-
28
Sep
τοῦ Ν.Δαπέργολα, Διδάκτορα Βυζαντ. Ἱστορίας ΑΠΘ
Στὸ προηγούµενο φῦλλο µας (14/9/2005) ὁ κ. Π. Χριστοδούλου προέβη σὲ κάποιες ἐνδιαφέρουσες ἐπισηµάνσεις σὲ σχέση µέ τὴν νέα ἀπόπειρα τῶν Βουλγάρων νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸν ἀρχαῖο θρακικὸ πολιτισµό. Ἐπειδὴ ὅµως αὐτὸ τὸ ἐπιστηµονικὸ ἀτόπηµα δὲν εἶναι οὔτε τὸ µόνο, ἀλλὰ οὔτε ἴσως κἄν τὸ πιὸ σηµαντικό, δὲν θὰ ἐστερεῖτο, πιστεύω, σηµασίας νὰ ἐπιχειρήσουµε σήµερα µία διεύρυνση τοῦ θέµατος, ὥστε νὰ διαφωτίσουµε τοὺς ἀναγνῶστες µας πάνω στὴ γενικότερη προσπάθεια παραχάραξης τῆς Ἱστορίας ἐκ µέρους τῶν γειτόνων µας, προσπάθεια ποὺ στὴν πραγµατικότητα εἶναι πολὺ παλιὰ καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπεισοδιακή.
Νοµίζω κατ’ ἀρχὰς ὅτι ὀφείλουµε νὰ ξεκαθαρίσουµε ὁρισµένα πράγµατα γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς βουλγαρικῆς Ἱστορίας καὶ γιὰ τὶς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἔλαβε χώρα ἡ βουλγαρικὴ ἐθνογένεση. Οἱ Βούλγαροι ἦταν ἀσιατικὸς λαός, ποὺ τὸν συναντοῦµε γιὰ πρώτη φορά στὶς ἱστορικὲς πηγὲς περὶ τὸν 6ο αἰ. Μετὰ τὴ διάσπαση τοῦ κράτους τους (στὰ δυτικά τῆς Κασπίας), µία ὁµάδα ἀπὸ αὐτοὺς µέ ἀρχηγὸ τὸν Ἀσπαροὺχ ἔφτασε στὰ Βαλκάνια καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀρχικὰ στὸ δέλτα τοῦ Δούναβη. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀποτυχηµένη ἀπόπειρα τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ νὰ τοὺς διαλύσει (680), πέρασαν πλέον τὸν Δούναβη καὶ ἐγκαταστάθηκαν µόνιµα στὴν περιοχή, ὑποτάσσοντας τὰ σλαβικὰ φῦλα ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰ. Ἔτσι ἱδρύθηκε τὸ πρῶτο βουλγαρικὸ κράτος, στὸ ὁποῖο οἱ Βούλγαροι (ποὺ τοὺς ὀνοµάζουµε καὶ Πρωτοβουλγάρους) ἦταν στὴν πραγµατικότητα µία µικρὴ µειονότητα, ἐνῶ ὁ κύριος ὄγκος τοῦ πληθυσµοῦ ἦταν σλαβικός.
Ἡ κατάσταση αὐτὴ παρέµεινε ἀναλλοίωτη ὡς τὰ µέσα τοῦ 9ου αἰ., µέ τοὺς Βουλγάρους νὰ παραµένουν µία κλειστή καὶ ἀποκοµµένη ἄρχουσα τάξη σ’ αὐτὸ τὸ κατὰ βάση σλαβικὸ κράτος, γεγονὸς ποὺ τοὺς ἐπέτρεψε νὰ µήν ἀφοµοιωθοῦν ἀπὸ τοὺς πολυπληθέστερους ὑποτελεῖς τους. Στὴ συνέχεια ὅµως τὰ πράγµατα ἐξελίχτηκαν διαφορετικά. Ἡ ἀπόφαση τοῦ τσάρου Βόγορι νὰ ἐπιζητήσει τὴν ἰσχυροποίηση τοῦ κράτους του µέσω τῆς θρησκευτικῆς καὶ γλωσσικῆς του ἑνοποίησης, ὁδήγησε ἀρχικὰ στὸν ἐκχριστιανισµὸ τῆς χώρας (ἐπισήµως τὸ 864), ἀλλὰ καὶ στὴν υἱοθέτηση ἀργότερα τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου (ποὺ εἶχε ἐπινοήσει ὁ Ἅγιος Κύριλλος). Ἔτσι τὸ βουλγαρικὸ κράτος ἀπέκτησε ἑνιαία γιὰ ὅλους θρησκεία καὶ ἑνιαία ἐπίσηµη γλῶσσα, ποὺ γιὰ πρώτη φορά διέθετε καὶ τὸ ἀπαραίτητο προσὸν τῆς γραπτῆς ἔκφρασης (ὑπενθυµίζω ὅτι τόσο ἡ σλαβική, ὅσο καὶ ἡ ἀσιατικῆς προέλευσης βουλγαρικὴ ἦταν µόνο προφορικὲς γλῶσσες καὶ γι’ αὐτὸ ἡ βουλγαρικὴ πολιτικὴ ἡγεσία ἀναγκαζόταν ἕως τότε νὰ χρησιµοποιεῖ ὡς ἐπίσηµη γλῶσσα τὴν ἑλληνική, στὴν ὁποία εἶναι γραµµένες ὅλες οἱ λεγόµενες πρωτοβουλγαρικὲς ἐπιγραφὲς µέχρι τὸν 10ο αἰ.). Ἔτσι τέθηκαν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἰσοπέδωσης τῶν διαφορῶν µεταξὺ τῶν πολυπληθῶν Σλάβων ὑπηκόων καὶ τῶν ὀλιγάριθµων Βουλγάρων ἡγετῶν τους, γεγονὸς ποὺ µοιραῖα πλέον ὁδήγησε στὴ σταδιακὴ ἀφοµοίωση τῶν δεύτερων ἀπὸ τοὺς πρώτους (1). Μέχρι τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰ., ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ εἶχε συντελεστεῖ καὶ τὰ µόνα ποὺ ἀπέµειναν ὡς ἀνάµνηση τῆς ὕπαρξης τῶν παλαιῶν Βουλγάρων ἦταν ἡ ἐθνωνυµία καὶ κάποια ἐλάχιστα ἀκόµη γλωσσικὰ ὑπολείµµατα, κυρίως ἀνθρωπωνύµια ἢ ὀνόµατα πολιτικῶν ἀξιωµάτων. Ἔτσι παρουσιάζεται τὸ ἐνδιαφέρον φαινόµενο ὑπὸ τὸν ὅρο «Βούλγαροι» νὰ ἐννοοῦνται στὴν πραγµατικότητα δυὸ διαφορετικὰ πράγµατα: α) γιὰ τὴν περίοδο 7ου – 10ου περίπου αἰ. ἕνα ἀσιατικῆς προέλευσης φῦλο ποὺ κατέκτησε τὰ σλαβικὰ ἔθνη τῆς περιοχῆς καὶ β) ἐφεξῆς ἕνας λαὸς ποὺ εἶναι πλέον σλαβικός (2).
Τώρα τὸ πῶς µετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτά, ποὺ πραγµατικὰ ἀποτελοῦν κοινὸ τόπο γιὰ τὴν διεθνή ἐπιστηµονικὴ κοινότητα, µᾶς προκύπτουν οἱ Θρᾶκες ὡς ἀπώτατοι πρόγονοι τῶν σηµερινῶν Βουλγάρων, εἶναι ἄξιον ὄχι ἁπλῶς ἀπορίας, ἀλλὰ καὶ θυµηδίας. Γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθουν τὸν προφανή σκόπελο, οἱ λιγότερο …προπετεῖς Βούλγαροι ἱστορικοὶ δὲν ἀρνήθηκαν ἀσφαλῶς ὅσα προαναφέραµε, τόνισαν ὡστόσο ὅτι στὴ βουλγαρικὴ ἐθνοσύσταση δὲν συµµετεῖχε µόνο τὸ ἐπείσακτο στὰ Βαλκάνια σλαβοβουλγαρικό, ἀλλὰ ἐξίσου καὶ τὸ πολυπληθὲς ντόπιο στοιχεῖο, ποὺ τὸ ἀποκάλεσαν θρακικό. Καὶ αὐτὴ ἡ θεωρία ὅµως, πέραν τοῦ ὅτι ποτὲ δὲν µπόρεσε νὰ στηριχθεῖ µέ στοιχειώδη ἐπάρκεια στὶς µαρτυρίες τῶν ἱστορικῶν καὶ ἀρχαιολογικῶν πηγῶν, εἶναι φανερὸ ὅτι µοιάζει καὶ βάσει τῆς ἁπλῆς λογικῆς ἀπίθανη. Τὸ νὰ µιλᾶµε κατ’ ἀρχὰς γιὰ συµπαγεῖς πληθυσµοὺς ποὺ ζοῦσαν τὸν 6ο αἰ. νότια τοῦ Δούναβη καὶ ἦταν ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Θρακῶν (ἐνῶ εἶναι γνωστὲς καὶ οἱ ἔντονες πληθυσµιακὲς καὶ ἐθνολογικὲς ἀνακατατάξεις ποὺ συντελοῦνταν ἀπὸ αἰῶνες στὴ ΒΔ Βαλκανική, ἀλλὰ καὶ ἡ µεγάλη δηµογραφικὴ ἀραίωση ἐξαιτίας τῶν ἀλλεπάλληλων βαρβαρικῶν ἐπιδροµῶν τῆς ὕστερης ρωµαϊκῆς καὶ τῆς πρώιµης βυζαντινῆς περιόδου) εἶναι σχεδὸν τόσο ἀνόητο, ὅσο καὶ τὸ νὰ ἀναζητοῦµε στὴ σηµερινὴ Σπάρτη ἀπευθείας ἀπογόνους τοῦ …Παυσανία. Ἀκόµη ὅµως καὶ ἂν ὑπῆρχαν τέτοιοι µαζικοὶ πληθυσµοί, δὲν ἔχουµε κανένα λόγο νὰ δεχθοῦµε ὅτι δὲν ἔπραξαν τὸ ἴδιο ποὺ ἔχει χιλιάδες φορὲς ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱστορία ὅτι συµβαίνει σὲ παρόµοιες περιπτώσεις ξένης εἰσβολῆς: νὰ ἐγκαταλείψουν δηλαδὴ τὴν περιοχή, ἀναζητώντας ἀσφαλέστερους τόπους ἐγκατάστασης. Ὅσοι πάλι δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, εἶναι βέβαιο ὅτι ἐγκλωβίστηκαν σὲ µία κατάσταση ὄχι ἀκριβῶς εἰδυλλιακή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἦταν δύσκολο νὰ ἐπιζήσουν – δεδοµένου ὅτι ἐδῶ δὲν µιλᾶµε κἄν γιὰ ἕναν ὀργανωµένο κατακτητή, ἀλλὰ γιὰ ἕνα συνονθύλευµα ἀνεξάρτητων µεταξὺ τους σλαβικῶν φυλῶν, ποὺ πέρασαν τὸν Δούναβη ἐκµεταλλευόµενες τὴν προσωρινὴ κατάρρευση τοῦ βυζαντινοῦ συνόρου καὶ ἔστησαν γιὰ ἀρκετὲς δεκαετίες στὴν περιοχὴ ἕνα σκηνικὸ ἀπόλυτης ἀναρχίας (εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι ἡ πρώτη σοβαρὴ στρατιωτικὴ ἀπόπειρα τοῦ κλυδωνιζόµενου τότε βυζαντινοῦ κράτους νὰ τοὺς ὑποτάξει, µαρτυρεῖται ἀπὸ τὶς πηγὲς πολὺ ἀργότερα – µόλις τὸ 658). Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σηµαίνουν ὅτι ἔχουµε τὸ δικαίωµα νὰ φτάσουµε στὸ ἄλλο ἄκρο καὶ νὰ ἀρνηθοῦµε τὴν ὕπαρξη κάποιων πληθυσµιακῶν ὁµάδων, ποὺ νὰ ἐπιβίωσαν καὶ τελικὰ νὰ συγχωνεύτηκαν µέσα στὸ πολυπληθὲς σλαβικὸ στοιχεῖο. Τὸ νὰ ἀναζητοῦµε ὅµως στὰ καθηµαγµένα Βαλκάνια τοῦ 6ου καὶ 7ου αἰ. συµπαγεῖς πληθυσµοὺς καὶ µάλιστα θρακικοὺς (µέ τὴν ἀρχαία ἔννοια τοῦ ὅρου), ὅπως ἐν πολλοῖς ὑπερθεµατίζει ἡ σύγχρονη βουλγαρικὴ ἱστοριογραφία, ποὺ νὰ παρέµειναν ἀλώβητοι ἀπὸ τὴ σλαβικὴ λαίλαπα καὶ τελικὰ µάλιστα νὰ συνέβαλαν ἐξίσου µέ τοὺς Σλάβους (ἀπὸ ἐθνολογικῆς καὶ πολιτισµικῆς ἀπόψεως) στὴ βουλγαρικὴ ἐθνογένεση, εἶναι ὁλοφάνερα κάτι ποὺ δὲν ἔχει σχέση µἒ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, ἀλλὰ µὄνο στὸν χῶρο τῆς προπαγάνδας µπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ. Εἰλικρινὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση – καὶ ἂς µοῦ συγχωρεθεῖ ὁ …αἱρετικὸς ἀστεϊσµὸς – ὅτι πιὸ πολὺ δικαιοῦνται οἱ Τοῦρκοι νὰ ἐπικαλοῦνται ὡς µακρινούς τους προγόνους τους …Ἴωνες, µέ δεδοµένα ἀφ’ ἑνὸς τὰ πολυάριθµα πολιτισµικά στοιχεῖα ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν µεσαιωνικὸ Ἑλληνισµὸ οἱ Σελτζοῦκοι καὶ ἀργότερα οἱ Ὀθωµανοὶ καὶ ἀφ’ ἑτέρου τοὺς µαζικοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσµοὺς ποὺ ἐξισλαµίστηκαν βιαίως ἢ ἑκουσίως καὶ σταδιακὰ ἀναµίχθηκαν µέ τοὺς τουρκικοὺς (σὲ ἀρκετὲς ἑκατοντάδες χιλιάδες τοὺς ἀνάγουν οἱ βυζαντινὲς πηγὲς µόνο στὴ Μικρασία καὶ µόνο γιὰ τὸν 14ο αἰ.), παρὰ τοὺς Θρᾶκες ὡς δικούς τους προγόνους οἱ Βούλγαροι.
Ὅπως προανέφερα ὅµως, αὐτὴ ἡ προσπάθεια τῶν Βουλγάρων καὶ ἡ µέσῳ αὐτῆς ἀπόπειρα νὰ ἀναζητήσουν ἱστορικὸ «ἔρεισµα» στὴν περιοχὴ πολὺ ἀρχαιότερο καὶ πολὺ µεγαλύτερο σὲ σηµασία ἀπ’ ὅσο στὴν πραγµατικότητα τοὺς ἀναλογεῖ, δὲν εἶναι τὸ µοναδικὸ ἐπιστηµονικὸ ἀτόπηµα τῶν βορείων γειτόνων µας. Ὑπῆρξαν καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα µάλιστα µᾶς ἀφοροῦν µέ ἀκόµη πιὸ ἄµεσο τρόπο, καθὼς χρησιµοποιήθηκαν συχνὰ κατὰ τὸ παρελθὸν γιὰ τὴ στήριξη τῶν πολιτικῶν ἐπιδιώξεων τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισµοῦ, σὲ βάρος – ἐννοεῖται – τῶν ἴδιων τῶν ἐθνικῶν µας δικαίων.
Β΄
1. Συνέβη δηλαδή κι ἐδῶ ὅ,τι καί στήν ἐθνοσύσταση τῶν Ρώσων (ἐπίσης µετά τόν 9ο αἰ.) µέ τήν – γιά τούς ἴδιους περίπου λόγους – σταδιακή ἀφοµοίωση τῶν ὀλιγάριθµων Σκανδιναβῶν Ρώς ἀπό τά ὑποτελῆ τους σλαβικά πλήθη στήν περιοχή τοῦ Κιέβου.
2. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος τῆς χρήσης τοῦ ὅρου «Πρωτοβούλγαροι»: ὁ ὅρος δέν ὑφίσταται βεβαίως στήν ἱστορική πραγµατικότητα, ἀλλά ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἐπιστηµονικό νεολογισµό (ὅπως δηλαδή καί ὁ ὅρος «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία») καί ἐξυπηρετεῖ µία καθαρή µεθοδολογική σκοπιµότητα, τήν ἀνάγκη δηλαδή διάκρισης τῶν πρώτων ἀπό τούς δεύτερους.
Μὲ τὴν ἵδρυση ὅµως τοῦ σύγχρονου βουλγαρικοῦ κράτους (1878) καὶ τὴν περαιτέρω ἐνεργοποίηση τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισµοῦ, ὁ κίνδυνος ἀναβίωσε. Μακεδονία καὶ Θράκη τέθηκαν καὶ πάλι στὸ ἐπίκεντρο τῶν βουλγαρικῶν ἐπιδιώξεων, οἱ ὁποῖες µάλιστα, ὡς γνωστόν, ἔφτασαν κάποιες φορὲς µία ἀνάσα ἀπὸ τὴν ὑλοποίησή τους (προσωρινὴ κατοχὴ τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης µέ τὴ Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τὸ 1878, κατάκτηση τῆς Ἀνατ. Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης τὸ 1912, κατοχὴ τῶν ἴδιων περιοχῶν κατὰ τὴν περίοδο 1941-44). Τὸ πράγµα βεβαίως τελικὰ κάπου πάντα σκόνταφτε καὶ οἱ ἐλπίδες γιὰ τὴ µόνιµη προσάρτηση αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν παρέµεναν ἀπατηλές, αὐτὸ ὅµως κάθε ἄλλο παρὰ ἀποθάρρυνε τὶς βουλγαρικὲς φιλοδοξίες. Οἱ Βούλγαροι ἐκτίµησαν – πολὺ σωστὰ ἀπὸ τὴν πλευρά τους – ὅτι γιὰ νὰ µπορέσουν νὰ διεκδικήσουν αὐτὲς τὶς περιοχές, ἔπρεπε νὰ ἐµφανίσουν ἱστορικὰ δικαιώµατα ἐπ’ αὐτῶν, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια θὰ προπαγάνδιζαν στὰ διεθνῆ φόρα. Ὁ ἕνας δρόµος ποὺ ἀκολουθήθηκε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἦταν τῶν πολιτικοστρατιωτικῶν µέτρων (π.χ. ἡ δραστηριότητα τῆς ΕΜΕΟ καὶ τῶν ἄλλων κοµιτάτων κατὰ τὴν περίοδο 1893-1908 γιὰ τὸν ἐκβουλγαρισµὸ τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν ἑλληνικῶν µακεδονικῶν πληθυσµῶν ἢ ἡ µεταφορὰ Βουλγάρων ἐποίκων κατὰ τὴ ναζιστικὴ κατοχὴ στὴ Μακεδονία καὶ τὴ Θράκη µέ στόχο τὴν ἀλλοίωση τοῦ ἐθνολογικοῦ χάρτη τῆς περιοχῆς). Ὅσο γιὰ τὸν ἄλλο δρόµο, αὐτὸς βεβαίως ἦταν τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήµης.
Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς προσπάθειας, οἱ Βούλγαροι ἱστορικοὶ ὑπῆρξαν παλαιότερα ὑπέρµαχοι τόσο τῆς θεωρίας τοῦ Φαλµεράγιερ, ὅσο καὶ ἀργότερα τῶν νεότερων, µετριοπαθέστερων ἐκδοχῶν της (ποὺ δυστυχῶς ἀκόµη καὶ σήµερα ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν ἀρκετὰ µεγάλη διάδοση στὴν δυτικὴ ἱστορικὴ ἔρευνα). Τὶς θεωρίες αὐτὲς µάλιστα τὶς διέστρεψαν ἀκόµη περισσότερο, κάνοντας λόγο γιὰ ἔντονη µετὰ τὸν 6ο αἰ. ὄχι ἁπλῶς σλαβικὴ παρουσία στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἀκριβέστερα βουλγαρικὴ (µέ κύριο ἐπιχείρηµα τὸν συσχετισµὸ τῆς βουλγαρικῆς γλώσσας µέ τοὺς γλωσσολογικοὺς τύπους τῶν ἀρχαιότερων σλαβικῶν τοπωνυµίων τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου). Τόσο ἔντονη ἦταν µάλιστα – κατὰ τοὺς ἰσχυρισµοὺς τους – αὐτὴ ἡ παρουσία, ὥστε ἀπέκοψε οὐσιαστικὰ ἐπὶ τρεῖς τουλάχιστον αἰῶνες τὴ Μακεδονία ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ ἔλεγχο καὶ διευκόλυνε καὶ τὴν ἐπίσηµη γιὰ κάποιο διάστηµα (ἀρχὲς 10ου αἰ.) προσάρτησή της στὸ βουλγαρικὸ κράτος. Ἡ µόνη περιοχὴ ποὺ τελικὰ δὲν χάθηκε ποτὲ γιὰ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἦταν – κατ’αὐτούς – ἡ περιφέρεια τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ διατήρησε καὶ διὰ τῆς θαλασσίας ὁδοῦ τὴν ἐπικοινωνία της µέ τὴν Κωνσταντινούπολη (2).
Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπόψεις ὅµως ἀποτελοῦν κλασσικὰ παραδείγµατα εἴτε λανθασµένης ἑρµηνείας τῶν ἱστορικῶν πηγῶν, εἴτε καὶ ἐσκεµµένης παραχάραξής τους. Γιὰ τὶς µέν θεωρίες ὁλικοῦ ἢ µερικότερου ἐκσλαβισµοῦ τῆς Ἑλλάδος, µποροῦµε νὰ ποῦµε σήµερα ὅτι ἔχουν πλέον καταρρεύσει (ἐξέλιξη στὴν ὁποία καὶ ὁ ὑποφαινόµενος εἶχε τὴν ἐξαιρετικὴ τιµὴ νὰ συµβάλει), καθὼς ἀπὸ τὸν ἐξονυχιστικὸ ἔλεγχο ὅλων τῶν βυζαντινῶν πηγῶν ποὺ διασώζουν σχετικὲς ἱστορικές, ἀρχαιολογικὲς καὶ τοπωνυµικὲς µαρτυρίες, ἐπισυνάγεται βεβαίως ὅτι πράγµατι σηµειώθηκαν κατὰ τὸν 7ο αἰ. σλαβικὲς ἐγκαταστάσεις στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ποὺ ὅµως περιορίζονταν σὲ ἐλάχιστες ἐπιµέρους περιοχές, ὅπως τὴ Ν.Α. Πελοπόννησο, τὴ Μαγνησία, τὸ Βέρµιο καὶ τὴν περιοχὴ τοῦ κάτω ροῦ τοῦ Στρυµόνα. Αὐτὲς οἱ ἐγκαταστάσεις, οἱ λεγόµενες Σκλαβηνίες, ἔµοιαζαν µέ νησίδες ἀνάµεσα στοὺς πολυπληθέστερους ἑλληνικοὺς πληθυσµοὺς (ποὺ οὐδέποτε ἐκδιώχτηκαν ἢ ἐγκατέλειψαν τὴν ἑλλαδικὴ ἐνδοχώρα, ὅπως λανθασµένα πιστευόταν παλαιότερα), πράγµα ποὺ πιστοποιεῖ καὶ ὁ σχετικὰ γρήγορος γλωσσικός τους ἐξελληνισµός, µετὰ ἀπὸ µία φυσιολογικὴ βεβαίως πρώτη περίοδο ἀποµόνωσης (3). Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἐπιµέρους θεωρία τῶν Βουλγάρων ὅτι αὐτὲς οἱ ἐγκαταστάσεις ἦταν βουλγαρικές, αὐτὴ εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀβάσιµη, ἀλλὰ καὶ ἐξωφρενική. Βεβαίως τὸ βασικὸ ἐπιχείρηµα ποὺ ἐπιστράτευσαν, δὲν εἶναι τυπικὰ λανθασµένο, καθὼς πράγµατι ὑπάρχει ὁµοιότητα τῆς βουλγαρικῆς µέ τὰ παλαιότερα σλαβικὰ τοπωνύµια τῆς Ἑλλάδας, στὴν πραγµατικότητα ὅµως πρόκειται γιὰ καθαρὴ σοφιστεία. Τὰ τοπωνύµια αὐτὰ χρονολογοῦνται τὸν 7ο-8ο αἰ., σὲ µιά ἐποχὴ δηλαδὴ ποὺ οἱ Σλάβοι τῶν Βαλκανίων µιλοῦσαν τὴν ἑνιαία ὥς τότε νοτιοσλαβική, ἐνῶ οἱ ἐπιµέρους ἐθνικὲς σλαβικὲς γλῶσσες δὲν εἶχαν ἀκόµη προκύψει (αὐτὲς προῆλθαν ἀπὸ τὴ νοτιοσλαβική, διαµορφούµενες σταδιακὰ µετὰ τὸν 8ο αἰ.). Ἄρα οἱ γλωσσολογικοὶ τῦποι τῶν τοπωνυµίων προέρχονται στὴν πραγµατικότητα ἀπὸ τὴ νοτιοσλαβικὴ. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα εἶναι φυσικὸ νὰ θυµίζουν καὶ τὴ βουλγαρική, ἀπὸ τὴ στιγµὴ ποὺ καὶ ἡ τελευταία ὑπῆρξε ἄµεσο προϊὸν αὐτῆς τῆς ἑνιαίας γλώσσας. Πρόκειται, ὅπως εὔκολα παρατηροῦµε, γιὰ ἕνα ἐντελῶς αὐθαίρετο πρωθύστερο, ποὺ «ἐντοπίζει» βουλγαρικὰ γλωσσικὰ φαινόµενα πολὺ πρὶν ἀρχίσει νὰ διαµορφώνεται ἡ βουλγαρικὴ γλῶσσα καὶ «τοποθετεῖ» Βουλγάρους στὴ Μακεδονία δυὸ τουλάχιστον αἰῶνες πρὶν ἀρχίσει κἄν νὰ συντελεῖται ἡ βουλγαρικὴ ἐθνογένεση.
Σηµειώσεις
(1) Εἶναι γνωστὲς οἱ ἐπεκτατικὲς τάσεις πρὸς τὰ θρακικὰ καὶ µακεδονικὰ ἐδάφη ποὺ συχνὰ ἐπέδειξαν οἱ Πρωτοβούλγαροι, τόσο πρὶν ἀπὸ τὸν ἐκχριστιανισµὸ τους (864), ὅσο καὶ στὴ συνέχεια, µέ κορυφαία βεβαίως τὴν περίπτωση τοῦ τσάρου Συµεών (893-927), ὁ ὁποῖος µάλιστα ἦταν τόσο φιλόδοξος, ποὺ ὀνόµαζε τὸν ἑαυτὸ τοῦ «αὐτοκράτορα Βουλγάρων καὶ Ρωµαίων» καὶ εἶχε ὡς ἀπώτατο στόχο νὰ καταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ καταστήσει τὸ κράτος του διάδοχο τοῦ βυζαντινοῦ.
(2) Πράγµατι οἱ Βούλγαροι ἱστορικοὶ «διέγνωσαν» µέν κάποιαν διάδοση τῆς βουλγαρικῆς γλώσσας καὶ µέσα στὴ Θεσσαλονίκη, περαιτέρω ὅµως δὲν τόλµησαν οὔτε περὶ ἐκβουλγαρισµοῦ της νὰ µιλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ ἀποκοπή της ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ κράτος. Δὲν γνωρίζω γιατί. Ἴσως, ἐπειδὴ ἀκόµη καὶ τὸ βουλγαρικὸ θράσος νὰ ἔχει ἐν τέλει καὶ αὐτὸ κάποια ὅρια.
(3) Μὲ µόνη ἴσως ἐξαίρεση τὴ Σκλαβηνία τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, γιὰ τὴν ὁποία ὀφείλουµε νὰ ὁµολογήσουµε ὅτι δὲν διαθέτουµε τεκµήρια γλωσσικοῦ ἐξελληνισµοῦ. Στὶς περιοχὲς αὐτὲς ἄλλωστε πιθανότατα ἔλαβαν χώρα καὶ µεταγενέστερες τοῦ 9ου αἰώνα ἐγκαταστάσεις σλαβικῶν πληθυσµῶν, ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἀποκλείεται πράγµατι νὰ ἦταν καὶ βουλγαρικῆς προέλευσης. Αὐτοὶ ἦταν κατὰ πάσα πιθανότητα οἱ µακρινοὶ πρόγονοι τῶν καθ’ ἠµᾶς λεγοµένων Σλαβοµακεδόνων ἢ καὶ τῶν Σλάβων τῆς περιοχῆς τῶν Σκοπίων. Ἐλλείψει ἰδιαίτερων ἱστορικῶν δεδοµένων, τὸ ζήτηµα αὐτὸ δὲν µπορεῖ δυστυχῶς περαιτέρω νὰ διερευνηθεῖ. Ἀκόµη πάντως καὶ ἂν ὑποθετικὰ ἀποδεχόµασταν ὅλους αὐτοὺς τοὺς πληθυσµοὺς ὡς ἀπογόνους τῶν πρώτων ἀκόµη Σλάβων ποὺ ἔφτασαν στὴν περιοχή, καὶ πάλι θὰ ἦταν βέβαιο ὅτι θὰ κάναµε λόγο γιὰ ἐγκατάσταση ποὺ δὲν µπορεῖ κατὰ κανένα τρόπο νὰ χρονολογηθεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν 7ο αἰώνα.
Γ΄
Ἐπισηµάναµε ἤδη βεβαίως καὶ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν µποροῦµε νὰ µιλᾶµε γιὰ ἰδιαιτέρως µαζικὲς σλαβικὲς ἐγκαταστάσεις στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο κατὰ τὸν 7ο-9ο αἰώνα, ἀλλὰ καὶ τὸ πόσο ἐξωπραγµατικὰ ἦταν τὰ ἐπιπλέον ἐπιχειρήµατα κάποιων Βουλγάρων ἱστορικῶν στὴν προσπάθειά τους αὐτὲς τὶς ἐγκαταστάσεις νὰ τὶς παρουσιάσουν ὡς (ἐπὶ τὸ εἰδικότερον) βουλγαρικές. Καὶ γιὰ τὸν περαιτέρω ἰσχυρισµὸ τους ὡστόσο ὅτι ἕνα µεγάλο τµῆµα τῆς Μακεδονίας βρέθηκε ὑπὸ τὴν ἐπίσηµη βουλγαρικὴ κατοχὴ τὴν ἐποχὴ τοῦ τσάρου Συµεών, πρέπει νὰ ποῦµε ὅτι εἶναι ἐξαιρετικὰ προβληµατικός. Τὰ ἐπιχειρήµατα ποὺ ἐπιστρατεύτηκαν γιὰ νὰ στηρίξουν αὐτὴν τὴν τελευταία ἄποψη ἦταν ἕνας «ὅρος Ρωµαίων καὶ Βουλγάρων», µία λίθινη δηλαδὴ συνοριακὴ ἐπιγραφὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ 10ου αἰ., πού βρέθηκε τὸ 1898 20 χιλιόµετρα βόρεια τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ δευτερευόντως ἡ λεγόµενη πρωτοβουλγαρικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ Direkler, ποὺ ἐντοπίστηκε στοὺς Φιλίππους καὶ ὑποτίθεται ὅτι ἀποδεικνύει βουλγαρικὴ ἐπιδροµικὴ δραστηριότητα στὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία κατὰ τὸν 9ο µ.Χ. αἰώνα.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία ὅµως καλύπτεται στὴν πραγµατικότητα ἀπὸ τὴν ἀχλὺ τοῦ µυστηρίου: Βεβαίως καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ εὑρήµατα ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται σοβαρά, εἶναι ὅµως κατὰ παράδοξο τρόπο ἐντελῶς µεµονωµένα, καθὼς ὅλα τὰ ἄλλα ἱστορικὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ δεδοµένα ποὺ διαθέτουµε ὄχι µόνο δὲν ἐπιβεβαιώνουν, ἀλλὰ καὶ ἐνίοτε ἀντικρούουν τόσο τὴν ὕπαρξη βουλγαρικῶν ἐπιδροµῶν σὲ µακεδονικὰ ἐδάφη κατὰ τὸν 9ο αἰώνα, ὅσο καὶ τὴ µετέπειτα προσωρινὴ προσάρτησή τους στὸ κράτος τοῦ Συµεών. Πολὺ σηµαντικὸ ὅµως εἶναι καὶ τὸ ὅτι ποτὲ δὲν ἀποδείχτηκε πὼς οἱ δυὸ ἐπιγραφὲς λαξεύτηκαν ἐξ ἀρχῆς στὸν τόπο ἀνεύρεσής τους (in situ) καὶ πὼς δὲν µεταφέρθηκαν ἐκεῖ ἀργότερα ἀπὸ ἀλλοῦ, ἐνῶ εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐπιγραφὴ τῶν Φιλίππων, ὅπως ἔδειξε ἐµπεριστατωµένα ὁ ἀείµνηστος κορυφαῖος βυζαντινολόγος Ι. Καραγιαννόπουλος, τὰ ὑπάρχοντα δεδοµένα µοιάζουν νὰ ὁδηγοῦν πολὺ περισσότερο στὴ δεύτερη ἐκδοχή. Σχεδὸν ἱστορικὴ ἔχει µείνει ἄλλωστε καὶ µία φράση τοῦ ἴδιου µελετητῆ, ποὺ ἀντιπαρατιθέµενος κάποτε µὲ Βούλγαρους συναδέλφους του ἐπὶ τοῦ θέµατος αὐτοῦ (κατὰ τὴ διάρκεια διεθνοῦς συνεδρίου), εἶχε παρατηρήσει εἰρωνικὰ ὅτι «οἱ Βούλγαροι µᾶλλον δὲν πῆγαν στὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία τὸν 9ο αἰώνα, πῆγε ὅµως σίγουρα 11 αἰῶνες ἀργότερα ὁ Besevliev» – ἀναφερόµενος βεβαίως µὲ πολὺ νόηµα στὴν περίπτωση τοῦ γνωστοῦ Βούλγαρου βυζαντινολόγου (ἐκ τῶν βασικῶν µελετητῶν τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ Direkler), ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ πολλὲς φορὲς αὐτὰ τὰ µέρη τὶς δεκαετίες τοῦ ’20 καὶ τοῦ ’30, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο 1941-44 (ὡς ἀξιωµατικὸς µάλιστα τῶν βουλγαρικῶν στρατευµάτων Κατοχῆς). Τίποτε ἀσφαλῶς δὲν ἔχει ἐπίσηµα ἀποδειχθεῖ (καὶ προφανῶς δὲν θὰ ἀποδειχθεῖ ποτέ), ἡ φύση ὅµως τῶν ἐνδείξεων ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἡ εὐρύτερη γνώση µας τῆς πάσῃ θυσία καὶ παντὶ µέτρῳ παλαιότερης προσπάθειας τῶν Βουλγάρων νὰ ἐγείρουν διεκδικήσεις ἐπὶ τοῦ µακεδονικοῦ χώρου ἀφ’ ἑτέρου, πιστοποιοῦν τουλάχιστον ὅτι ἕνας ἐνδεχόµενος ἰσχυρισµός µας πὼς οἱ Βούλγαροι (ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. καὶ ὅποτε βρῆκαν τὴν εὐκαιρία) δὲν µετέφεραν πρὸς νότον µόνο πληθυσµούς, ἀλλὰ καί… πέτρες, εἶναι, ἂν µὴ τί ἄλλο, κάτι πολὺ πιὸ λογικοφανὲς ἀπὸ µία ἁπλὴ θεωρία συνωµοσίας.
Ὁλοκληρώνοντας κάπου ἐδῶ τὸ συνοπτικό µας ἀφιέρωµα στὶς βουλγαρικὲς ἱστορικὲς παραχαράξεις, πρέπει νὰ διευκρινίσουµε ὅτι αὐτὸ περιέλαβε τὰ κυριότερα ἐπιστηµονικὰ ἀτοπήµατα τῶν βορείων γειτόνων µας, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τὰ πλέον «ἀξιοπρεπῆ» – ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ ἡ αὐθαιρεσία τους δὲν εἶναι ἴσως ἔκδηλη γιὰ ἕνα κοινὸ µάτι καὶ ἡ κατάρριψή τους ὀφείλει συνεπῶς νὰ γίνει µὲ ἐπιστηµονικὸ ἀντίλογο. Ὑπάρχουν ἐννοεῖται καὶ πολλὲς ἀκόµη παραχαράξεις, τὶς ὁποῖες µοιραῖα δὲν µνηµονεύσαµε ἐδῶ, γιατί ἀφοροῦν εἴτε ἥσσονος σηµασίας ζητήµατα (π.χ. κάποιες διχογνωµίες γιὰ τὸ ἕως ποῦ ἔφταναν κατὰ καιροὺς τὰ δυτικὰ σύνορα τοῦ πρωτοβουλγαρικοῦ κράτους), εἴτε ἰσχυρισµοὺς ποὺ εἶναι ὀφθαλµοφανῶς πέραν τοῦ ὁρίου τοῦ γελοίου, ὅπως λ.χ. ἡ… βουλγαρικὴ καταγωγὴ τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, καὶ δὲν ἀντέχουν σὲ ὁποιαδήποτε κριτική. Αὐτὸ συνεπῶς ποὺ θὰ πρέπει ἰδιαίτερα νὰ µᾶς προβληµατίζει δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ὅλες αὐτὲς οἱ παραχαράξεις καθ’ αὐτές: ἀπέναντί τους µπορεῖ κανεὶς νὰ καγχάσει ἢ καὶ νὰ ἐξοργιστεῖ, ἀλλὰ ἀπὸ ἐπιστηµονικῆς ἀπόψεως δὲν ἔχει κανένα λόγο γιὰ νὰ ἀνησυχήσει. Ἐκεῖνο ὅµως ποὺ εἶναι πραγµατικὰ ἀνησυχητικὸ καὶ ποὺ ἀπαιτεῖ τὴ συνεχή µας ἐγρήγορση εἶναι βεβαίως ἡ καλὰ ὀργανωµένη ἐκστρατεία τῶν Βουλγάρων γιὰ τὴν κατὰ καιροὺς προώθηση καὶ διαφήµιση ὅλων αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν τους «θεωριῶν» (µέσω στηµένων ἐρευνῶν καὶ καλοπληρωµένων «ἐπιστηµονικῶν» ἰνστιτούτων) σὲ διεθνῆ ἐπιστηµονικὰ συνέδρια καὶ πολιτικὰ φόρα, ἐκστρατεία φυσικὰ ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἄκαρπη µπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ. Οἱ βόρειοι φίλοι µας εἶναι ἀλήθεια ὅτι παίζουν ὀργανωµένα τὸ παιχνίδι τους – καὶ τὸ παίζουν πολὺ καλά. Ἐµεῖς, ὡς διηνεκῶς χάσκουσα ἐπίσηµη πολιτεία καὶ ὡς ἀενάως πνευµατικὰ αὐνανιζόµενο πανεπιστηµιακὸ κατεστηµένο, µέχρι πότε θὰ κοιµόµαστε τὸν µακάριο ὕπνο τοῦ ἠλιθίου;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κ. Ἄµαντος, Οἱ Σλάβοι εἰς τὴν Ἑλλάδα, Byzantinisch – neugriechische Jahrbucher 17 (1939-1943) 210-221.
V.Besevliev, Die Protobulgarischen Inschriften, Berlin 1963.
P. Charanis, Observations on the History of Greece during the Early Middle Ages, Balkan Studies 11 (1970) 1 – 34.
Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία, τ. Β1 (610-867), 1981.
Αἰκ.Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Μακεδονία. Σχεδίασµα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ΣΤ΄ µέχρι τὰ µέσα τοῦ Θ΄ αἰῶνος, Βυζαντινὰ 12 (1983) 9 – 63.
Ν.Δαπέργολας, Σλαβικὲς ἐγκαταστάσεις στὴ Μακεδονία ἀπὸ τὸν 7ο ἕως τὸν 9ο αἰώνα, Διδακτορικὴ Δι-ατριβή, 2000.
F.Dvornik, Les Slaves, Byzance et Rome au IXe siecle, Paris 1926
Ι.Καραγιαννόπουλος, Ἡ πρωτοβουλγαρικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ Direkler, Ἐγνα-τία 1 (1989) 221 – 255.
Ι.Καραγιαννόπουλος, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους Β΄ (565 – 1081) 2, Θεσσαλονίκη 1981.
J. Karayannopoulos, Les Slaves en Macedoine. La pretendue interruption des communications entre Constantinople et Thessalonique du 7eme au 9eme siecle, Athenes 1989
P. Lemerle, Philippes et la Macedoine Orientale a l’ epoque chretienne et byzantine, Paris 1945.
Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στὴ Μεσαιωνικὴ Ἑλλάδα, Θεσσαλονίκη 1988.
Μ.Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ κατὰ τοὺς µέσους χρόνους, 1992.
Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικὲς ἐγκα-ταστάσεις στὴ Μεσαιωνικὴ Ἑλλάδα, 1993.
St. Runciman, A History of the First Bulgarian Empire, London 1930.
V. Tapkova-Zaimova, La ville de Salonique et son hinterland slave (jusqu’ au Xe siecle), Actes du IIe Congres International des Etudes du Sud-Est Europeen, Athenes 1970, σ.355-362.
V.Tapkova-Zaimova, Les Slaves de Salonique et l’origine de Cyrille et de Methode, Sofia 1969.
M.Weithmann, Die Slavische Bevolkerung auf der Griechischen Halbinsel. Ein Beitrag zur Historischen Ethnographie Sudosteuropas, Munchen 1978.
none