Μετά το κινηματογραφικό μας αφιέρωμα στο προηγούμενο φύλλο, συνεχίζουμε σήμερα με ειδικώς …διασκευασμένη ποίηση. Και μια που μας ήρθε στο μυαλό κάτι για τις κατοχι-κές κυβερνήσεις της τελευταίας τριετίας γενικά, ξεκινάμε μοιραία με Καββαδία και ολίγη από …«Χαζό του Νότου»:

 

Μέσα στο Μαξίμου αραχτός,

νοιαζόσουν μόνο για…ποδηλασία

και μας φλόμωνες στη μαλ…

πως με το ΔΝΤ θα πάμε μπρος.

 

Και με στοιχεία ψεύτικα σωρό,

μαζί με υπουργούς και βουλευτάδες,

αρχίσατε ως γερμανοτσολιάδες

το πούλημα το μνημονιακό.

 

Μετά του Παπαδήμου οι εκτροπές

προχώρησαν κι άλλο την προδοσία.

Μα «νόμιμη» για να ’ναι η ιστορία,

έπρεπε να γίνουν κι εκλογές.

 

Και τώρα πλέον Βενιζέλος, Σαμαράς,

βγάζουνε τα πάντα στα παζάρια,

κι από την άλλη μάς τα σπάνε τα παπ…

Πρετεντέρης και Παπαχελάς.

 

Τώρα βουλιάζει πια η χώρα στον γκρεμό

κι η τρόικα δεν λέει να το κουνήσει.

Βουνά, νησιά και δρόμους θα πουλήσει,

σ’ ένα κατήφορο χωρίς σταματημό.

 

Και μες στη μαύρη γύρω καταχνιά,

της Μέρκελ και του Σόιμπλε οι ρουφιάνοι

ούτε μια βάρκα δεν θ’ αφήσουν στο λιμάνι -

όλα θα «σκοτωθούν» κοψοχρονιά.

 

Μα ενώ απλώνεται η κατοχή βαριά,

κάποιοι ζουν με τρίδιπλες ανέσεις,

κι εσύ δεν ξέρεις ποιον να πρωτοχ…,

τους δωσιλόγους ή τα ξένα αφεντικά.

 

Ξεσάλωσαν και της Λαγκάρντ τ’ αρπαχτικά

κι αφήνουνε μια χώρα ρημαγμένη.

Μα ούτε κρεμάλα δυστυχώς δεν σας προσμένει,

προδότες κι εκλεγμένα τρωκτικά!

 

Αφήνουμε όμως τώρα τον αγαπημένο μας Καββαδία και περνάμε στον (ακόμη πιο) αγαπημένο μας Καβάφη, με ολίγη…αυτοκριτική. Καθότι εντάξει, φυσικά και «δεν τα φάγαμε όλοι μαζί», φυσικά και δεν φταίμε όλοι εξίσου, φυσικά και έχουμε κάθε δίκιο να τα χώνουμε αγρίως στο σάπιο πολιτικό μας κατεστημένο, αλλά έχουμε κι εμείς ως λαός κάποια σοβαρή ευθύνη, ε; Κατά συνέπεια…

 

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα, ακουστούν

ο Τόμσεν κι ο Στουρνάρας να περνάνε,

την τύχη σου που ενδίδει πια,

τις παπαριές για αναδιαπραγμάτευση που άκουσες,

τις υποσχέσεις για ανάκαμψη που βγήκαν όλες μούφα,

μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Σα χρεωμένος που είσαι πια, σαν πειναλέος,

αποχαιρέτα την πατρίδα που βουλιάζει.

 

Προ πάντων να μη γελαστείς,

μην πεις πως ήταν ένα όνειρο,

πως απατήθηκεν η ακοή σου.

Μην πεις πως πάλι εσύ δεν φταις

γιατί κι αυτοί σου είπαν ψέματα

και σε ξεγέλασαν να τους ξαναψηφίσεις.

 

Μάταιες δικαιολογίες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σα βουλιαγμένος στα χαράτσια πια, σα ψωραλέος,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

κι άκουσε με συγκίνησιν,

αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα

τις οιμωγές των μισθωτών και των συνταξιούχων,

καθώς της Τρόικας τους εξοντώνουν οι τζουτζέδες.

 

Και ρίξε μεν κι ένα σιχτίρισμα στα βοθροκάναλα,

μα πάνω απ’ όλα στο δικό σου σκατοκέφαλο,

τώρα που η ιδιωτεία σου

κι η δανεική ευμάρεια τριάντα χρόνων

ένα λοβοτομημένο σε έχουν καταντήσει πρόβατο,

που το τραβάνε πλέον για σφαγή, δίχως να βγάζει λέξη.

 

Κι αφού τα κάνεις όλα αυτά,

σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την τη χώρα σου που χάνεις»…

 

Αλλά φυσικά για να φτάσουμε ως εδώ, χύθηκε πολύ νερό στ’ αυλάκι, ε; Το έχουμε πει και άλλες φορές ότι όλα αυτά που περνάμε τα τελευταία 3-4 χρόνια, είναι απλά συμπτώματα της ασθένειας και όχι η ίδια η ασθένεια. Το πρόβλημα είναι ουσιαστικά πολύ ευρύτερο και βαθύτερο. Αφορά μια ολόκληρη κοινωνία και μια ολόκληρη χώρα. Μια θλιβερή χώρα, βουτηγμένη στη σύγχυση και στην παρακμή, μια χώρα αποχριστιανισμένη, αφελληνισμένη και εξηλιθιωμένη, που δεν ξέρει πια πού πατάει και πού βρίσκεται και όπου σχεδόν το καθετί πλέον…«Ανάξιον Εστί». Συνεπώς, καιρός πια και για λίγο…ελυτικό θρήνο:

 

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ

Και μυρσίνη εσύ δοξαστική,

μη παρακαλώ σας,

μη λησμονάτε τη χώρα μου!

 

Καμένα τα ’χει τα ψηλά βουνά,

μες στα δάση αυθαίρετα σειρά,

και τ’ ακρογιάλια βρωμερά

στου σκουπιδαριού το γειτόνεμα!

 

Στη χυδαιότητα βουλιάζει απ’ τη μια,

απ’ την άλλη κολυμπά στη λαμογιά,

με απάτες, δάνεια και αρπαχτές

στης κονόμας το όνειρο.

 

Τα τουρκοσήριαλ έχει σωρό,

στα κανάλια ντενεκεδαριό,

πολιτικούς της πυρκαγιάς

και του κ… διανόηση!

 

Και δεν είναι μήτε πια πολιτισμός

και παλιά της μήτε αξία μια,

μόνο βλακεία πια παντού

και το κιτς ανελέητο!»…

 

Κι επειδή λοιπόν κάπου εκεί έγκειται ουσιαστικά το πρόβλημα, μοιραία υψώνονται και κάποια …άκρως βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα. Ερωτήματα που – αποχαιρετώντας σας – σάς τα καταθέτουμε αντί επιλόγου:

 

Τι είν’ η πατρίδα μας;

Μην είν’ οι ΔΕΚΟ;

Μην είν’ οι Τράπεζες και η ΔΕΗ;

Μην είν’ τα Ταμεία που ληστευθήκαν;

Τα έργα που γίναν για αρπαχτή;

 

Τι είν’ η πατρίδα μας;

Μην είν’ οι πόλεις;

Μην είν’ το χάος το οδικό;

Μην είν’ η βρώμα και το τσιμέντο;

Των εργολάβων το κιτσαριό;

 

Τι είν’ η πατρίδα μας;

Μην είν’ ο Τσίπρας;

Μην είναι η Ντόρα με τον Χοντρό;

Ο Βαλιανάτος με τη Ρεπούση;

Και ο Αντώνης με τον Χαζό;

 

Τι είν’ η πατρίδα μας;

Μην είν’ ο Σκάι;

Μην είν’ ο Μπόμπολας κι η διαπλοκή;

Μην είν’ ο Τρύφων με την Τατιάνα

κι όλα τα σούργελα μες στο γυαλί;

 

Τι είν’ η πατρίδα μας;

Μην είν’ ο Τόμσεν;

Μην είν’ το έλλειμμα κι η λαμογιά;

Μην είν’ το κόμπλεξ μας και η βλακεία

κι όλη η καφρίλα κι η κατινιά;

 

Όλα πατρίδα μας,

κι αυτά κι εκείνα

και κάτι πού ’χαμε μες στην καρδιά,

που ΚΑΠΟΤΕ έλαμπε σαν ήλιου αχτίνα,

μα πια το θάψαμε ΜΕΣ ΣΤΑ ΣΚΑΤΑ…