πρακτικά δείχνει να είναι δύσκολα εφαρμόσιμη: θα πρέπει να πολεμήσουμε συλλήβδην το σύστημα. Ιδανικότερη πάντως στιγμή γι’ αυτό από τη σημερινή συγκυρία δεν πρόκειται να βρεθεί, καθώς μπήκαμε ήδη μία εποχή που λόγω της επικείμενης οικονομικής κατάρρευσης, το σύστημα έχει αρχίσει πλέον να κλονίζεται. Καιρός να κάνουμε λοιπόν όλοι μας ό, τι μπορούμε για να συντελέσουμε στην κατάρρευσή του, γεγονός που θα αποβεί ζήδωρο όσον αφορά και έτερα βεβαίως προβλήματά μας, αλλά ασφαλώς και το προκείμενο. Καταρρέοντας το σύστημα, είναι προφανές ότι – έτσι απλά – θα παρασύρει μαζί του και όλες τις θεωρητικές θεραπαινίδες του. Και η ίδια η Ιστορία θα τις ξεράσει στα πιο σκοτεινά και ανήλιαγά της χρονοντούλαπα…