Στις 24 Ιουλίου 1995 ένα τροχαίο οκτώ χιλιόμετρα έξω από την Κομοτηνή έδωσε τέλος σε μια πολύ κρίσιμη φάση της πολιτικής ιστορίας του τόπου. Ο 47χρονος πολιτευτής Αχμέτ Σαδίκ, ανεξάρτητος βουλευτής εκλεγμένος το 1989 και το 1990 μέχρι το 1993, που είχε αναστατώσει την Ελλάδα ολόκληρη με την ποικίλη του δραστηριότητα (αλλά και είχε διαγράψει την πορεία του μέχρι το ναδίρ της) βρήκε τον θάνατο έξω από το χωριό Σώστης Ροδόπης. Ειρωνεία της τύχης: το συγκεκριμένο χωριό στα τουρκικά λεγόταν Σουσούρκιοϊ και επί τουρκικού εδάφους στο χωριό Σουσουρλούκ ένα χρόνο μετά θα συμβεί ακόμη ένα καθοριστικό τροχαίο, το οποίο – όπως και το προηγούμενο – πολύ θα απέχει από το να χαρακτηρισθεί «δυστύχημα», μάλλον ως ευτύχημα έγινε δεκτό…

Η εποχή της ανοιχτής αντιπαράθεσης με το ελληνικό κράτος – προσωρινά τουλάχιστον – είχε λήξει. Είναι ακριβές ότι η πολιτική καριέρα του θανόντος δεν είχε  πλέον καμία προοπτική, κυρίως εξαιτίας του ορίου του 3% που είχε πια υιοθετηθεί από τον εκλογικό νόμο της ελληνικής πολιτείας. Η μουσουλμανική μειονότητα, βεβαίως, στις εκλογές του 1993 ξαναψήφισε το συνδυασμό «Εμπιστοσύνη» του Σαδίκ, χωρίς να υπάρχει περίπτωση να εκλεγεί, απλώς και μόνο γιατί αυτή ήταν η «γραμμή». Πέρα από το όριο του 3%, για τις αλλαγές που δρομολογήθηκαν, πρέπει να έπαιξαν κάποιον ρόλο και οι (προσεκτικές) διαμαρτυρίες κάποιων μουσουλμάνων, οι οποίοι για λόγους τακτικής – ή και αρχών ενδεχομένως – δεν επιθυμούσαν την ένταση που ερχόταν ως φυσιολογική συνέπεια της σαδικής επιθετικότητας και του όλου κλίματος που αυτή διαμόρφωνε. Κάποιες συγκυρίες, όπως η εντυπωσιακή έξαρση του αγώνα του ΡΚΚ εκείνα τα χρόνια, πρέπει να συνεκτιμήθηκαν από την πλευρά της Τουρκίας και «ποιώντας την ανάγκην φιλοτιμίαν» άλλαξε πορεία ποδηγετώντας την ηγεσία των μουσουλμάνων σε νέες μορφές προώθησης των ίδιων, γνωστών στόχων. Η πορεία αυτή συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας και ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες, τοπικοί ή όχι, μέσα στη γνωστή τους άγνοια κι αβελτηρία τη θεωρούν συμμόρφωση της τουρκικής πολιτικής με τους κανόνες που οι ίδιοι έθεσαν.

Πρώτο βήμα στην αλλαγή του σκηνικού ήταν η αλλαγή των προσώπων. Σε επίπεδο βουλευτών ο Σαδίκ είχε εκλείψει πια και όσον αφορούσε τον έτερο παλιό μειονοτικό βουλευτή (Ξάνθης), τον Αχμέτ Φαΐκογλου, δεν ετίθετο θέμα και λόγω του χαμηλού του επιπέδου και γιατί μετά από τόσα χρόνια πλειοδοσίας σε έξαλλο φανατισμό και τραμπουκική συμπεριφορά λίγο δύσκολα θα έπειθε οποιονδήποτε νοήμονα άνθρωπο ότι μέσα σε μία μέρα μετατράπηκε σε θιασώτη της ειρηνικής συνύπαρξης. Στις βουλευτικές εκλογές, λοιπόν, του 1996 επανήλθαμε στο παλιό σκηνικό της συμπερίληψης μειονοτικών υποψηφίων στα ελληνικά κόμματα (εκτός ΔΗΚΚΙ και ΠΟΛ.ΑΝ.), προσώπων νέων και άφθαρτων, με κοινωνική επιφάνεια και καλή έξωθεν μαρτυρία (πράγμα που βεβαίως αποδείχθηκε πολύ σχετικό). Εκλέχτηκαν, λοιπόν, στην Κομοτηνή με το ΠΑΣΟΚ ο μηχανικός Γκαλίπ Γκαλίπ και με το Συνασπισμό ο γιατρός Μουσταφά Μουσταφά, ενώ στην Ξάνθη κατάφερε να εκλεγεί με τη Νέα  Δημοκρατία ο γιατρός Μπιρόλ Ακίφογλου. Το εκλογικό αποτέλεσμα υπήρξε θρίαμβος για τους σχεδιαστές του, καθώς πέτυχε μέσω του Μουσταφά του ΣΥΝ έδρα που δεν θα μπορούσε να πάρει (με τις επτάμισι χιλιάδες ψήφους του) με κανέναν άλλο τρόπο. Κυκλοφόρησαν στην Κομοτηνή φήμες για προεκλογική μελέτη κορυφαίου ‘Ελληνα εκλογολόγου για λογαριασμό του τουρκικού Προξενείου και υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για τέτοια (διαρκούσα ακόμη) συνεργασία. Πάντως, οι Συνασπιστές τότε πανηγύρισαν την «αναγνώριση από τη μειονότητα της ορθότητας των πολιτικών τους θέσεων»! ‘Ισως κατάπιαν πέρυσι τη γλώσσα τους όταν ο ίδιος βουλευτής τους (με αξιόλογη πραγματικά παρουσία στην Ελληνική Βουλή) κυριολεκτικά καταποντίστηκε ως υποψήφιος των νομαρχιακών εκλογών, γιατί δεν «κολλούσε» στο σχεδιασμό των γνωστών παρασκηνίων…

Εν πάση περιπτώσει, από τις εκλογές του 1996 προέκυψαν τρεις μουσουλμάνοι βουλευτές στην Ελληνική Βουλή και είχαν τη δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθούν μετά την εκλογή τους. ‘Ηταν κάτι που τότε συζητιόταν στους ελληνικούς πολιτικούς κύκλους, αλλά τελικά δεν συνέβη, επιβεβαιώνοντας ότι πλέον η τουρκική γραμμή ήταν αυτή της «ήπιας» διεκδίκησης, μέσα από νομότυπες διαδικασίες στο προσκήνιο και με τις γνωστές μεθοδεύσεις στο παρασκήνιο (διακριτικοί εκβιασμοί, συγκαλυμμένη τρομοκρατία,  χρησιμοποίηση του όχλου, των εταιρειών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ.). Παίζοντας το παιχνίδι της Άγκυρας, τα ελληνικά κόμματα πανηγύρισαν τη μη ανεξαρτητοποίηση των βουλευτών τους και προχώρησαν κατηγορώντας για «απαράδεκτες διακρίσεις» την Πολιτική Άνοιξη που δεν είχε κανέναν μειονοτικό υποψήφιο (άσχετα αν οι εξελίξεις δικαίωσαν πλήρως τις θέσεις του Σαμαρά…). Παράλληλα, με την προώθηση των νέων προσώπων στα βουλευτικά αξιώματα, η άνωθεν ανανέωση δεν άφησε ανέγγιχτους και τους άλλους μηχανισμούς ελέγχου των «Ελλήνων μουσουλμάνων» από τη «μητέρα-πατρίδα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι εκ βάθρων αλλαγές στα πρόσωπα και τη δομή της αυτοαποκαλούμενης «Ανώτατης Συμβουλευτικής Επιτροπής των Τούρκων της Δυτικής Θράκης» – είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τουρκικού προξενείου και μουσουλμανικής μάζας (Γραμματέας της Επιτροπής είναι ο φημολογούμενος αρχηγός των «Γκρίζων Λύκων» στη Θράκη). Πριν δεκαπέντε μήνες έγιναν γνωστές κάποιες κινήσεις που έδειξαν σαφώς προσωπικές συγκρούσεις και αλλαγή φρουράς, με εξωπέταγμα των παραδοσιακών ηγετών που έζεχναν νοητική υστέρηση και κοινωνική δυσπροσαρμογή. Συγχρόνως, προωθήθηκαν νέα πρόσωπα, με πανεπιστημιακή και κοινωνική αποδοχή, χαράχτηκαν κατευθυντήριες γραμμές για την πολιτική στα επιμέρους θέματα και ορίστηκαν επιτροπές για τους επιμέρους τομείς (νομικών, εκπαιδευτικών, υγείας, πολιτισμού, θρησκευτικών και βακουφίων). Στο όργανο αυτό έγιναν και εκλογές που έφεραν στις πρώτες θέσεις τους δύο βουλευτές Γκαλίπ και Ακίφογλου και οι οποίοι συμφώνησαν να διαδεχθεί ο ένας τον άλλον στην ηγεσία. Ο βουλευτής Μουσταφά Μουσταφά είχε δηλώσει ότι δεν συμμετέχει στην εν λόγω επιτροπή, χωρίς όμως να προχωρήσει και σε κάποια δικαιολόγηση αυτής του της στάσης  σε μια ευθεία καταδίκη τέτοιων εν κρυπτώ μεθοδεύσεων. Δεν είναι ίσως χωρίς αξία μια σύντομη περιγραφή της δράσης των προαναφερθέντων βουλευτών αυτά τα τρία σχεδόν χρόνια της θητείας τους. Ο Μπιρόλ Ακίφογλου ήδη πριν την εκλογή του είχε δώσει δείγματα γραφής ως δημοτικός σύμβουλος Ξάνθης και γραμματέας του δημοτικού συμβουλίου. Όταν, για παράδειγμα, την παραμονή της γνωστής «επετείου» της μειονότητας ζητούσε από τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου να αποκαταστήσει τον ψευδομουφτή Αγγά σιη θέση του μουφτή Ξάνθης (28/1/95), ή όταν αρνιόταν να συνυπογράψει ψήφισμα του Δήμου Ξάνθης για τις γενοκτονίες Ποντίων κι Αρμενίων (Ιούνιος 1995) ή όταν «εκ μέρους του τουρκικού λαού»(!) ευχαριστούσε θερμά το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας για την επίσκεψη του Γιλvτιρίμ Ακτουνά στην Ελληνική Θράκη και ζητούσε (μαζί με τους άλλους συνυπογράφοντες) στην επόμενη επίσκεψη Τούρκου υπουργού να συμπεριληφθούν και τα πομακοχώρια της περιοχής, Σμίνθη και Δημάριο. Το στίγμα του ήταν γνωστό, ωστόσο τα «κουκιά» που θα κουβαλούσε μετρούσαν…

Με την εκλογή του, που κρίθηκε στο εκλογοδικείο, συνέχισε την ίδια τακτική. Σε επεισόδια μεταξύ Ποντίων προσφύγων και Τσιγγάνων επενέβη στον αστυνομικό διευθυντή Ξάνθης χάριν των «ομοεθνών του» για να ζητήσει «την παραδειγματική τιμωρία των δραστών». Ζήτησε προέκταση της μειονοτικής εκπαίδευσης στα χριστιανικά λύκεια – με Τούρκους διδάσκοντες φυσικά – και δεν έχασε την ευκαιρία να μιλήσει για λεξικά κι αλφαβητάρια που «καταρτίστηκαν από ιδιώτες και τα οποία ούτε έγιναν ούτε θα γίνουν αποδεκτά»!

Ο Γκαλίπ Γκαλίπ κατάγεται από οικογένεια με πολιτική παράδοση στο μειονοτικό χώρο μια που και ο παππούς του και ο πατέρας του υπήρξαν βουλευτές στην Ελληνική Βουλή (ο πατέρας του μάλιστα, πρώην βουλευτής με την ΕΔΗΚ, το 1985 είχε πρώτος ιδρύσει ανεξάρτητο μειονοτικό συνδυασμό μετά από τη συμμετοχή του σε συνδυασμό ελληνικού κόμματος). Όταν το 1996 επικράτησε επί του συνυποψηφίου του Αχμέτ Μεχμέτ στο ΠΑΣΟΚ, θεωρήθηκε νίκη των κεμαλικών και της γραμμής «Πρώτα η Τουρκία», χαρακτηριστική δε υπήρξε η στήριξή του από το τουρκικό δορυφορικό κανάλι ΣΤΑΡ 1 τις τελευταίες κρίσιμες μέρες πριν από τις εκλογές. Το ωραίο της υπόθεσης ήταν ότι θεωρήθηκε τότε επιτυχία από το τοπικό ΠΑΣΟΚ η συμμετοχή του στο «πράσινο» ψηφοδέλτιο! Ίσως μια μέρα να φαντάζει επιτυχία και η συμπερίληψη γνωστών «Γκριζόλυκωv» στα κομματικά ψηφοδέλτια, μια που και αυτοί «ελέγχουν πολύ κόσμο»…

Η παρουσία του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο εξαιρετικά φτωχή, μάλλον περιορίστηκε από τις «άλλες» του ασχολίες. Ως πρόεδρος της προαναφερθείσας «Συμβουλευτικής Επιτροπής» στις 3/9/98 εγκάλεσε τον Πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής Α. Κακλαμάνη για δηλώσεις του στην Αλεξανδρούπολη με «ρατσιστική νοοτροπία»(!), γιατί ο τελευταίος μίλησε για ενσωμάτωση των μουσουλμάνων στην τοπική ελληνική  κοινωνία. Επίσης, επετέθη στον τότε Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Θ. Πάγκαλο, που, ερχόμενος στην Κομοτηνή, συνάντησε τους νόμιμους μουφτήδες κι όχι τους …ψευτομουφτήδες που ομνύουν στην Άγκυρα!

Ο βουλευτής Mουσταφά Mουσταφά είναι ξεχωριστή περίπτωση. Παλιός αριστερός στο χώρο του Συνασπισμού, βρίσκεται σ’ ένα κλίμα ιδεολογικά οικείο (πέρασε από το ΚΚΕ) και ταυτοχρόνως άκρως εξυπηρετικό για την πολιτική του επιβίωση, μια που οι θέσεις του πολιτικού του χώρου- και ιδίως των ποικίλων κυκλωμάτων που λυμαίνονται τις παρυφές του – ουσιαστικά εξυπηρετούν τους βραχυπρόθεσμους στόχους των εξ ανατολών κυρίων. Οι λεπτές υποθέσεις είναι δική του δικαιοδοσία: υπέρ της «ελληνοτουρκικής φιλίας» και παρών σε όλες τις σχετικές συνευρέσεις, κατά του Εθνικού Ιδρύματος Νεότητας που επιχειρεί παροχή ελληνικής παιδείας στους μουσουλμανόπαιδες, κατά του νομοσχεδίου για την Παλλαϊκή Άμυνα, κατά του εκκλησιαστικού επιδόματος για το τρίτο παιδί (!), κατά οποιασδήποτε αναφοράς σε μη Τούρκους μουσουλμάνους της περιοχής, κ.λπ. Με σημαντικό κοινοβουλευτικό έργο που αφορά όλον τον τοπικό πληθυσμό, έχει καταφέρει ειλικρινείς συμπάθειες και εκτός του μουσουλμανικού στοιχείου, με αποτέλεσμα να του παρέχεται κάτι σαν άλλοθι για τυχόν «ατοπήματα». Δεν είναι στις προθέσεις μας να γίνουμε τιμητές της ειλικρίνειας κανενός. Υπήρξε, όμως ποτέ εκδήλωση (εθνική, κοινωνική κ.λπ.) του τουρκικού προξενείου Κομοτηνής από την οποία απείχε κάποιος μουσουλμάνος βουλευτής; Μπορούσε ο Μουσταφά, λόγου χάρη, να μην τρέξει επιτόπου το βράδυ της πρόσφατης έκρηξης απέναντι από το προξενείο; Ολόκληρον Σαδίκ εκμηδένισαν μέσα σε λίγο καιρό κι από εκεί που είχαν μάθει στους πάντες να πίνουν νερό στο όνομά του, την ώρα της σύγκρουσης με το Προξενείο δεν βγήκε ούτε μία φωνή να πάρει το μέρος του. Όποιος, λοιπόν, γνωρίζει την πολιτική κατάσταση και το όλο κλίμα στο εσωτερικό της μειοvοτικής κοινωνίας μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι τελικά δεν τίθεται θέμα προσωπικών προθέσεων για τον όποιον πολιτευτή της μειονότητας, ειδικά σε επίπεδο βουλευτικού αξιώματος. Η ευχερής χειραγώγηση των ψηφοφόρων καθιστά ζήτημα πολιτικής επιβίωσης ή πολιτικού θανάτου την ευθυγράμμιση με τις βασικές κατευθυντήριες που τίθενται «άνωθεν»: Όποιος διαφωνεί κατεβαίνει από το τρένο, θέλοντας ή μη. Άλλωστε οι (ελάχιστοι) διαφωνούντες συνήθως δεν έχουν καμιά πιθανότητα ανάδειξης. Εκείνοι από τον πολιτικό χώρο της χριστιανικής πλειοψηφίας, οι οποίοι γνωρίζουν όλη την παραπάνω κατάσταση κι απλώς κοιτάνε κοντόφθαλμα να επωφεληθούν από τους στιγμιαίους συσχετισμούς, είναι προφανές ότι δρουν με πολιτικάντικη ανηθικότητα κι εθνική αναισθησία.

Καραΐσκος Κώστας,

«Άμυνα και Διπλωματία», τ. 98, Ιούνιος 1999