Μόλις πέντε ημέρες πριν από τις εκλογές επιβεβαιώνονται –σε βαθμό «κακουργήματος»– οι διαπιστώσεις στις οποίες είχαμε προβεί, όταν άνοιγε αυτή η προεκλογική περίοδος. Πως οι εκλογές αυτές αποτελούν την αρχή του τέλους του μεταπολιτευτικού σκηνικού, αποτελούν έναν οδοδείκτη για τις μελλοντικές εξελίξεις και τις προδιαγράφουν, χωρίς ταυτόχρονα να προσφέρουν κάποια σίγουρη εναλλακτική πολιτική πρόταση στο ξεπερασμένο παρελθόν. Όπως τονίζαμε, η κύρια πλευρά τους είναι η διάλυση του παλαιού, μεταπολιτευτικού, πολιτικού συστήματος.

Η ολική κατάρρευση των καθεστωτικών δυνάμεων, με πρώτο και κύριο τον αρχιτέκτονα της καταστροφής –το κόμμα-σύστημα ΠΑΣΟΚ–, η αδυναμία του ετέρου Καππαδόκη του πολιτικού συστήματος, της Νέας Δημοκρατίας, να αποτελέσει αξιόπιστη λύση, έστω στα πλαίσια του, ο πολυκερματισμός των πολιτικών δυνάμεων και η διάχυτη αγανάκτηση,  δίνουν τον τόνο αυτών των εκλογών.

Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω πια: Το καθεστώς αποσυντίθεται και καταρρέει και όλοι οι εκπρόσωποί του διασύρονται ανοιχτά μπροστά στα μάτια μας.

Το τέλος του ΠΑΣΟΚ

Πρώτα και κύρια ξεφτίζουν αμετάκλητα το ΠΑΣΟΚ και ο Βενιζέλος, που αγωνίζονται να πιάσουν το 15%, έχοντας καταντήσει ένας περιφερόμενος θίασος-μαγνήτης αποδοκιμασιών και διαπομπεύσεων. Μαζί τους είναι μόνον το Σύστημα, το συγκρότημα Λαμπράκη, το Mega και τα λοιπά μέσα της κατοχικής προπαγάνδας, τα οποία δίνουν ρεσιτάλ γκεμπελισμού, μήπως και καταφέρουν να τους συγκρατήσουν από τη διάλυση. Και όμως! Όπου σταθούν και όπου βρεθούν διαπομπεύονται, γιουχάρονται και ξεφωνίζονται, γεγονός που είναι απολύτως φυσιολογικό, και ίσως λίγο αν φανταστεί κανείς το κακό που έχουν κάνει σ’ αυτόν τον τόπο. Ο κύβος έχει ριφθεί και τα πράγματα είναι καθαρά και ξάστερα: Το ΠΑΣΟΚ έχει διαπράξει ύψιστο πολιτικό έγκλημα, και κανείς δεν πρόκειται να ησυχάσει εάν όλοι αυτοί οι κύριοι, με πρώτους και καλύτερους τον Γιωργάκη και τον Παπακωνσταντίνου, δεν συναντήσουν τον Άκη Τσοχατζόπουλο στον Κορυδαλλό, στην πτέρυγα των χουντικών. Το ΠΑΣΟΚ έχει μπει στην τελική φάση της ιστορικής διαδρομής του.

Η απαξίωση του Σαμαρά

Δεύτερον, απαξιώνεται διαρκώς η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά. Διότι, κάθε μέρα, αποδεικνύεται ότι είναι λίγος και το κόμμα του ελάχιστο. Δέσμιο μιας παρέας γιάπηδων του Κολωνακίου, μέχρι προχθές περιόριζε την προεκλογική του εκστρατεία σε νεοφιλελεύθερους εξυπνακισμούς, έδινε ρεσιτάλ πολιτικής γκάφας και ανέλπιστων δώρων προς τους αντιπάλους του (λέγε με Συμπιλίδη), ενώ, τώρα τελευταία, πανικόβλητο, προσπαθεί να συγκρατήσει τους ψηφοφόρους από τον Καμμένο και τη Χρυσή Αυγή με πυροτεχνήματα παλαιοδεξιάς εθνικοφροσύνης.  Έτσι, αντί να καταγγέλλει τις ηγεσίες και τους μηχανισμούς των αριστερών κομμάτων ως συνενόχους του ΠΑΣΟΚ στον μεταπολιτευτικό εκφυλισμό της δημοκρατίας, αντί να τους καταγγέλλει για τον εθνομηδενισμό τους, στρέφεται συλλήβδην κατά των «αριστερών», ανασταίνοντας τους παλαιούς διχασμούς, ενισχύοντας εν τέλει το ΠΑΣΟΚ, τα εξαπτέρυγά του (λέγε με ΔΗΜΑΡ), καθώς και τους πιο εθνομηδενιστικούς κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Σαμαράς δεν διαθέτει ούτε πρόγραμμα ούτε σχέδιο και είναι απελπιστικά λίγος απέναντι στις απαιτήσεις των καιρών. Εξάλλου, όλα αυτά είχαν ήδη διαφανεί από την εγκληματική του επιλογή να στηρίξει τον Παπανδρέου, τον Νοέμβριο, όταν αυτός και το κόμμα του κατέρρεαν, μέσα σε ένα κλίμα γενικής αμφισβήτησης από τους ίδιους τους βουλευτές του. Με την κίνησή του, όχι μόνο έσωσε τον αντίπαλό του και έφερε τον Παπαδήμο – αλλά και μας οδήγησε στο αδιέξοδο-ταφόπλακα του δεύτερου μνημονίου.    

Οι θεσμικοί «αντιμνημονιακοί» και τα όρια τους

Τρίτον, οι εκλογές αυτές αναδεικνύουν τη σαφή βούληση του ελληνικού λαού να ενισχύσει έναν ριζοσπαστικό, αντιστασιακό πατριωτισμό. Γι’ αυτό τον λόγο ανεβαίνει ο Καμμένος, παρ’ όλο που το παρελθόν του αποτελεί μείζον μειονέκτημα, γι’ αυτό τον λόγο ενισχύεται και ο Τσίπρας  – παρ’ όλο που το κόμμα-βαρίδι που σέρνει από πίσω του κάνει ό,τι μπορεί για να το αποκρύψει. Για τον ίδιο λόγο επιβιώνει και το ΚΚΕ, ο μηχανισμός του οποίου έχει κηρύξει αυτοδιάλυση. Ιδιαίτερα η άνοδος του Καμμένου και του Τσίπρα συνδέεται με την προσπάθεια αυτών των προσωπικοτήτων να υπερβούν τα παλαιά στεγανά και στερεότυπα του χώρου τους και να ανοιχτούν προς τον ίδιο τον ελληνικό λαό, άσχετα με τα κίνητρά τους.

Ωστόσο, μένουν και οι δύο στη μέση του δρόμου. Ο Καμμένος, γιατί αυτό το άνοιγμα το συνδυάζει με μια νεοφιλελεύθερη οικονομική και πολιτική αντίληψη, ο δε Τσίπρας γιατί η υπέρβαση που επιχειρεί εξαντλείται περισσότερο σε μια προσωπική ρητορεία και δεν τολμάει να υπερκεράσει τα εθνομηδενιστικά βαρίδια του κόμματός του. Έτσι, αποσιωπά ζητήματα που συνδέονται με την ελληνική ταυτότητα και το μεταναστευτικό, δεν παίρνει θέση στα εθνικά ζητήματα και προβάλλει την ίδια συντεχνιακή αντίληψη του παλιού ΠΑΣΟΚ για τα ζητήματα που σχετίζονται με την Παιδεία και την κοινωνία.

Η έλλειψη ακριβώς μιας συγκροτημένης πρότασης καταδεικνύεται και από τον τρόπο με τον οποίο η σημερινή ανάγκη υπέρβασης των παλαιών διαχωρισμών μετατρέπεται σε μια τυχοδιωκτικής εμπνεύσεως πρόταση διακυβέρνησης. Διότι είναι προφανές ότι αυτή η πρόταση του Τσίπρα σκοπεύει πολύ περισσότερο να αιφνιδιάσει το ΚΚΕ και τη ΔΗΜΑΡ και να δώσει μόστρα στον ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίζεται εξαιρετικά ενισχυμένος δημοσκοπικά, και δεν βασίζεται σε κάποιες επί της ουσίας θέσεις ή σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα. Διότι είναι ένα πράγμα το να φράξεις τον δρόμο στη μνημονιακή πολιτική, απογυμνώνοντας τα μνημονιακά κόμματα, την τρόικα και το καθεστώς, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια γενική αλλαγή των συσχετισμών και είναι ένα δεύτερο να μπορείς να προτείνεις και να επιβάλεις εδώ και τώρα μια ουσιαστικά νέα διακυβέρνηση. Πράγματι, ανάμεσα σε ποιους; Το ΚΚΕ υποστηρίζει την άμεση έξοδο από ευρωζώνη και ΕΟΚ, ο Κουβέλης είναι ευρωπαϊκότερος του ΠΑΣΟΚ και ο Σύριζα ταλαντεύεται ανάμεσα σε πολλαπλές τοποθετήσεις. Εάν σε αυτούς προστεθεί και η στήριξη από τον… Καμμένο, καταλαβαίνουμε ότι πιθανότατα θα οδηγηθούμε σε τραγέλαφο.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια επανάληψη, ολίγον γελοιογραφική, του πασοκικού συνθήματος των εκλογών του 1981, «στις 18 Σοσιαλισμό». Εξάλλου, το κύριο χαρακτηριστικό των δύο κατ’ εξοχήν «αντιμνημονιακών» κομμάτων είναι ο ιδιότυπος λαϊκισμός τους, και η προσπάθεια να αποφεύγουν τα δύσκολα. Ο Καμμένος αποσιωπά τις νεο-φιλελεύθερες όψεις της πολιτικής του, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ τις εθνομηδενιστικές. Χαρακτηριστικά, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» επαναφέρουν διαρκώς τη συζήτηση στο «μνημόνιο», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη διαρκή αναφορά του πως η κρίση είναι «ευρωπαϊκό ζήτημα», αποκρύβει την ιδιαίτερη και ρατσιστική αντιμετώπιση της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους «εταίρους», ενώ, για το μεταναστευτικό, πετάει την μπάλα στην κερκίδα,  υπεκφεύγοντας με το «Δουβλίνο 2» και με το «να πάρουν ταξιδιωτικά έγγραφα οι μετανάστες» ταυτόχρονα, προβάλλει ελάχιστα ως κεντρικό αίτημα την πληρωμή των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου.

Είναι εφικτός ένας νέος Ανδρέας;

Στην πραγματικότητα, και τα δύο αυτά κόμματα εμπνέονται από το αλήστου μνήμης παράδειγμα του Ανδρέα. Ο Καμμένος παίζει σε όλα τα ταμπλό και είναι «έτοιμος», δήθεν, για συμμαχίες με όλους τους «αντιμνημονιακούς». Ο ΣΥΡΙΖΑ, που πριν πέντε χρόνια υπεράσπιζε την κατεδάφιση της χώρας, κατά τον μηδενιστικό Δεκέμβρη του 2008, και οικοδόμησε στον πιο ακραίο λαϊκιστικό Αλαβανισμό, σήμερα επενδύει στον Ανδρεϊσμό, που φαίνεται να ελκύει και τον Καμμένο. Μόνο που οι εποχές είναι πολύ διαφορετικές. Το ανδρεϊκό φαινόμενο οικοδομήθηκε στη δεκαετία του 1970, όταν το καθεστώς είχε αποθέματα αναδιανομής, υπήρχαν ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες και ο δανεισμός ήταν ακόμα πολύ χαμηλός. Γι’ αυτό και ο Ανδρέας μπορούσε να επενδύει σε μια συνολική πολιτική που ήταν, ταυτόχρονα, πατριωτική, αναδιανεμητική και… δανειστική! Σήμερα, δεν μπορεί να επαναληφθεί κάτι ανάλογο διότι ο ελληνισμός δίνει  –κυριολεκτικά– μια πάλη ζωής ή θανάτου. Και κανένα επιδερμικό ή λαϊκιστικό –με την αρνητική έννοια του όρου– σχήμα, δεν έχει δυνατότητες μακροημέρευσης. Εξ άλλου, θα πρέπει να θυμίσουμε το δημοσκοπικό 18% του Αλαβάνου –και του μικρού τότε Τσίπρα– στη φάση της επένδυσης στα Εξάρχεια και… την κα Ρεπούση. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα διπλό πρόσωπο Ιανού, από τη μία πλευρά αποτελεί, υπέρβαση της μεταπολίτευσης, και από την άλλη την πιο χαρακτηριστική συνέχειά της, τόσο κοινωνικά όσο και ιδεολογικά. Εξάλλου σήμερα ενισχύεται σε βάρος του Κουβέλη, διότι καθώς βαθαίνει η κρίση, προσελκύει τους απογοητευμένους ή οικονομικά κατεστραμμένους Πασόκους, που προς στιγμήν είχαν στραφεί προς τη ΔΗΜΑΡ, η οποία – σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της… Ρεπούση– συρρικνώθηκε και συσπειρώνει μόνο τη σημιτική πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ!

Δηλαδή, για να διευκρινίσουμε τη θέση μας. Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» και η στρατηγική Τσίπρα –όχι ο ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα–, ενώ δεν αποτελούν κάτι το πραγματικά «νέο» και συνεκτικό στη μετα-μεταπολιτευτική περίοδο, ταυτόχρονα προϊδεάζουν και προαναγγέλλουν μια νέα ιστορική εποχή κατά την οποία θα καταρριφθούν οι παλαιοί διαχωρισμοί και θα τείνει να συγκροτηθεί ένας νέος πολιτικός άξονας γύρω από τις  θεματικές του πατριωτισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογίας και της άμεσης δημοκρατίας. Ο Καμμένος ανταποκρίνεται στο κριτήριο του πατριωτισμού, αλλά υπολείπεται δραματικά στα υπόλοιπα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρίνεται –με τον τρόπο του– στο θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά έχει τη μεγάλη τρύπα στο ζήτημα του πατριωτισμού και της εθνικής επιβίωσης του ελληνισμού.

Η οργανωτική αποτυχία των «αγανακτισμένων»

Οι μόνες δυνάμεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα αρχικό πρόπλασμα του «νέου» ήταν οι δυνάμεις των «πλατειών» και των Αγανακτισμένων. Ωστόσο, απέτυχαν να το κάνουν. Και βασική ευθύνη γι’ αυτό έχουν η μεγαλομανία και ο μεγαλοϊδεατισμός που υπήρξαν ένα από τα βασικά βαρίδια του αντιμνημονιακού κινήματος μέχρι σήμερα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, μαζί  με τον Κασιμάτη, απέρριπταν συστηματικά την οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση της Σπίθας, και άρα τη συμμετοχή της στις εκλογές, με το καταπληκτικό διττό επιχείρημα ότι εμείς απευθυνόμαστε στην πλειοψηφία του ελληνικού λαού και περιμένουμε την κατάρρευση του καθεστώτος, ενώ, ταυτόχρονα, δεν έχουμε τη δυνατότητα και τα οικονομικά μέσα ούτε καν να διαμορφώσουμε ένα στοιχειώδες ψηφοδέλτιο! Ή όλα ή τίποτα, δηλαδή τίποτα! Άλλοι συγκρότησαν μεγαλεπήβολα «μέτωπα» και ετοίμασαν προγράμματα για τις πρώτες «εκατό μέρες» της εξουσίας τους και την ίδια στιγμή δεν μπορούν να συμπληρώσουν αξιόπιστα και πλήρη ψηφοδέλτια, συμμετέχοντας με περιθωριακό τρόπο στις εκλογές.

Και έτσι κατεστράφη η μόνη πραγματική δυνατότητα συγκρότησης ενός σχετικά αξιόπιστου εκλογικού αντιστασιακού σχήματος, που θα μπορούσε να εκφράσει τους κοινούς τόπους του κινήματος των Αγανακτισμένων, με αποτέλεσμα τη δυναμική αυτού του κινήματος να την εισπράξουν οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» και ο ΣΥΡΙΖΑ, το δε κενό του να το εκμεταλλευτεί ακόμα και η Χρυσή Αυγή που εμφανίζεται στα μάτια των αδαών νεαρών ως το κατ’  εξοχήν αντισυστημικό κίνημα.

Η νέα περίοδος του αντιστασιακού κινήματος

Αυτές οι εξελίξεις έχουν ήδη μεταβάλει τον τρόπο και τους κόμβους συγκρότησης ενός, εαμικού τύπου, πολυσυλλεκτικού δημοκρατικού ρεύματος, που είναι  αναγκαίο και εφικτό στην περίοδο που έρχεται.

Κατ’ αρχάς, για να μπορέσουμε να θέσουμε κάποια στιγμή, ουσιαστικά και όχι γελοιογραφικά, το αίτημα μιας συνολικής αλλαγής, είμαστε υποχρεωμένοι να πραγματοποιήσουμε μια «μακρά πορεία» –που οι συνθήκες την κάνουν να γίνεται πολύ πιο σύντομη χρονικά αλλά παραμένει αναγκαία από ποιοτική άποψη– μέσα από τα κινήματα αλλά και τους θεσμούς. Κατά την προηγούμενη περίοδο, αυτό μπορούσε και έπρεπε να εγκαινιαστεί μέσα από ένα «αντιμνημονιακό μέτωπο», συγκροτημένο σε μίνιμουμ πρόγραμμα, με βάση το κίνημα των Αγανακτισμένων και τις «πλατείες», το οποίο θα διευκρίνιζε την ιδεολογία και το πρόγραμμά του, σταδιακά, καθώς θα συγκροτούνταν. Δηλαδή, θα περνούσαμε από το πολύ γενικό και τις μίνιμουμ κοινές συνιστώσες στη συγκεκριμενοποίηση.

Αυτό δεν κατέστη δυνατό, για λόγους που έχουμε αναλύσει. Σήμερα, αφού η συγκρότηση δια του άμεσου «μετώπου των πλατειών» κατέστη ανέφικτη και άλλες πολιτικές δυνάμεις κάλυψαν το «κενό», έχουμε φτάσει στην ανάγκη της συγκεκριμενοποίησης προτάσεων και στρατηγικών, ενώ η καταστροφή της χώρας με την υπογραφή και των δύο μνημονίων έχει βαθύνει. Στο  εξής, το «μέτωπο» δεν μπορεί να είναι μόνον «αντιμνημονιακό» αλλά πρέπει να πάμε ένα βήμα πάρα πέρα, να γίνει «αντιστασιακό», συμπεριλαμβάνοντας θεματικές όπως το μεταναστευτικό, η Κύπρος, η ΑΟΖ, οι Γερμανικές Επανορθώσεις και το Κατοχικό Δάνειο.  Επί πλέον, είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να μιλήσουμε για ένα μέτωπο που θα συγκροτηθεί όχι από τις «πλατείες» και μόνο, αλλά από διαφορετικές πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες και με στοιχεία προγραμματικής συμφωνίας που υπερβαίνουν την απλή αντιμνημονιακή ρητορική.

Κατά συνέπεια, προσβλέπουμε στη συνάντηση δυνάμεων που έχουν ήδη πίσω τους ένα κάποιο ιδεολογικό και πολιτικό παρελθόν και θα προέλθουν συχνά από τις αναπόφευκτες διευκρινίσεις απόψεων, οι οποίες θα λάβουν χώρα στο εσωτερικό υπαρκτών πολιτικών δυνάμεων, κάτω από την πίεση του ίδιου του λαού. καθώς και από νέες δυνάμεις που θα αναδειχθούν από το κίνημα  – μέσα σε ένα κινηματικό και θεσμικό χωνευτήρι. Διότι η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάδειξη νέων πολιτικών σχημάτων, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», θα προκαλέσει στο εσωτερικό τους όλο και πιο ισχυρές διαφοροποιήσεις,. Δεν μπορεί ο εθνομηδενιστικός πυρήνας του Συνασπισμού να συμβαδίσει με τον νέο πατριωτικό λόγο, που έστω υπαινικτικά ή δημαγωγικά προφέρει ο Τσίπρας, ούτε θα μπορέσουν οι διάφορες «συνιστώσες» να συμπορεύονται σε κομβικά ζητήματα όπως το Κυπριακό, η ΑΟΖ, το μεταναστευτικό κ.λπ. Το ίδιο, και ίσως σε μεγαλύτερη έκταση, θα συμβεί στους «Ανεξάρτητους Έλληνες», γύρω από την πιθανή ή όχι συμπόρευση με νέα κυβερνητικά σχήματα. Ούτε το δυναμικό που εκφράστηκε στα ποικίλα σχήματα του χώρου των Αγανακτισμένων, από τη Σπίθα έως το ΕΠΑΜ, θα μείνει εκτός αυτών των διαδικασιών.

Σε αυτές τις συνθήκες, καθίσταται αναγκαία η διαμόρφωση ισχυρών και συνεκτικών σχημάτων και ομαδοποιήσεων, που ενστερνίζονται το «τετράπτυχο» που θέτουμε ως προϋπόθεση μιας προγραμματικής συμφωνίας, και οι οποίες θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ως πόλοι αναφοράς και καταλύτες αυτής της μελλοντικής ανασύνθεσης που προδιαγράφουμε. 

Πλέον, είναι εφικτή η συγκρότηση ενός –πλειοψηφικής απεύθυνσης– αντιστασιακού, πατριωτικού – ριζοσπαστικού ρεύματος. Υπάρχουν ίσως και οι συνθήκες ώστε να μπορέσει να σώσει τη χώρα από την απόλυτη καταστροφή, καθώς, ακόμα και στην Ευρώπη, πληθαίνουν οι φωνές που απορρίπτουν την πολιτική στραγγαλισμού που θέλει να επιβάλει η πανευρωπαϊκή γερμανική κηδεμονία. Ταυτόχρονα, το καθεστώς μέσα στην Ελλάδα έχει σαπίσει εντελώς και δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον αν δεν αλλάξουμε άρδην κράτος και κοινωνία.

Αυτές οι απόψεις έχουν πλειοψηφικό χαρακτήρα και εκφράζουν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού: υπάρχει κενό εξουσίας και ηγεμονίας, αλλά τα οργανωμένα σχήματα και οι πολιτικές ομαδοποιήσεις βρίσκονται τραγικά πίσω από τις νέες ανάγκες. Γιατί προέρχονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, από ιδεολογικά και πολιτικά σχήματα διαμορφωμένα –και κάποτε πρωταγωνιστές της– στη μεταπολίτευση, τις πρακτικές και την ιδεολογία της. Γι’ αυτό εξάλλου και αποτελεί πολιτικαντισμό και ανδρεοπαπανδρεϊκή ρητορεία η πρόταση για άμεση ανατροπή του «συστήματος». Ιδού λοιπόν το κεντρικό αίτημα της περιόδου: Η ιδεολογική ηγεμόνευση της αντιστασιακής ιδεολογίας και στρατηγικής και η ταυτόχρονη οικοδόμηση των οργανωτικών προϋποθέσεων για τη μετατροπή αυτής της ιδεολογικής κυριαρχίας σε πολιτική.

Οι εκλογές σηματοδοτούν την απαρχή αυτής της διαδικασίας και όχι το τέλος τους. Ούτως ή άλλως, οι συσχετισμοί δεν θα μπορέσουν να παγιώσουν ισορροπίες, έστω και για ελάχιστους μήνες. Μας περιμένει, επομένως, μια μεγάλη περίοδος αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, αστάθειας και αβεβαιότητας, μέσα στην οποία θα διογκωθεί ο κίνδυνος της ολικής κατάρρευσης, που ήδη επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια μας. Πρέπει λοιπόν να εργαστούμε για έναν αυτόνομο πόλο πατριωτικής, ριζοσπαστικής και δημοκρατικής αντίστασης.

Όσο για το «τι ψηφίζουμε» σε αυτές τις εκλογές, πιστεύουμε πως ήδη έχουμε διαγράψει τη γενική κατεύθυνση. Ψηφίζουμε, «χωρίς αυταπάτες», δυνάμεις που αρνούνται την υποταγή και την καταστροφή της χώρας  και μάλιστα επιλέγουμε και πού θα κατευθύνουμε την ψήφο μας, σε άτομα που βρίσκονται πιο κοντά στο αντιστασιακό ζητούμενο και πιθανώς στις αναγκαίες μελλοντικές ανασυνθέσεις.

Υ.Γ. Έχουμε μια ειλικρινή απορία. Για ποιο λόγο άραγε οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» αλλά προπαντός ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αναδεικνύουν σε κεντρικό αίτημα της προεκλογικής εκστρατείας, όχι το χρονοβόρο ζήτημα των Γερμανικών Αποζημιώσεων γενικά, αλλά την άμεση καταβολή από τη Γερμανία του Κατοχικού Δανείου, άμεσα απαιτητού και πληρωτέου, που ξεπερνάει τα 65 δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς τους τόκους; Γιατί όχι μια κεντρική διαδήλωση με αυτό το αίτημα;

Καλή ψήφο και ες αύριον τα σπουδαία.

Πρωτομαγιά 2012  

ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ «ΑΡΔΗΝ»

www.ardin-rixi.gr