-
27
Nov
Παρουσιάζουμε απόψε ένα βιβλίο αισιόδοξο, άρα έχουμε μια καλή αφορμή για θετική σκέψη, σε μια στιγμή που όσα ζούμε μάλλον αλλού οδηγούν το μυαλό μας. Η αισιοδοξία του Γιάννη Μήτσιου φαίνεται ήδη από το εξώφυλλο, αφού αναφέρεται η «αναγέννηση» στον τίτλο και το «μέλλον της Ελλάδας» στον υπότιτλο, πράγματα διόλου αυτονόητα. Ας δούμε λοιπόν τι μάς λέει σχετικά με αυτό που απασχολεί όλους τους Έλληνες, για το αύριο δηλαδή του τόπου μας.
Ο συγγραφέας ξεκινάει από το χθες, αφού δεν μπορούμε να προσδοκούμε καμμία ανάκαμψη αν δεν γνωρίζουμε τι μας συνέβη. Εδώ θέλω να πω ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η χώρα μας από το 1831, μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ποτέ δεν υπήρξε ανεξάρτητη και ευνομούμενη. Βεβαίως γίνονταν προσπάθειες πού και πού αλλά το πλαίσιο δεν άλλαξε ποτέ. Όταν μάλιστα πριν από έναν αιώνα έσβησε στη Μικρασία το όνειρο της εθνικής μας αποκατάστασης, ο συκοφαντημένος μεγαλοϊδεατισμός αντικαταστάθηκε από έναν μίζερο μικροσυμφεροντισμό που σιγά σιγά υπέσκαψε ό,τι ευγενές είχε μέσα του ο Έλληνας. Και για να περιοριστούμε στην μεταπολιτευτική περίοδο, από μόνη της η πορεία του δημοσίου χρέους είναι ενδεικτική της κατάστασης. Πλήρης υιοθέτηση του καταναλωτικού μοντέλου, κατάρρευση της παραγωγής, διόγκωση του παρασιτισμού και του δημόσιου τομέα, διαφθορά και διαπλοκή παντού, καταθέσεις στο εξωτερικό… Όλα πια έχουν αποδειχθεί, τόσο για την πλαστογραφημένη είσοδό μας στο ευρώ επί Σημίτη, όσο και για την δήθεν ανάπτυξη στα εγκληματικά χρόνια που προηγήθηκαν και ακολούθησαν. Φτάνοντας στο 2009 είμαστε πια στο κατώφλι των Μνημονίων. Ήταν όμως μόνον οι οικονομικοί λόγοι που μας οδήγησαν στην τελική καταστροφή; Προφανώς όχι. Η σύνολη πολιτική έπαιξε καθοριστικό ρόλο και θα δικαιολογήσω τη θέση μου αυτήν, που άλλωστε ταυτίζεται εν πολλοίς και με την άποψη του συγγραφέα. Στα χρόνια του Κώστα Καραμανλή έγινε μία προσπάθεια εξελληνισμού – εξορθολογισμού θα έλεγα – της εξωτερικής μας πολιτικής: στο μείζον θέμα της Κύπρου στήριξε τον Τάσο Παπαδόπουλο που αρνήθηκε το Σχέδιο Ανάν, στο Βουκουρέστι απείλησε την ΝΑΤΟϊκή συμμαχία με βέτο για την είσοδο των Σκοπίων και μέσα από τη σχέση που ανέπτυξε στις 7 συναντήσεις του με τον Βλάντιμιρ Πούτιν προώθησε τον αγωγό φυσικού αερίου South Stream. Καθένα από τα ζητήματα αυτά θα ήταν από μόνο του αρκετό σε άλλους καιρούς για επέμβαση των δυτικών Δυνάμεων κατά της ελληνικής Κυβέρνησης, όπως το έχουμε δει επανειλημμένως (Παρκερικά, Κριμαϊκά, Νοεμβριανά…). Έτσι είχαμε το αποκαλυφθέν σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, τις φονικές προεκλογικές πυρκαγιές του 2007, το παρακρατικό όργιο βίας των Δεκεμβριανών του 2008, τον σχεδιασμό απόπειρας κατά του πρωθυπουργού την ίδια χρονιά αλλά και μία σειρά ακόμη περίεργων, γνωστών γεγονότων που τα συγκέντρωσε ο συγγραφέας και τα παραθέτει ασχολίαστα. Μέσα στο νοσηρό εκείνο κλίμα ο Καραμανλής δραπέτευσε από την εξουσία και ήρθε στα πράγματα ό,τι χειρότερο μπορούσε να μας συμβεί, ο ΓΑΠ. Ένα πρόσωπο κατάλληλο μόνο για χαρακτήρας επιθεωρήσεων, σε ανεπίγνωστη, μάλλον, υπηρεσία ξένων συμφερόντων, παντελώς άσχετο με οτιδήποτε ελληνικό. Κι όμως, 3 εκατ. Έλληνες ακούγοντας πως «λεφτά υπάρχουν» τον ψήφισαν για πρωθυπουργό – όχι για βασιλιά Καρνάβαλο! (Και πολύ φοβάμαι ότι αρκετοί εξ αυτών ετοιμάζονται να ξαναψηφίσουν με το ίδιο πρόστυχο, κρετίνικο κριτήριο και τον σημερινό Μαυρογιαλούρο). Τι συνέβη στο τελευταίο τρίμηνο του 2009 που κυβέρνησε ο λεγάμενος; Διόγκωση του ετησίου ελλείμματος με επιστροφές φόρων, διανομή επιδομάτων αλληλεγγύης, αυξήσεις στρατιωτικών δαπανών, πληρωμές παλιών χρεών νοσοκομείων, αναβολή της είσπραξης του ΕΤΑΚ και διάφορων φόρων, αναβολή των ρυθμίσεων για τους ημιυπαίθριους… Εξάλλου το είχε προαναγγείλει μιλώντας για ετήσιο έλλειμμα 15,6% ενώ η προηγούμενη κυβέρνηση το υπολόγιζε στο μισό και ταυτόχρονα συνεννοείτο με το ΔΝΤ ώστε να επέμβη το τελευταίο στην Ελλάδα! Αξίζει να θυμίσουμε εδώ και το απίστευτο μέτρο, το λεγόμενο Τ+10 της Τράπεζας της Ελλάδος: τότε ακριβώς (22/10/09) αποφάσισε να αυξήσει το περιθώριο του «αέρα» στην αγορά των ελληνικών ομολόγων από τις 3 στις …10 ημέρες! Κάποιος δηλαδή που ήθελε να κερδοσκοπήσει σε βάρος των ομολόγων μας είχε υπερτριπλάσιο περιθώριο για να το κάνει. Και στις 10 Δεκεμβρίου πάλι η ΤτΕ αποφάσισε να μην επιβάλλονται κυρώσεις σε όποιον παραβίαζε και αυτό το δεκαήμερο, ενώ Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου διαγωνίζονταν σε δηλώσεις υπονόμευσης της χώρας («εντατική», «Τιτανικός»…)! Με όλα τούτα χρειάστηκαν μερικοί μήνες για να κλονιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας αλλά όχι και να καταρρακωθεί, όπως φάνηκε τον Γενάρη του 2010, όταν η Ελλάδα ζήτησε 5 δις από τις Αγορές για πενταετή ομόλογα με 6% και της προσφέρθηκαν 25 – τελικά πήρε τα 8. Τον Απρίλιο του 2010 μπήκαμε στον μνημονιακό κατήφορο που επικύρωσε ο Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ, τον ολοκλήρωσε το PSI του Βενιζέλου και τον σφράγισε ο Τσίπρας.
Ας δούμε λοιπόν πού βρίσκεται η πατρίδα μας σήμερα. Το δημόσιο χρέος μας έχει ανέλθει από τα 299 στα 356 δις ευρώ (30-9-18), πάνω από το 180% του ΑΕΠ μας, το οποίο παραμένει κάτω από τα 300 δισ. (ήταν στα 331 το 2008). Και δεν είναι μόνο οι αριθμοί που επιδεινώθηκαν τραγικά αλλά και η φύση του χρέους. Το 2009 το 1/3 του χρέους μας ήταν προς γαλλογερμανικές τράπεζες, χωρίς εγγυήσεις και στο εγχώριο δίκαιο, τώρα χρωστάμε σε κράτη και οργανισμούς έχοντας υποθηκεύσει όλη την δημόσια περιουσία μας και σε αγγλικό δίκαιο. Δεν έχει απομείνει στην κυριότητα του ελληνικού λαού σχεδόν τίποτε: αεροδρόμια, λιμάνια, τράπεζες, δημόσιες επιχειρήσεις, κρατική γη, τώρα και αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, μνημεία… Η παραγωγή παραμένει χαμηλά, όλες οι σοβαρές επιχειρήσεις φεύγουν από τη χώρα, η φορολογία απογειώθηκε, οι μειωμένες δημόσιες επενδύσεις κάθε χρόνο περικόπτονται… Αλλά η κοινωνική κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη: η εκπαίδευση έπιασε πάτο, η νεολαία διαφεύγει στο εξωτερικό, η χώρα κατακλύζεται από λαθρομετανάστες, η υπογεννητικότητα σαρώνει παράλληλα με τη φτώχεια και την ανεργία. Ωστόσο η Κυβέρνηση συνεχίζει να παραμυθιάζει τον λαό για τα κατορθώματά της: βλέπει μείωση της ανεργίας, αύξηση του ΑΕΠ, υπόσχεται αναδρομικά, διορισμούς και επιδόματα… Όλα αυτά χωρίς την παραμικρή ανάταξη σε επίπεδο ηθικό και πολιτισμικό, χωρίς να αλλάξει τίποτε στην αξιακή και μορφωτική σκευή της κοινωνίας, στην αυτοεικόνα και στις προτεραιότητές της, στη σχέση της με την παράδοσή της, στις αντιλήψεις της για τον δημόσιο βίο και το ατομικό συμφέρον. Αν μάλιστα προσθέσει κανείς και τις εξωτερικές απειλές – καθότι ζούμε στην γνωστή, επικίνδυνη γειτονιά – το να ατενίζεις το μέλλον με αισιοδοξία θέλει πολύ κουράγιο. Ας δούμε λοιπόν την οπτική του συγγραφέα.
Οι διαπιστώσεις ξεκινούν με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια πλούσια, προικισμένη χώρα. Στον τουρισμό, στον ορυκτό πλούτο, στη ναυτιλία, στον πρωτογενή τομέα μπορεί σήμερα τα αποτελέσματα να είναι (ή και να μην είναι) επαρκώς θετικά, όμως οι δυνατότητες είναι πραγματικά τεράστιες. Αν μάλιστα προστεθεί και η προοπτική των υδρογονανθράκων, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη κήρυξη της ΑΟΖ και την δεδομένη γεωπολιτική αξία του ελληνικού οικοπέδου, ένα αναπτυξιακό άλμα δεν είναι απίθανο. Ακόμη και στο θέμα του χρέους θα μπορούσε κανείς να διεκδικήσει μια μερική ελάφρυνση, είτε σε σχέση με το κατοχικό δάνειο των Γερμανών είτε και άσχετα με αυτό. Τέλος, το βάρος του ελληνικού ονόματος, αυτό το μοναδικό brand name που ακόμη δεν καταφέραμε να αξιοποιήσουμε είναι ένα ξεχωριστό πλεονέκτημα που κανονικά θα έπρεπε να μας δίνει προβάδισμα σε κάθε τομέα. Πώς όμως να «πουλήσεις» κάτι που ούτε εσύ ο ίδιος δεν γνωρίζεις, που δεν έχεις ιδέα για την αξία του; Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό, δηλαδή από την Παιδεία. Να στήσουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα (κι ένα τηλεοπτικό τοπίο) που θα συνδιαμορφώνει Έλληνες πολίτες κι όχι χαύνους καταναλωτές. Έργο δύσκολο, όχι όμως και ανέφικτο. Επειδή όμως αυτό θα αργήσει να αποδώσει, να επέμβουμε στην διοίκηση προωθώντας διαφάνεια, λειτουργικότητα και αξιοκρατία, με τα μέτρα εκείνα που θα αναστήσουν την παραγωγή και θα δελεάσουν τα παιδιά μας που φύγανε ώστε να επιστρέψουν. Αυτά για αρχή κι έπεται μακρά συνέχεια, αφού επείγει η καθολική επανίδρυση του κράτους.
Εκείνο πάντως που σήμερα λείπει δραματικά είναι το πνεύμα της αναγέννησης που πρέπει να συνεπάρει τον Έλληνα και να τον ωθήσει μπροστά. Για την ακρίβεια λείπει η ηγεσία εκείνη που θα την εμπιστευτούμε και θα μας εμπνεύσει, που θα δρομολογήσει το άλλο μέλλον που έχουμε ανάγκη ως χώρα, που θα εκπαιδεύσει τρόπον τινά τον λαό σε διαφορετική κατεύθυνση από την σημερινή. Αντιθέτως, σήμερα – αλλά και από πολλά χρόνια – έχουμε πολιτικοπνευματικές ηγεσίες που απεχθάνονται καθετί που μυρίζει Ελλάδα και πασχίζουν να αφελληνίσουν και το τελευταίο γρανάζι του κρατικού μηχανισμού, να αποσυνθέσουν και το τελευταίο κύτταρο της ελλαδικής κοινωνίας, μην τυχόν και μείνει τίποτε όρθιο στον τόπο μας. Δεν είναι όμως και για απελπισία η κατάσταση. Η διεθνής συγκυρία αλλάζει πλέον και ήδη το σκηνικό σε Ιταλία, Αμερική και αλλού μεταβλήθηκε άρδην. Εδώ φως ακόμη δεν βλέπουμε αλλά ενδεχομένως θα έρθει με μια καθυστέρηση, όπως όλα όσα καταφθάνουν από τη Δύση.
Ακριβώς το διεθνές περιβάλλον αφορά το υπόλοιπο βιβλίο του Γ. Μήτσιου, με άρθρα και συνεντεύξεις του, αλλά σ’ αυτό το κομμάτι δεν θα επεκταθώ. Μένω στο εσωτερικό πεδίο, επιμένοντας στην ελπίδα που περιγράφει το βιβλίο, στην ελπίδα που δεν πρέπει να χάσουμε. Ίσα ίσα, είναι υποχρέωσή μας προς τους προγόνους μας αλλά και προς τα παιδιά μας να την κρατήσουμε όρθια και να τους παραδώσουμε μιαν Ελλάδα αναγεννημένη κι όχι έναν χώρο έρημο και λεηλατημένο. Πριν φύγει από τα πράγματα η γενιά μας οφείλει να αποκαταστήσει, έστω εν μέρει, την τρομακτική ζημιά που προκάλεσε, εργαζόμενη γι’ αυτό στην ιδιωτική ή στην δημόσια σφαίρα. Σταθήκαμε δραματικά ανάξιοι, ας μην κλείσουμε και ως λιποτάκτες.
- Published by kkar in: Αρθρα & απόψεις Βιβλιοπαρουσιάσεις Εν Ελλάδι
- If you like this blog please take a second from your precious time and subscribe to my rss feed!