math1979 math2017Κοινή διαπίστωση όλων των συναδέλφων μαθηματικών που έχουν επαρκή εμπειρία είναι ότι το γενικό επίπεδο των μαθητικών επιδόσεων (στη Μέση Εκπαίδευση, τουλάχιστον) έχει πέσει δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Ο μαθηματικός αναλφαβητισμός σαρώνει όλο και μεγαλύτερους πληθυσμούς στα ελληνικά σχολεία. Βιβλία και ασκήσεις παλαιότερων ετών περιέπεσαν σε αχρηστία, αφού το επίπεδο δυσκολίας είναι σχεδόν ασύμβατο με τις τρέχουσες μαθητικές δυνατότητες. Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αδυνατούν να διδάξουν τα αντικείμενά τους, αφού βλέπουν κενά γνώσεων περισσότερα κι από τα …καθίσματα στα αμφιθέατρα. Το φαινόμενο είναι εντυπωσιακό, αν αναλογιστεί κανείς τα μέσα που βρίσκονται πλέον στην διάθεση καθενός και την προδήλως μεγαλύτερη ευστροφία των σημερινών παιδιών.

Φταίει η απαξίωση της γνώσης, η κυριαρχία της εικόνας, η αδυναμία συγκέντρωσης της σκέψης και η αποθέωση της χρησιμοθηρίας, που απαντώνται σε κάθε χώρα του δυτικού τουλάχιστον κόσμου. Φταίει η πνευματική νωθρότητα και η λογική της ήσσονος προσπάθειας, που ειδικά στην Ελλάδα συνδέεται και με την απουσία κάποιας επαγγελματικής διεξόδου μετά το 12χρονο σχολείο. Φταίει η κοινωνική διάλυση και η συνακόλουθη καταστροφή του εκπαιδευτικού κλίματος στις σχολικές αίθουσες (δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι διδάσκοντες). Ευθύνονται όμως και άλλοι παράγοντες, περισσότερο ελέγξιμοι και λιγότερο αόριστοι, στους οποίους θα αναφερθούμε κατωτέρω.

Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει διεθνώς μια διαφορετική αντίληψη για την διδακτική των Μαθηματικών. Αυτό που προέχει είναι η «ανακάλυψη» του κανόνα, η συνεργατική προσέγγιση, η κατανόηση μέσα από διαφορετικές διαδρομές και εμπειρίες. Ταυτοχρόνως υποβαθμίζεται η αλήθεια που προσφέρουν τα μαθηματικά, η αξία του κανόνα, της μεθοδολογίας και της αποστήθισης αλλά και αυτών των γνώσεων. Αυτό συμβαίνει στα πλαίσια μιας (κατανοητής) αντίδρασης στον θετικισμό, στον ατομισμό και στην «παπαγαλία», όμως έτσι παραμερίζεται μέγα μέρος της ουσίας της σχολικής διδασκαλίας και όλα ανάγονται στο «ταξίδι προς τη γνώση». Άνθρωποι σοβαροί και επιστήμονες επαρκείς συγγράφουν – κατά παραγγελία του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και των «ειδικών» του Υπουργείου Παιδείας – σχολικά εγχειρίδια με προγραμματικές θέσεις τις νέες αυτές προτεραιότητες, που όμως δείχνουν να αγνοούν βασικούς παράγοντες, οι οποίοι τελικά υπονομεύουν την ανωτέρω στοχοθεσία: την έλλειψη χρόνου για τους διδάσκοντες και την έλλειψη ενδιαφέροντος για τους διδασκόμενους. Το πρώτο ελλείπον στοιχείο είναι αντικειμενικό, μη αντιμετωπίσιμο και ακυρώνει στην πράξη όσα σχεδιάστηκαν στο (σκανδιναβικό;) εργαστήριο. Το δεύτερο αφορά μια ολοένα και μεγαλύτερη πλειοψηφία και δεν αναιρείται ούτε με τον χαρισματικότερο δάσκαλο ούτε με το επαρκέστερο μαθητικό υλικό. Οι σχεδιαστές των εγχειριδίων και των αναλυτικών προγραμμάτων μάλλον προβάλλουν τις δικές τους ανάγκες – επιθυμίες – προτεραιότητες και φαίνεται να αγνοούν την σύγχρονη κοινωνική και σχολική πραγματικότητα, όπου το «ορέγεσθαι ιδείν» σχεδόν έχει εκλείψει. Αυτή δε η εξαφανισμένη όρεξη για μάθηση δεν επανέρχεται ούτε με πολύχρωμες ζωγραφιές, ούτε με γλαφυρά παραδείγματα, ούτε με παιχνιδιάρικες παρουσιάσεις της διδακτέας ύλης. Αντιθέτως, όταν ακυρώνεται ο αυστηρός χαρακτήρας των μαθηματικών, όταν χαώνεται ακόμα κι αυτό το κατ’ εξοχήν οργανωμένο γνωστικό πεδίο, θίγουμε καίρια ακριβώς το πνεύμα του. Δεν είναι οι φιοριτούρες που θα κάνουν αγαπητό το μάθημα αλλά η ευχερής κατανόησή του. Διαφορετικά μόνο ζημιά γίνεται καθώς δεν μένει καμμία βεβαιότητα στον μαθητή και ο απόλυτος σχετικισμός εδραιώνεται στον νου του. Ήδη από την αρχαιότητα γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει «βασιλική οδός για τη Γεωμετρία»: δεν μπορούμε όλα να τα μετατρέψουμε σε διασκεδαστικό παιχνίδι αλλά ούτε και ενδείκνυται κάτι τέτοιο όταν απευθυνόμαστε σε μεγάλα παιδιά – δεν υπάρχει λόγος να μεταφέρουμε τον παλιμπαιδισμό της εποχής μας και στην επόμενη γενιά!

Όταν λοιπόν ακυρωθεί εκ των πραγμάτων στην τάξη το «μαθαίνω να μαθαίνω», σύνθημα ευπώλητο στην αγορά του εκπαιδευτικού και πολιτικού λαϊκισμού, δεν μένει τίποτε από μάθηση. Αυτό δεν είναι πια υπόθεση εργασίας αλλά δυστυχώς απτή πραγματικότητα, που ουδόλως απασχολεί τους υπευθύνους της Εκπαίδευσης (όπως και καθετί σοβαρό στον χώρο). Αν όμως πιστεύουμε ότι η παιδεία είναι η μόνη ελπίδα του τόπου μας, και με δεδομένο πως τα μαθηματικά είναι το κατ’ εξοχήν μάθημα λογικής υποδομής, θα έπρεπε να έχουμε χάσει τον ύπνο μας με την κατάσταση που περιγράψαμε, και με ό,τι αυτή σημαίνει για την πνευματική συγκρότηση και τη μορφωτική σκευή των επόμενων γενιών των Ελλήνων.

 

 

Υ.Γ. Προφανώς δεν μπορεί να μεταφερθεί εδώ η διδακτική εμπειρία προς τεκμηρίωση των γραφομένων. Μπορεί όμως να τεκμηριωθεί δειγματοληπτικά μέσα από σχολικά βιβλία (πχ της Ε΄ Δημοτικού) που απέχουν δεκαετίες το φαινόμενο που εντοπίζουμε ως πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα.