Δημήτρης Κοσμόπουλος*

Η 1Η Φεβρουαρίου του 1003 ήταν μια κρύα ημέρα. Την έκανε πιο κρύα και πιο γκρίζα το ξόδι του Χρήστου Βακαλόπουλου. Νεκροταφείο Ζωγράφου, με τον αέρα παγωμένο, να μην μπορεί ωστόσο, να στεγνώσει τα δάκρυα. Δεν επρόκειτο μόνον για τα δάκρυα των κοντινών του ανθρώπων. Των γονιών που έκλαιγαν το βλαστάρι και μοναχοπαίδι τους. Των συγγενών και των συντετριμμένων φίλων. Εκείνη την φρικτήν ώρα καταλάβαινες ότι πάνω απ’ το φέρετρο του Χρήστου έκλαιγαν πικρά δυό καραβοτσακισμένες γενηές. Η γενηά που ανδρώθηκε στην χούντα κι είδε τα όνειρά της να εξαργυρώνονται στην αγορά των θορυβοποιών «δημοκρατικών δυνάμεων». Κι η γενηά της ανδρώσεως στην παχυλή ψευδαίσθηση των μεταπολιτευτικών θριαμβικών βεβαιοτήτων.
Τριάντα εφτά χρόνια περπάτησε σ’ αυτήν την ζήση ο Βακαλόπουλος. Κι από το 1981, με την «βραδυφλεγή βόμβα» -όπως έλεγε ο ίδιος αυτοσαρκαζόμενος-της νόσου του Hodgkin εντός του. Κι έκανε στα χρόνια αυτά όσα χρειάζονταν για να ξεπλυθούν όχι μόνον οι προαναφερθείσες ηλικίες, αλλά κι όλος ο μετεμφυλιακός ελληνικός κόσμος, από αυτά που καίρια ο ίδιος χαρακτήριζε «παραίσθηση». Έτσι τάχθηκε, ως φαίνεται, να συμβαίνει στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας. Μέσα στην γενικώτερη παρακρουστική καταβύθιση, που φαίνεται να κυριαρχεί σαν μολυβένιος ουρανός, να εμφανίζεται ένας άνθρωπος, ένα πρόσωπο, συνδέοντάς μας με τον βαθύτερο εαυτό μας και τις αυθεντικότερες φανερώσεις του.
Γι αυτόν τον λόγο στην κηδεία του έβλεπες τους μετανοημέ-νους, όπως η ηρωίδα του Ρέα Φραντζή, στην Γραμμή του Ορίζοντος: πρώην στελέχη αριστερών «νεολαιών», ροκάδες, συγγραφείς, φυλακισμένους στην ΕΣΑ, μουσικούς, νέους που σπατάλησαν τα καλύτερά τους χρόνια στις θανατερές πανεπιστημιακές συνελεύσεις. Όλοι εκείνοι, οι «εκτός παραγματικότητος», η αληθινή Ελλάδα των υπογείων, δηλαδή του υπερώου. «Η πραγματική Ελλάδα βρίσκεται εκτός πραγματικότητος» έγραψε ο Χρήστος εγκαίρως.
Τι μένει σήμερα από το πρόσωπό του; Από το έργο του; Όχι βεβαίως οι πομφόλυγες κι οι παπαρολογίες των –κατά βάθος τραγικά αμετανόητων- συνομιλήκων του, που στην ώριμη φάση του έργου και της ζωής του, του έκαναν καζούρα, ότι λόγω ασθενείας το ’ριξε στα θεία. Αυτοί μεταλλαγμένοι σε «politically correct» εκσυγχρονιστές, εκ των υστέρων βγαίνουν και παρουσιάζουν έναν τύπο της αστικής αρλούμπας και των αθηναϊκών parties. Κάτι σαν golden boy της διασκέδασης. Κουβέντα για το κεχριμπάρι. Για τον πολύτιμο μαργαρίτη και το πολυτίμητο τζοβαϊρικό που για λογαριασμό ενός ολόκληρου κόσμου, βρήκε και αποκάλυψε με την τέχνη του.
Αλλά ούτε και οι νερόβραστες σούπες των παιδιογερόντων που σκέφτονται –εργολαβικώς και για τους υπόλοιπους- μέσω του Μπαχ και των μαδριγαλίων, μπορούν να καταλάβουν τι εννοούσε ο Βακαλόπουλος, όταν έλεγε ότι η κλασσική μουσική είναι ναρκισσιστικός θόρυβος και ότι αυτοί που γράφουν τα –λεγόμενα– σκυλάδικα τραγούδια μπαίνουν στον Παράδεισο με τους Αγγέλους.
Ο άνθρωπος που έγραψε την Ιερή Μελωδία της Πραγματικότητας (θυμίζω: Οι φυλακισμένοι και οι άρρωστοι καταφεύ-γουν συχνά στην Αγία Γραφή και μερικοί Έλληνες στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»), δεν μπαίνει στα καλούπια τους. «Μπαινοβγαίνω στον θάνατο, για να συνηθίζω» έλεγε με το καυστικό χιούμορ του, λίγες ώρες πριν βαρύνει, προς το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου 1993. Έφυγε στις 22:20 της ίδιας βραδυάς.
Στεκόμουνα με τον Λιάκο Λάγιο πάνω απ’ το φέρετρο, λίγο πριν ο Χρήστος μπει στην γη. «Χους εί και εις χουν απελεύση». Σπόρος για την Ανάσταση που πίστεψε. Η τελευταία του ταινία, «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» προβάλλονταν ήδη στους κινηματογράφους, βραβευμένη στο Φεστιβάλ. Τρέμαμε. Τότε ήρθαν οι μουσικοί, οι Γύφτοι, ο Χρήστος Μπέκος κι άλλοι γύρω του. Βγάλανε τα κλαρίνα και τα ντέφια, σεμνοπρεπείς όσο κανένας αστοχριστιανός δεν μπορεί να καταλάβει, και καθώς τα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια τους, παίξανε το εξαίσιο «σκυλάδικο» «μη λυπάσαι που φεύγω/μη λυπάσαι γι αυτό/ έτσι ήταν γραμμένο/να χωρίσουμε εδώ», από την ταινία του. «Δεν πέθανες», είπε ο Λάγιος. Ναι, Χρήστο, αδελφέ, δεν πέθανες. Αλλά «μετέβης εκ του θανάτου εις την ζωήν» .

* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος