-
22
Jan
Γιά τήν ἐτυμολογία τῆς κοινῆς νεοελληνικῆς λέξης ποῦτσος, πούτσα (= τό ἀνδρικό γεννητικό ὄργανο) ἔχουν λεχθῆ τά πιό ἀπίθανα πράγματα [πρβλ. Ἀνδριώτη «μποῦτσος ὁ, ἴσως σλαβ. butsa (= ἐξόγκωμα, προεξοχή, εὐφημιστικά)]. Κατά Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 4, 55 πούτσα < ἀρχ. πόσθη.)». Ὁ Μπαμπινιώτης σημειώνει γιά τήν ἀβεβαίου ἐτύμου λέξη ὅτι ἔχει προταθῆ ἀκόμη καί ἡ σύνδεση μέ τό τουρκ. puc (= ἡ σχισμή τῶν γλουτῶν).
Ὁ βασικός λόγος τῆς ἀστοχίας ἤ ἀμηχανίας περί τήν ἐτυμολογία τῆς πάγκοινης λέξης εἶναι ἡ πεισματική ἄρνηση τῶν ἐτυμολογούντων νά ἀναζητήσουν τήν λύση στό ἐσωτερικό τῆς νέας ἑλληνικῆς. Ἄν ἔμπαιναν στόν κόπο, εὔκολα θά διαπίστωναν ὅτι ὡρισμένοι τύποι σχετικοί μέ τήν λέξη δέν χρησιμοποιοῦνται μόνο γιά ἄνδρες ἀλλά, παραδόξως, καί γιά γυναῖκες: πουτσί (= γυναικεῖο αἰδοῖο || ὄρχις, μικρό ἀνδρικό μόριο), πουτσίνα (= γυναίκα ἱκανή, ἄξια, δυναμική), πουτσούλα (= μικρό ἀνδρικό μόριο ἤ μόριο μικροῦ ἀγοριοῦ || γυναίκα γερή, λεβέντισσα, ἄξια).
Comments Off