αρχείο λήψηςἩ τρέχουσα συγκυρία μέ τή ρωσική στρατιωτική ἐπέμβαση στήν Οὐκρανία ἴσως δέν προσφέρεται γιά νηφάλιες προσεγγίσεις στό θέμα τῶν ἑλληνορωσικῶν σχέσεων. Ὅμως ἀκριβῶς γιαυτό εἶναι ἀναγκαῖο νά καταφύγουμε στήν κοινή λογική καί στίς θεμέλιες γνώσεις πού θά παραμερίσουν τό ἀποπλανητικό συναίσθημα τῶν πολλῶν καί τήν ἐλεεινή προπαγάνδα τῶν λίγων. Πάντοτε, βεβαίως, μέ πρῶτο κινοῦν τήν ἀνάγκη τῆς συλλογικῆς μας ἐπιβίωσης (γιατί αὐτό εἶναι πλέον πού διακυβεύεται) καί μέ γνώμονα τήν ἀλήθεια – ὅσο μποροῦμε νά τήν προσεγγίσουμε.

Read the rest of this entry…

Comments Off

4Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, το 330, ο εμπνευστής αυτής της μεταφοράς, Μέγας Κωνσταντίνος (324-337), σκέφτηκε την ανέγερση μίας εκκλησίας προς τιμή των αγίων Αποστόλων.
Ο ναός θα αποτελούσε ειδικό χώρο για να τιμηθούν και οι δώδεκα Απόστολοι του Κυρίου, ενώ θα περιείχε την κατασκευή του προσωπικού τάφου του Κωνσταντίνου. Η αυτοκρατορική σαρκοφάγος θα τοποθετούταν στο κεντρικό σημείο του ναού, μεταξύ των 12 κενών αποστολικών σαρκοφάγων, έξι στην κάθε πλευρά. Τα κενοτάφια θα τοποθετούνταν σε ημικυκλική διάταξη. Για την ανέγερση αυτού του μαυσωλείου ο αυτοκράτορας επέλεξε το σχήμα της σταυρικής βασιλικής, με ίσες τις τέσσερις κεραίες και κεντρικό τύμπανο. Ιερό δεν υπήρχε, καθώς η Αγία Τράπεζα ήταν τοποθετημένη στο κέντρο του ναού, κάτω από τον κεντρικό τρούλο.

Read the rest of this entry…

Comments Off

1204Μπροστά σε 200 περίπου άτομα παρουσιάστηκε στήν Ξάνθη (Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, 7-3-09) το βιβλίο τού Γ. Καραμπελιά «1204» από τον Κώστα Καραΐσκο, τον Κώστα Ζουράρι και τον συγγραφέα. Ακολουθεί μέρος της ομιλίας του ΚΚ.

 Το «1204 – Η διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού» είναι χωρίς καμμία διάθεση υπερβολής ένα πραγματικό ευαγγέλιο, σε μία εποχή που η σύγχυση στα μυαλά των νεοελλήνων βρίσκεται στο απόγειό της. Πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν παρέχει μόνο πολύτιμες και δυσεύρετες πληροφορίες στον αναγνώστη αλλά μία καθολική θέα της συλλογικής μας ταυτότητας και των περιπετειών της τα τελευταία 1.000 (χονδρικά) χρόνια. Τι ισχυρίζεται ο Καραμπελιάς στο βιβλίο; Τα αυτονόητα, όπως λέει κι ο ίδιος στον επίλογο, που όμως στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι καθόλου αυτονόητα και χρήζουν επανατεκμηρίωσης. Σε γενικές γραμμές λοιπόν έχουμε τις κάτωθι βασικές θέσεις:

 Πρώτον ότι η νεοελληνική ταυτότητα, όπως την ξέρουμε σήμερα, αρχίζει να διαμορφώνεται ξεκάθαρα ήδη από τον 11ο αιώνα, κάπου μεταξύ 1071 και 1261, γύρω από την χρονολογία – σταθμό της Άλωσης της Πόλης από τους Φράγκους.

Δεύτερον ότι αυτή η ταυτότητα συγκροτείται με ένα πνεύμα διπλής αντίστασης τόσο έναντι της λατινικής Δύσης, η οποία εγκαινιάζει την αποικιοκρατική της περίοδο δια των ιταλικών πόλεων στο Βυζάντιο, όσο και έναντι της τουρκικής Ανατολής που κομίζει την βαρβαρότητα και την καθυστέρηση της στέπας.

Τρίτον ότι η ελληνική, πολιτισμική τουλάχιστον, συνέχεια δια μέσω των βυζαντινών χρόνων είναι μία πραγματικότητα που έχει αναδειχθεί μέσα από άπειρα τεκμήρια διαφορετικής προέλευσης και εξασφαλίζει την ελληνικότητα και την αυτοτέλεια του σύγχρονου έθνους μας.

Τέταρτον ότι τα χρόνια του Βυζαντίου δεν ήταν μία σκοταδιστική περίοδος καλογεροκρατίας και ανθελληνικού μένους αλλά μία πολύχρονη άνθιση ενός κράτους προνοίας με το πιο δημοκρατικό πολίτευμα στον τότε κόσμο, που μάλιστα τους τελευταίους αιώνες της ζωής του είχε εξελληνισθεί μέχρι τα νύχια.(…) Η συλλογή όλων αυτών των μαρτυριών και των στοιχείων δεν είναι μια άσκοπη επίδειξη ευρυμάθειας, η οποία άλλωστε δεν αμφισβητείται, αλλά είναι μία επιτυχημένη προσπάθεια ανατροπής μιας σειράς από ριζωμένους προϊδεασμούς ή αμφιβολίες μας για ένα πλήθος θεμάτων. Σημειώνω ενδεικτικά:

 Για την ελληνικότητα των βυζαντινών

. Το απόσπασμα του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη για την μετωνυμία των Ελλήνων στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Την αναφορά του Λέοντος Στ του Σοφού στον εξελληνισμό των Σλάβων (με τη φράση «γραικώσας») Την μαρτυρία του Ιωάννη Ζωναρά (12ος αιώνας) για την ασυνείδητη διατήρηση εθνικών εθίμων. Τις μεταγενέστερες λόγιες μαρτυρίες για την ταύτιση των όρων Ρωμαίος-Γραικός-Έλλην (από τον επίσκοπο Μυρέων Ματθαίο το 1619). Την διατήρηση της ίδιας, ελληνικής συνείδησης και μέσα στον λαό (βλ. παραδείγματα Νικήτα Μάγιστρου, Άννας Κομνηνής, Νικήτα Χωνιάτη, Ιωάννη Βατάτζη, Θεόδωρου Λάσκαρι, Νικηφόρου Βλεμμύδη, Δημητρίου Κυδώνη, Γρηγορίου του Κυπρίου, Νικολάου Καβάσιλα κτλ κτλ). Το εκπληκτικό παράδειγμα του Πλήθωνος – Γεμιστού. Την Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής, με τις 88 αναφορές στον Όμηρο και τους άλλους αρχαίους συγγραφείς. Την εισαγωγή πολύ πάνω του 75% των ελληνικών κειμένων στη Δύση από το Βυζάντιο – όχι από τους Άραβες.Για το πνευματικό – πολιτιστικό επίπεδο των βυζαντινών

. Τους 23.000 στίχους της Παλατινής Ανθολογίας όπου συγκεντρώθηκαν ποιήματα από τον 7ο έως τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Την Βελισαριάδα, ένα έμμετρο λαϊκό έργο του 14ου αιώνα που μιλά για την αξιοσύνη ενός λαϊκού ήρωα και την φαυλότητα των ευγενών. Την ερωτική και σατιρική ποίηση που φτάνει και ξεπερνάει τα όρια της ελευθεροστομίας. Την πρώτη εμφάνιση του μυθιστορήματος. Την διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου από τον Γρηγορά. Την διεξαγωγή του διαλόγου πλατωνιστών – αριστοτελικών στη Φλωρεντία αποκλειστικά μεταξύ Ελλήνων στη Φλωρεντία μέχρι το 1470. Και λίγο αργότερα, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τις 80 επανεκδόσεις δύο Γραμματικών, του Θεοδώρου Γαζή και του Κων/νου Λάσκαρι, μέσα στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα!

Για τη φύση του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους

. Την χιλιόχρονη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, ανεξάρτητα από την Εκκλησία και τις εκκλησιαστικές σπουδές, τις οποίες εξυπηρετούσε η Πατριαρχική Ακαδημία. Την δήλωση του Μανουήλ Μοσχόπουλου ότι «το κοινόν είναι αποτέλεσμα συμβολαίου μεταξύ ισότιμων συμβαλλόμενων, που ελεύθερα αποφασίζουν να ορίσουν τον μονάρχη τους», ενώ οι πολίτες «είναι υποχρεωμένοι να τον υπακούουν μόνο στον βαθμό που εκπροσωπεί και προστατεύει το κοινόν». Την κατάργηση της θανατικής ποινής για εγκλήματα κατά της περιουσίας (η οποία ίσχυε στη δυτική Ευρώπη μέχρι τον 19ο αιώνα). Την πρώτη ιστορικά θεσμοθέτηση κράτους πρόνοιας με πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία. (…)

Με την ευκαιρία, αξίζει πραγματικά να σταθούμε σε δύο παραδείγματα που αλιεύω από το βιβλίο, και τα οποία αποδεικνύουν κατά τη γνώμη μου το αθηναϊκό μισελληνικό σύνδρομο που έχουμε περιγράψει στον «Αντιφωνητή» με άλλη, ανάλογη αφορμή. Το πρώτο αφορά τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο και την βυζαντινότητα της τέχνης του. Το δεύτερο αφορά την ελληνική συνέχεια, ιδίως στα χρόνια του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας.

Αναφορικά με τον Θεοτοκόπουλο πρώτα. Μέχρι πρόσφατα η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι αυτός ο άφταστος ζωγράφος ήταν απλώς κρητικής καταγωγής και πριν τα 19 του πήγε στη Δύση και σπούδασε την ζωγραφική της στην Ιταλία πρώτα και στην Ισπανία έπειτα. Με λίγα λόγια ότι ως ζωγράφος γεννήθηκε στη Δύση και άρα η ελληνική του καταγωγή ελάχιστη σημασία είχε. Έλα όμως που πλέον έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο Θεοτοκόπουλος πήγε στην Ιταλία κάπου 27 ετών, ήδη φτασμένος ζωγράφος και μάλιστα με διαφορά ο πιο ακριβοπληρωμένος του νησιού! Άρα βρέθηκε στη Δύση ως ζωγράφος που είχε ήδη χωνέψει την βυζαντινή παράδοση και, όπως αποδεικνύει το έργο του, την διατήρησε ανανεώνοντάς την μάλιστα ώς το τέλος. Έχει κάποια σημασία να διεκδικήσεις ως Έλλην έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών, του οποίου η αξία ανακαλύφθηκε μόλις πρόσφατα; Να δεχθείς δηλαδή όσα μαρτυρούν πλέον οι Μάγιερ, Ράις, Βίλουμσεν, Κέλεμεν, Χάντερμαν κλπ για την βυζαντινότητα του έργου του; Η κοινή λογική λέει, βεβαίως, ναι! Κι όμως! Ο Γιάννης Μηλιάδης αρνείται ρητά την βυζαντινότητα της ισπανικής περιόδου του ζωγράφου. Ο Μαρίνος Καλλιγάς δεν βρίσκει καμμία σχέση μεταξύ της τέχνης του Ελ Γκρέκο και της βυζαντινής. Ο Μανώλης Χατζηδάκης επίσης. Και ο νεώτερος Νίκος Χατζηνικολάου, που βλέπει τον βυζαντινισμό του Θεοτοκόπουλου ως μανιερισμό (αγνοώντας ακόμη και την αποκαλυπτική τοποθέτηση του ζωγράφου στην επιστολή του προς τον Βαζάρι), τους δικαιώνει όλους, απονέμοντάς τους μάλιστα και το δαφνοστέφανο για τη «νηφάλια αντίστασή τους στο ρεύμα» και στη «στενόμυαλη εθνικιστική διεκδίκηση»!

Το άλλο παράδειγμα αφορά την εθνική μας συνέχεια. Δεν πρόκειται για ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα αλλά για ένα κομβικό σημείο: Έχουμε κάποια σχέση με τους Έλληνες των προηγούμενων εποχών ή είμαστε μόνο παράγωγα του κρατιδίου που στήσανε οι Μεγάλες Δυνάμεις και της …εκπαιδευτικής του πολιτικής;! Δεν θα αναφερθώ στους Βρετανούς ή άλλους αμφισβητίες αλλά θα περιοριστώ στους δικούς μας. Ο Αδαμάντιος Κοραής, η «Ελληνική Νομαρχία», ο Κ. Σχινάς, ο Νικ. Σαρίπολος, ο Στέφανος Κουμανούδης και άλλοι μιλούσαν για την σκλαβιά των Ελλήνων υπό τον βυζαντινό ζυγό. Κι ας γράφαν επιστήμονες του επιπέδου ενός Κρουμπάχερ (ή ενός Ράνσιμαν αργότερα) για τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική γλώσσα και τους ελληνικούς θεσμούς του Βυζαντίου… Μα και στον 20ο αιώνα άλλοι, σαν τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη, ψάχνουν να βρουν πού οφείλεται η ταύτιση μαρξιστών και μη ιστορικών στο ζήτημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού (το να την αναζητήσουν στα πραγματικά γεγονότα ούτε που τους περνάει από το νου…). Άλλοι πάλι σαν τον Αντώνη Λιάκο τα βάζουν με τους νομπελίστες ποιητές μας και τη γενιά του ΄30 που έθεσε ζητήματα ελληνικότητας στην Τέχνη και κάποιοι ακόμη τολμηρότεροι χαρακτηρίζουν για τον ίδιο λόγο «φασίστες» κι «εθνικιστές» τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Ρίτσο και τον …Θεοδωράκη!

Εδώ νομίζω ότι το βιβλίο, που όντως μπορεί να λειτουργήσει ως αληθινό φάρμακο κατά της άγνοιας και της σύγχυσης, αποτυγχάνει. Κι αποτυγχάνει για δύο λόγους που θα εξηγήσω παρακάτω.

Πρώτον γιατί τίποτε δεν μπορεί να θεραπεύσει αυτόν που βασίζει όλα του τα συμφέροντα, στην ακαδημαϊκή και άλλη προώθηση των γνωστών κυκλωμάτων. Όταν κάποιος είναι τόσο δειλός ή τόσο εξαρτημένος από το σύστημα που ελέγχει τον δημόσιο λόγο, δεν πρόκειται να παραδεχτεί τίποτε, ό,τι επιχειρήματα και να του κομίσεις. Αυτό είναι το κυρίαρχο ρεύμα στις ιστορικές σπουδές σήμερα και έτσι γίνεσαι κάποιος.

Και δεύτερον γιατί δεν έχει ακόμη βρεθεί το φάρμακο κατά της βλακείας. Αυτός είναι ένας παράγοντας που δεν λαμβάνεται συνήθως υπ’ όψιν, αλλά παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στα ανθρώπινα πράγματα. Και βεβαίως το γεγονός ότι κάποιος υπογράφει βιβλία ή διδάσκει στο Πανεπιστήμιο δεν σημαίνει ότι δεν είναι και ιδεοληπτικός ή/και βλαξ. Δεν πειράζει όμως, σε μια αποικιοποιημένη, παρηκμασμένη χώρα το να βρίσκει κανείς αποικιοποιημένα, παρηκμασμένα μυαλά δεν είναι έκπληξη. Το ζήτημα είναι να προκύπτουν και δουλειές σαν αυτήν που παρουσιάζουμε απόψε εδώ, και που θα δείξουν στην πλειοψηφία των Ελλήνων τον δρόμο προς την αυτοσυνειδησία.

none

τοῦ Ν.Δαπέργολα, Διδάκτορα Βυζαντ. Ἱστορίας ΑΠΘ

 Στὸ προηγούµενο φῦλλο µας (14/9/2005) ὁ κ. Π. Χριστοδούλου προέβη σὲ κάποιες ἐνδιαφέρουσες ἐπισηµάνσεις σὲ σχέση µέ τὴν νέα ἀπόπειρα τῶν Βουλγάρων νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸν ἀρχαῖο θρακικὸ πολιτισµό. Ἐπειδὴ ὅµως αὐτὸ τὸ ἐπιστηµονικὸ ἀτόπηµα δὲν εἶναι οὔτε τὸ µόνο, ἀλλὰ οὔτε ἴσως κἄν τὸ πιὸ σηµαντικό, δὲν θὰ ἐστερεῖτο, πιστεύω, σηµασίας νὰ ἐπιχειρήσουµε σήµερα µία διεύρυνση τοῦ θέµατος, ὥστε νὰ διαφωτίσουµε τοὺς ἀναγνῶστες µας πάνω στὴ γενικότερη προσπάθεια παραχάραξης τῆς Ἱστορίας ἐκ µέρους τῶν γειτόνων µας, προσπάθεια ποὺ στὴν πραγµατικότητα εἶναι πολὺ παλιὰ καὶ ἐξαιρετικὰ ἐπεισοδιακή.

 

Νοµίζω κατ’ ἀρχὰς ὅτι ὀφείλουµε νὰ ξεκαθαρίσουµε ὁρισµένα πράγµατα γιὰ τὴν ἔναρξη τῆς βουλγαρικῆς Ἱστορίας καὶ γιὰ τὶς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἔλαβε χώρα ἡ βουλγαρικὴ ἐθνογένεση. Οἱ Βούλγαροι ἦταν ἀσιατικὸς λαός, ποὺ τὸν συναντοῦµε γιὰ πρώτη φορά στὶς ἱστορικὲς πηγὲς περὶ τὸν 6ο αἰ. Μετὰ τὴ διάσπαση τοῦ κράτους τους (στὰ δυτικά τῆς Κασπίας), µία ὁµάδα ἀπὸ αὐτοὺς µέ ἀρχηγὸ τὸν Ἀσπαροὺχ ἔφτασε στὰ Βαλκάνια καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀρχικὰ στὸ δέλτα τοῦ Δούναβη. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀποτυχηµένη ἀπόπειρα τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ νὰ τοὺς διαλύσει (680), πέρασαν πλέον τὸν Δούναβη καὶ ἐγκαταστάθηκαν µόνιµα στὴν περιοχή, ὑποτάσσοντας τὰ σλαβικὰ φῦλα ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰ. Ἔτσι ἱδρύθηκε τὸ πρῶτο βουλγαρικὸ κράτος, στὸ ὁποῖο οἱ Βούλγαροι (ποὺ τοὺς ὀνοµάζουµε καὶ Πρωτοβουλγάρους) ἦταν στὴν πραγµατικότητα µία µικρὴ µειονότητα, ἐνῶ ὁ κύριος ὄγκος τοῦ πληθυσµοῦ ἦταν σλαβικός.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ παρέµεινε ἀναλλοίωτη ὡς τὰ µέσα τοῦ 9ου αἰ., µέ τοὺς Βουλγάρους νὰ παραµένουν µία κλειστή καὶ ἀποκοµµένη ἄρχουσα τάξη σ’ αὐτὸ τὸ κατὰ βάση σλαβικὸ κράτος, γεγονὸς ποὺ τοὺς ἐπέτρεψε νὰ µήν ἀφοµοιωθοῦν ἀπὸ τοὺς πολυπληθέστερους ὑποτελεῖς τους. Στὴ συνέχεια ὅµως τὰ πράγµατα ἐξελίχτηκαν διαφορετικά. Ἡ ἀπόφαση τοῦ τσάρου Βόγορι νὰ ἐπιζητήσει τὴν ἰσχυροποίηση τοῦ κράτους του µέσω τῆς θρησκευτικῆς καὶ γλωσσικῆς του ἑνοποίησης, ὁδήγησε ἀρχικὰ στὸν ἐκχριστιανισµὸ τῆς χώρας (ἐπισήµως τὸ 864), ἀλλὰ καὶ στὴν υἱοθέτηση ἀργότερα τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου (ποὺ εἶχε ἐπινοήσει ὁ Ἅγιος Κύριλλος). Ἔτσι τὸ βουλγαρικὸ κράτος ἀπέκτησε ἑνιαία γιὰ ὅλους θρησκεία καὶ ἑνιαία ἐπίσηµη γλῶσσα, ποὺ γιὰ πρώτη φορά διέθετε καὶ τὸ ἀπαραίτητο προσὸν τῆς γραπτῆς ἔκφρασης (ὑπενθυµίζω ὅτι τόσο ἡ σλαβική, ὅσο καὶ ἡ ἀσιατικῆς προέλευσης βουλγαρικὴ ἦταν µόνο προφορικὲς γλῶσσες καὶ γι’ αὐτὸ ἡ βουλγαρικὴ πολιτικὴ ἡγεσία ἀναγκαζόταν ἕως τότε νὰ χρησιµοποιεῖ ὡς ἐπίσηµη γλῶσσα τὴν ἑλληνική, στὴν ὁποία εἶναι γραµµένες ὅλες οἱ λεγόµενες πρωτοβουλγαρικὲς ἐπιγραφὲς µέχρι τὸν 10ο αἰ.). Ἔτσι τέθηκαν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἰσοπέδωσης τῶν διαφορῶν µεταξὺ τῶν πολυπληθῶν Σλάβων ὑπηκόων καὶ τῶν ὀλιγάριθµων Βουλγάρων ἡγετῶν τους, γεγονὸς ποὺ µοιραῖα πλέον ὁδήγησε στὴ σταδιακὴ ἀφοµοίωση τῶν δεύτερων ἀπὸ τοὺς πρώτους (1). Μέχρι τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰ., ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ εἶχε συντελεστεῖ καὶ τὰ µόνα ποὺ ἀπέµειναν ὡς ἀνάµνηση τῆς ὕπαρξης τῶν παλαιῶν Βουλγάρων ἦταν ἡ ἐθνωνυµία καὶ κάποια ἐλάχιστα ἀκόµη γλωσσικὰ ὑπολείµµατα, κυρίως ἀνθρωπωνύµια ἢ ὀνόµατα πολιτικῶν ἀξιωµάτων. Ἔτσι παρουσιάζεται τὸ ἐνδιαφέρον φαινόµενο ὑπὸ τὸν ὅρο «Βούλγαροι» νὰ ἐννοοῦνται στὴν πραγµατικότητα δυὸ διαφορετικὰ πράγµατα: α) γιὰ τὴν περίοδο 7ου – 10ου περίπου αἰ. ἕνα ἀσιατικῆς προέλευσης φῦλο ποὺ κατέκτησε τὰ σλαβικὰ ἔθνη τῆς περιοχῆς καὶ β) ἐφεξῆς ἕνας λαὸς ποὺ εἶναι πλέον σλαβικός (2).

Τώρα τὸ πῶς µετὰ ἀπ’ ὅλα αὐτά, ποὺ πραγµατικὰ ἀποτελοῦν κοινὸ τόπο γιὰ τὴν διεθνή ἐπιστηµονικὴ κοινότητα, µᾶς προκύπτουν οἱ Θρᾶκες ὡς ἀπώτατοι πρόγονοι τῶν σηµερινῶν Βουλγάρων, εἶναι ἄξιον ὄχι ἁπλῶς ἀπορίας, ἀλλὰ καὶ θυµηδίας. Γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθουν τὸν προφανή σκόπελο, οἱ λιγότερο …προπετεῖς Βούλγαροι ἱστορικοὶ δὲν ἀρνήθηκαν ἀσφαλῶς ὅσα προαναφέραµε, τόνισαν ὡστόσο ὅτι στὴ βουλγαρικὴ ἐθνοσύσταση δὲν συµµετεῖχε µόνο τὸ ἐπείσακτο στὰ Βαλκάνια σλαβοβουλγαρικό, ἀλλὰ ἐξίσου καὶ τὸ πολυπληθὲς ντόπιο στοιχεῖο, ποὺ τὸ ἀποκάλεσαν θρακικό. Καὶ αὐτὴ ἡ θεωρία ὅµως, πέραν τοῦ ὅτι ποτὲ δὲν µπόρεσε νὰ στηριχθεῖ µέ στοιχειώδη ἐπάρκεια στὶς µαρτυρίες τῶν ἱστορικῶν καὶ ἀρχαιολογικῶν πηγῶν, εἶναι φανερὸ ὅτι µοιάζει καὶ βάσει τῆς ἁπλῆς λογικῆς ἀπίθανη. Τὸ νὰ µιλᾶµε κατ’ ἀρχὰς γιὰ συµπαγεῖς πληθυσµοὺς ποὺ ζοῦσαν τὸν 6ο αἰ. νότια τοῦ Δούναβη καὶ ἦταν ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Θρακῶν (ἐνῶ εἶναι γνωστὲς καὶ οἱ ἔντονες πληθυσµιακὲς καὶ ἐθνολογικὲς ἀνακατατάξεις ποὺ συντελοῦνταν ἀπὸ αἰῶνες στὴ ΒΔ Βαλκανική, ἀλλὰ καὶ ἡ µεγάλη δηµογραφικὴ ἀραίωση ἐξαιτίας τῶν ἀλλεπάλληλων βαρβαρικῶν ἐπιδροµῶν τῆς ὕστερης ρωµαϊκῆς καὶ τῆς πρώιµης βυζαντινῆς περιόδου) εἶναι σχεδὸν τόσο ἀνόητο, ὅσο καὶ τὸ νὰ ἀναζητοῦµε στὴ σηµερινὴ Σπάρτη ἀπευθείας ἀπογόνους τοῦ …Παυσανία. Ἀκόµη ὅµως καὶ ἂν ὑπῆρχαν τέτοιοι µαζικοὶ πληθυσµοί, δὲν ἔχουµε κανένα λόγο νὰ δεχθοῦµε ὅτι δὲν ἔπραξαν τὸ ἴδιο ποὺ ἔχει χιλιάδες φορὲς ἀποδειχθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱστορία ὅτι συµβαίνει σὲ παρόµοιες περιπτώσεις ξένης εἰσβολῆς: νὰ ἐγκαταλείψουν δηλαδὴ τὴν περιοχή, ἀναζητώντας ἀσφαλέστερους τόπους ἐγκατάστασης. Ὅσοι πάλι δὲν πρόλαβαν νὰ φύγουν, εἶναι βέβαιο ὅτι ἐγκλωβίστηκαν σὲ µία κατάσταση ὄχι ἀκριβῶς εἰδυλλιακή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἦταν δύσκολο νὰ ἐπιζήσουν – δεδοµένου ὅτι ἐδῶ δὲν µιλᾶµε κἄν γιὰ ἕναν ὀργανωµένο κατακτητή, ἀλλὰ γιὰ ἕνα συνονθύλευµα ἀνεξάρτητων µεταξὺ τους σλαβικῶν φυλῶν, ποὺ πέρασαν τὸν Δούναβη ἐκµεταλλευόµενες τὴν προσωρινὴ κατάρρευση τοῦ βυζαντινοῦ συνόρου καὶ ἔστησαν γιὰ ἀρκετὲς δεκαετίες στὴν περιοχὴ ἕνα σκηνικὸ ἀπόλυτης ἀναρχίας (εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι ἡ πρώτη σοβαρὴ στρατιωτικὴ ἀπόπειρα τοῦ κλυδωνιζόµενου τότε βυζαντινοῦ κράτους νὰ τοὺς ὑποτάξει, µαρτυρεῖται ἀπὸ τὶς πηγὲς πολὺ ἀργότερα – µόλις τὸ 658). Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σηµαίνουν ὅτι ἔχουµε τὸ δικαίωµα νὰ φτάσουµε στὸ ἄλλο ἄκρο καὶ νὰ ἀρνηθοῦµε τὴν ὕπαρξη κάποιων πληθυσµιακῶν ὁµάδων, ποὺ νὰ ἐπιβίωσαν καὶ τελικὰ νὰ συγχωνεύτηκαν µέσα στὸ πολυπληθὲς σλαβικὸ στοιχεῖο. Τὸ νὰ ἀναζητοῦµε ὅµως στὰ καθηµαγµένα Βαλκάνια τοῦ 6ου καὶ 7ου αἰ. συµπαγεῖς πληθυσµοὺς καὶ µάλιστα θρακικοὺς (µέ τὴν ἀρχαία ἔννοια τοῦ ὅρου), ὅπως ἐν πολλοῖς ὑπερθεµατίζει ἡ σύγχρονη βουλγαρικὴ ἱστοριογραφία, ποὺ νὰ παρέµειναν ἀλώβητοι ἀπὸ τὴ σλαβικὴ λαίλαπα καὶ τελικὰ µάλιστα νὰ συνέβαλαν ἐξίσου µέ τοὺς Σλάβους (ἀπὸ ἐθνολογικῆς καὶ πολιτισµικῆς ἀπόψεως) στὴ βουλγαρικὴ ἐθνογένεση, εἶναι ὁλοφάνερα κάτι ποὺ δὲν ἔχει σχέση µἒ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, ἀλλὰ µὄνο στὸν χῶρο τῆς προπαγάνδας µπορεῖ νὰ ἀναχθεῖ. Εἰλικρινὰ ἔχω τὴν ἐντύπωση – καὶ ἂς µοῦ συγχωρεθεῖ ὁ …αἱρετικὸς ἀστεϊσµὸς – ὅτι πιὸ πολὺ δικαιοῦνται οἱ Τοῦρκοι νὰ ἐπικαλοῦνται ὡς µακρινούς τους προγόνους τους …Ἴωνες, µέ δεδοµένα ἀφ’ ἑνὸς τὰ πολυάριθµα πολιτισµικά στοιχεῖα ποὺ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν µεσαιωνικὸ Ἑλληνισµὸ οἱ Σελτζοῦκοι καὶ ἀργότερα οἱ Ὀθωµανοὶ καὶ ἀφ’ ἑτέρου τοὺς µαζικοὺς ἑλληνικοὺς πληθυσµοὺς ποὺ ἐξισλαµίστηκαν βιαίως ἢ ἑκουσίως καὶ σταδιακὰ ἀναµίχθηκαν µέ τοὺς τουρκικοὺς (σὲ ἀρκετὲς ἑκατοντάδες χιλιάδες τοὺς ἀνάγουν οἱ βυζαντινὲς πηγὲς µόνο στὴ Μικρασία καὶ µόνο γιὰ τὸν 14ο αἰ.), παρὰ τοὺς Θρᾶκες ὡς δικούς τους προγόνους οἱ Βούλγαροι.

Ὅπως προανέφερα ὅµως, αὐτὴ ἡ προσπάθεια τῶν Βουλγάρων καὶ ἡ µέσῳ αὐτῆς ἀπόπειρα νὰ ἀναζητήσουν ἱστορικὸ «ἔρεισµα» στὴν περιοχὴ πολὺ ἀρχαιότερο καὶ πολὺ µεγαλύτερο σὲ σηµασία ἀπ’ ὅσο στὴν πραγµατικότητα τοὺς ἀναλογεῖ, δὲν εἶναι τὸ µοναδικὸ ἐπιστηµονικὸ ἀτόπηµα τῶν βορείων γειτόνων µας. Ὑπῆρξαν καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα µάλιστα µᾶς ἀφοροῦν µέ ἀκόµη πιὸ ἄµεσο τρόπο, καθὼς χρησιµοποιήθηκαν συχνὰ κατὰ τὸ παρελθὸν γιὰ τὴ στήριξη τῶν πολιτικῶν ἐπιδιώξεων τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισµοῦ, σὲ βάρος – ἐννοεῖται – τῶν ἴδιων τῶν ἐθνικῶν µας δικαίων.

 

 

Β΄

 

1. Συνέβη δηλαδή κι ἐδῶ ὅ,τι καί στήν ἐθνοσύσταση τῶν Ρώσων (ἐπίσης µετά τόν 9ο αἰ.) µέ τήν – γιά τούς ἴδιους περίπου λόγους – σταδιακή ἀφοµοίωση τῶν ὀλιγάριθµων Σκανδιναβῶν Ρώς ἀπό τά ὑποτελῆ τους σλαβικά πλήθη στήν περιοχή τοῦ Κιέβου.

2. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος τῆς χρήσης τοῦ ὅρου «Πρωτοβούλγαροι»: ὁ ὅρος δέν ὑφίσταται βεβαίως στήν ἱστορική πραγµατικότητα, ἀλλά ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἐπιστηµονικό νεολογισµό (ὅπως δηλαδή καί ὁ ὅρος «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία») καί ἐξυπηρετεῖ µία καθαρή µεθοδολογική σκοπιµότητα, τήν ἀνάγκη δηλαδή διάκρισης τῶν πρώτων ἀπό τούς δεύτερους.

 

Τὸ κυρίως πρόβληµα περιστρεφόταν ἀνέκαθεν γύρω ἀπὸ τὸ θέµα τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, ἀπέναντι στὶς ὁποῖες ἡ στάση τῶν γειτόνων µας ἦταν µονίµως διεκδικητική. Καὶ ἐδῶ οἱ ὅροι «ἀνέκαθεν» καὶ «µονίµως» χρησιµοποιοῦνται στὴν κυριολεξία τους: εἶναι πράγµατι τόσο παλαιὰ αὐτὴ ἡ διεκδίκηση, ποὺ χρονολογικὰ προηγεῖται ἀκόµη καὶ τῆς ἴδιας της βουλγαρικῆς ἐθνογένεσης (1), ὥστε ἂν κανεὶς ἀστειευόµενος µιλοῦσε γιὰ πραγµατικὴ ἐµµονή, ἐντυπωµένη στὰ…βουλγαρικὰ ἐθνικὰ γονίδια, δὲν θὰ ἀπεῖχε πολὺ τῆς πραγµατικότητος. Τὸ πρόβληµα παρέµεινε ἕως τὸν 14ο αἰώνα, σφραγίζοντας τὴ φύση τῶν βυζαντινοβουλγαρικῶν σχέσεων (ποὺ ἦταν σχεδὸν σὲ µόνιµη βάση ἐχθρικές) καὶ δὲν ἀνεστάλη παρὰ µόνο µέ τὴν ὀθωµανικὴ κατάκτηση, ὁπότε ὁ ὅρος «διεκδίκηση» ἔχασε πιὰ µοιραῖα κάθε σηµασία, µιά ποὺ τόσο οἱ Βούλγαροι, ὅσο καὶ οἱ Ἕλληνες ἦταν πλέον ὑπόδουλοι τῶν Ὀθωµανῶν.

Μὲ τὴν ἵδρυση ὅµως τοῦ σύγχρονου βουλγαρικοῦ κράτους (1878) καὶ τὴν περαιτέρω ἐνεργοποίηση τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισµοῦ, ὁ κίνδυνος ἀναβίωσε. Μακεδονία καὶ Θράκη τέθηκαν καὶ πάλι στὸ ἐπίκεντρο τῶν βουλγαρικῶν ἐπιδιώξεων, οἱ ὁποῖες µάλιστα, ὡς γνωστόν, ἔφτασαν κάποιες φορὲς µία ἀνάσα ἀπὸ τὴν ὑλοποίησή τους (προσωρινὴ κατοχὴ τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης µέ τὴ Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τὸ 1878, κατάκτηση τῆς Ἀνατ. Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης τὸ 1912, κατοχὴ τῶν ἴδιων περιοχῶν κατὰ τὴν περίοδο 1941-44). Τὸ πράγµα βεβαίως τελικὰ κάπου πάντα σκόνταφτε καὶ οἱ ἐλπίδες γιὰ τὴ µόνιµη προσάρτηση αὐτῶν τῶν ἐδαφῶν παρέµεναν ἀπατηλές, αὐτὸ ὅµως κάθε ἄλλο παρὰ ἀποθάρρυνε τὶς βουλγαρικὲς φιλοδοξίες. Οἱ Βούλγαροι ἐκτίµησαν – πολὺ σωστὰ ἀπὸ τὴν πλευρά τους – ὅτι γιὰ νὰ µπορέσουν νὰ διεκδικήσουν αὐτὲς τὶς περιοχές, ἔπρεπε νὰ ἐµφανίσουν ἱστορικὰ δικαιώµατα ἐπ’ αὐτῶν, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια θὰ προπαγάνδιζαν στὰ διεθνῆ φόρα. Ὁ ἕνας δρόµος ποὺ ἀκολουθήθηκε πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἦταν τῶν πολιτικοστρατιωτικῶν µέτρων (π.χ. ἡ δραστηριότητα τῆς ΕΜΕΟ καὶ τῶν ἄλλων κοµιτάτων κατὰ τὴν περίοδο 1893-1908 γιὰ τὸν ἐκβουλγαρισµὸ τῆς ἐθνικῆς συνείδησης τῶν ἑλληνικῶν µακεδονικῶν πληθυσµῶν ἢ ἡ µεταφορὰ Βουλγάρων ἐποίκων κατὰ τὴ ναζιστικὴ κατοχὴ στὴ Μακεδονία καὶ τὴ Θράκη µέ στόχο τὴν ἀλλοίωση τοῦ ἐθνολογικοῦ χάρτη τῆς περιοχῆς). Ὅσο γιὰ τὸν ἄλλο δρόµο, αὐτὸς βεβαίως ἦταν τῆς ἱστορικῆς ἐπιστήµης.

Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς προσπάθειας, οἱ Βούλγαροι ἱστορικοὶ ὑπῆρξαν παλαιότερα ὑπέρµαχοι τόσο τῆς θεωρίας τοῦ Φαλµεράγιερ, ὅσο καὶ ἀργότερα τῶν νεότερων, µετριοπαθέστερων ἐκδοχῶν της (ποὺ δυστυχῶς ἀκόµη καὶ σήµερα ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν ἀρκετὰ µεγάλη διάδοση στὴν δυτικὴ ἱστορικὴ ἔρευνα). Τὶς θεωρίες αὐτὲς µάλιστα τὶς διέστρεψαν ἀκόµη περισσότερο, κάνοντας λόγο γιὰ ἔντονη µετὰ τὸν 6ο αἰ. ὄχι ἁπλῶς σλαβικὴ παρουσία στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἀκριβέστερα βουλγαρικὴ (µέ κύριο ἐπιχείρηµα τὸν συσχετισµὸ τῆς βουλγαρικῆς γλώσσας µέ τοὺς γλωσσολογικοὺς τύπους τῶν ἀρχαιότερων σλαβικῶν τοπωνυµίων τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου). Τόσο ἔντονη ἦταν µάλιστα – κατὰ τοὺς ἰσχυρισµοὺς τους – αὐτὴ ἡ παρουσία, ὥστε ἀπέκοψε οὐσιαστικὰ ἐπὶ τρεῖς τουλάχιστον αἰῶνες τὴ Μακεδονία ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ ἔλεγχο καὶ διευκόλυνε καὶ τὴν ἐπίσηµη γιὰ κάποιο διάστηµα (ἀρχὲς 10ου αἰ.) προσάρτησή της στὸ βουλγαρικὸ κράτος. Ἡ µόνη περιοχὴ ποὺ τελικὰ δὲν χάθηκε ποτὲ γιὰ τὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία ἦταν – κατ’αὐτούς – ἡ περιφέρεια τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ διατήρησε καὶ διὰ τῆς θαλασσίας ὁδοῦ τὴν ἐπικοινωνία της µέ τὴν Κωνσταντινούπολη (2).

Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀπόψεις ὅµως ἀποτελοῦν κλασσικὰ παραδείγµατα εἴτε λανθασµένης ἑρµηνείας τῶν ἱστορικῶν πηγῶν, εἴτε καὶ ἐσκεµµένης παραχάραξής τους. Γιὰ τὶς µέν θεωρίες ὁλικοῦ ἢ µερικότερου ἐκσλαβισµοῦ τῆς Ἑλλάδος, µποροῦµε νὰ ποῦµε σήµερα ὅτι ἔχουν πλέον καταρρεύσει (ἐξέλιξη στὴν ὁποία καὶ ὁ ὑποφαινόµενος εἶχε τὴν ἐξαιρετικὴ τιµὴ νὰ συµβάλει), καθὼς ἀπὸ τὸν ἐξονυχιστικὸ ἔλεγχο ὅλων τῶν βυζαντινῶν πηγῶν ποὺ διασώζουν σχετικὲς ἱστορικές, ἀρχαιολογικὲς καὶ τοπωνυµικὲς µαρτυρίες, ἐπισυνάγεται βεβαίως ὅτι πράγµατι σηµειώθηκαν κατὰ τὸν 7ο αἰ. σλαβικὲς ἐγκαταστάσεις στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ποὺ ὅµως περιορίζονταν σὲ ἐλάχιστες ἐπιµέρους περιοχές, ὅπως τὴ Ν.Α. Πελοπόννησο, τὴ Μαγνησία, τὸ Βέρµιο καὶ τὴν περιοχὴ τοῦ κάτω ροῦ τοῦ Στρυµόνα. Αὐτὲς οἱ ἐγκαταστάσεις, οἱ λεγόµενες Σκλαβηνίες, ἔµοιαζαν µέ νησίδες ἀνάµεσα στοὺς πολυπληθέστερους ἑλληνικοὺς πληθυσµοὺς (ποὺ οὐδέποτε ἐκδιώχτηκαν ἢ ἐγκατέλειψαν τὴν ἑλλαδικὴ ἐνδοχώρα, ὅπως λανθασµένα πιστευόταν παλαιότερα), πράγµα ποὺ πιστοποιεῖ καὶ ὁ σχετικὰ γρήγορος γλωσσικός τους ἐξελληνισµός, µετὰ ἀπὸ µία φυσιολογικὴ βεβαίως πρώτη περίοδο ἀποµόνωσης (3). Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἐπιµέρους θεωρία τῶν Βουλγάρων ὅτι αὐτὲς οἱ ἐγκαταστάσεις ἦταν βουλγαρικές, αὐτὴ εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἀβάσιµη, ἀλλὰ καὶ ἐξωφρενική. Βεβαίως τὸ βασικὸ ἐπιχείρηµα ποὺ ἐπιστράτευσαν, δὲν εἶναι τυπικὰ λανθασµένο, καθὼς πράγµατι ὑπάρχει ὁµοιότητα τῆς βουλγαρικῆς µέ τὰ παλαιότερα σλαβικὰ τοπωνύµια τῆς Ἑλλάδας, στὴν πραγµατικότητα ὅµως πρόκειται γιὰ καθαρὴ σοφιστεία. Τὰ τοπωνύµια αὐτὰ χρονολογοῦνται τὸν 7ο-8ο αἰ., σὲ µιά ἐποχὴ δηλαδὴ ποὺ οἱ Σλάβοι τῶν Βαλκανίων µιλοῦσαν τὴν ἑνιαία ὥς τότε νοτιοσλαβική, ἐνῶ οἱ ἐπιµέρους ἐθνικὲς σλαβικὲς γλῶσσες δὲν εἶχαν ἀκόµη προκύψει (αὐτὲς προῆλθαν ἀπὸ τὴ νοτιοσλαβική, διαµορφούµενες σταδιακὰ µετὰ τὸν 8ο αἰ.). Ἄρα οἱ γλωσσολογικοὶ τῦποι τῶν τοπωνυµίων προέρχονται στὴν πραγµατικότητα ἀπὸ τὴ νοτιοσλαβικὴ. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα εἶναι φυσικὸ νὰ θυµίζουν καὶ τὴ βουλγαρική, ἀπὸ τὴ στιγµὴ ποὺ καὶ ἡ τελευταία ὑπῆρξε ἄµεσο προϊὸν αὐτῆς τῆς ἑνιαίας γλώσσας. Πρόκειται, ὅπως εὔκολα παρατηροῦµε, γιὰ ἕνα ἐντελῶς αὐθαίρετο πρωθύστερο, ποὺ «ἐντοπίζει» βουλγαρικὰ γλωσσικὰ φαινόµενα πολὺ πρὶν ἀρχίσει νὰ διαµορφώνεται ἡ βουλγαρικὴ γλῶσσα καὶ «τοποθετεῖ» Βουλγάρους στὴ Μακεδονία δυὸ τουλάχιστον αἰῶνες πρὶν ἀρχίσει κἄν νὰ συντελεῖται ἡ βουλγαρικὴ ἐθνογένεση.

 

 

 

 

Σηµειώσεις

 

 

 

(1) Εἶναι γνωστὲς οἱ ἐπεκτατικὲς τάσεις πρὸς τὰ θρακικὰ καὶ µακεδονικὰ ἐδάφη ποὺ συχνὰ ἐπέδειξαν οἱ Πρωτοβούλγαροι, τόσο πρὶν ἀπὸ τὸν ἐκχριστιανισµὸ τους (864), ὅσο καὶ στὴ συνέχεια, µέ κορυφαία βεβαίως τὴν περίπτωση τοῦ τσάρου Συµεών (893-927), ὁ ὁποῖος µάλιστα ἦταν τόσο φιλόδοξος, ποὺ ὀνόµαζε τὸν ἑαυτὸ τοῦ «αὐτοκράτορα Βουλγάρων καὶ Ρωµαίων» καὶ εἶχε ὡς ἀπώτατο στόχο νὰ καταλάβει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ καταστήσει τὸ κράτος του διάδοχο τοῦ βυζαντινοῦ.

(2) Πράγµατι οἱ Βούλγαροι ἱστορικοὶ «διέγνωσαν» µέν κάποιαν διάδοση τῆς βουλγαρικῆς γλώσσας καὶ µέσα στὴ Θεσσαλονίκη, περαιτέρω ὅµως δὲν τόλµησαν οὔτε περὶ ἐκβουλγαρισµοῦ της νὰ µιλήσουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ ἀποκοπή της ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ κράτος. Δὲν γνωρίζω γιατί. Ἴσως, ἐπειδὴ ἀκόµη καὶ τὸ βουλγαρικὸ θράσος νὰ ἔχει ἐν τέλει καὶ αὐτὸ κάποια ὅρια.

(3) Μὲ µόνη ἴσως ἐξαίρεση τὴ Σκλαβηνία τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας, γιὰ τὴν ὁποία ὀφείλουµε νὰ ὁµολογήσουµε ὅτι δὲν διαθέτουµε τεκµήρια γλωσσικοῦ ἐξελληνισµοῦ. Στὶς περιοχὲς αὐτὲς ἄλλωστε πιθανότατα ἔλαβαν χώρα καὶ µεταγενέστερες τοῦ 9ου αἰώνα ἐγκαταστάσεις σλαβικῶν πληθυσµῶν, ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἀποκλείεται πράγµατι νὰ ἦταν καὶ βουλγαρικῆς προέλευσης. Αὐτοὶ ἦταν κατὰ πάσα πιθανότητα οἱ µακρινοὶ πρόγονοι τῶν καθ’ ἠµᾶς λεγοµένων Σλαβοµακεδόνων ἢ καὶ τῶν Σλάβων τῆς περιοχῆς τῶν Σκοπίων. Ἐλλείψει ἰδιαίτερων ἱστορικῶν δεδοµένων, τὸ ζήτηµα αὐτὸ δὲν µπορεῖ δυστυχῶς περαιτέρω νὰ διερευνηθεῖ. Ἀκόµη πάντως καὶ ἂν ὑποθετικὰ ἀποδεχόµασταν ὅλους αὐτοὺς τοὺς πληθυσµοὺς ὡς ἀπογόνους τῶν πρώτων ἀκόµη Σλάβων ποὺ ἔφτασαν στὴν περιοχή, καὶ πάλι θὰ ἦταν βέβαιο ὅτι θὰ κάναµε λόγο γιὰ ἐγκατάσταση ποὺ δὲν µπορεῖ κατὰ κανένα τρόπο νὰ χρονολογηθεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν 7ο αἰώνα.

 

 

 Γ΄

 

Ἐπισηµάναµε ἤδη βεβαίως καὶ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν µποροῦµε νὰ µιλᾶµε γιὰ ἰδιαιτέρως µαζικὲς σλαβικὲς ἐγκαταστάσεις στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο κατὰ τὸν 7ο-9ο αἰώνα, ἀλλὰ καὶ τὸ πόσο ἐξωπραγµατικὰ ἦταν τὰ ἐπιπλέον ἐπιχειρήµατα κάποιων Βουλγάρων ἱστορικῶν στὴν προσπάθειά τους αὐτὲς τὶς ἐγκαταστάσεις νὰ τὶς παρουσιάσουν ὡς (ἐπὶ τὸ εἰδικότερον) βουλγαρικές. Καὶ γιὰ τὸν περαιτέρω ἰσχυρισµὸ τους ὡστόσο ὅτι ἕνα µεγάλο τµῆµα τῆς Μακεδονίας βρέθηκε ὑπὸ τὴν ἐπίσηµη βουλγαρικὴ κατοχὴ τὴν ἐποχὴ τοῦ τσάρου Συµεών, πρέπει νὰ ποῦµε ὅτι εἶναι ἐξαιρετικὰ προβληµατικός. Τὰ ἐπιχειρήµατα ποὺ ἐπιστρατεύτηκαν γιὰ νὰ στηρίξουν αὐτὴν τὴν τελευταία ἄποψη ἦταν ἕνας «ὅρος Ρωµαίων καὶ Βουλγάρων», µία λίθινη δηλαδὴ συνοριακὴ ἐπιγραφὴ τῶν ἀρχῶν τοῦ 10ου αἰ., πού βρέθηκε τὸ 1898 20 χιλιόµετρα βόρεια τῆς Θεσσαλονίκης, καὶ δευτερευόντως ἡ λεγόµενη πρωτοβουλγαρικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ Direkler, ποὺ ἐντοπίστηκε στοὺς Φιλίππους καὶ ὑποτίθεται ὅτι ἀποδεικνύει βουλγαρικὴ ἐπιδροµικὴ δραστηριότητα στὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία κατὰ τὸν 9ο µ.Χ. αἰώνα.

Ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία ὅµως καλύπτεται στὴν πραγµατικότητα ἀπὸ τὴν ἀχλὺ τοῦ µυστηρίου: Βεβαίως καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ εὑρήµατα ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται σοβαρά, εἶναι ὅµως κατὰ παράδοξο τρόπο ἐντελῶς µεµονωµένα, καθὼς ὅλα τὰ ἄλλα ἱστορικὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ δεδοµένα ποὺ διαθέτουµε ὄχι µόνο δὲν ἐπιβεβαιώνουν, ἀλλὰ καὶ ἐνίοτε ἀντικρούουν τόσο τὴν ὕπαρξη βουλγαρικῶν ἐπιδροµῶν σὲ µακεδονικὰ ἐδάφη κατὰ τὸν 9ο αἰώνα, ὅσο καὶ τὴ µετέπειτα προσωρινὴ προσάρτησή τους στὸ κράτος τοῦ Συµεών. Πολὺ σηµαντικὸ ὅµως εἶναι καὶ τὸ ὅτι ποτὲ δὲν ἀποδείχτηκε πὼς οἱ δυὸ ἐπιγραφὲς λαξεύτηκαν ἐξ ἀρχῆς στὸν τόπο ἀνεύρεσής τους (in situ) καὶ πὼς δὲν µεταφέρθηκαν ἐκεῖ ἀργότερα ἀπὸ ἀλλοῦ, ἐνῶ εἰδικὰ γιὰ τὴν ἐπιγραφὴ τῶν Φιλίππων, ὅπως ἔδειξε ἐµπεριστατωµένα ὁ ἀείµνηστος κορυφαῖος βυζαντινολόγος Ι. Καραγιαννόπουλος, τὰ ὑπάρχοντα δεδοµένα µοιάζουν νὰ ὁδηγοῦν πολὺ περισσότερο στὴ δεύτερη ἐκδοχή. Σχεδὸν ἱστορικὴ ἔχει µείνει ἄλλωστε καὶ µία φράση τοῦ ἴδιου µελετητῆ, ποὺ ἀντιπαρατιθέµενος κάποτε µὲ Βούλγαρους συναδέλφους του ἐπὶ τοῦ θέµατος αὐτοῦ (κατὰ τὴ διάρκεια διεθνοῦς συνεδρίου), εἶχε παρατηρήσει εἰρωνικὰ ὅτι «οἱ Βούλγαροι µᾶλλον δὲν πῆγαν στὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία τὸν 9ο αἰώνα, πῆγε ὅµως σίγουρα 11 αἰῶνες ἀργότερα ὁ Besevliev» – ἀναφερόµενος βεβαίως µὲ πολὺ νόηµα στὴν περίπτωση τοῦ γνωστοῦ Βούλγαρου βυζαντινολόγου (ἐκ τῶν βασικῶν µελετητῶν τῆς ἐπιγραφῆς τοῦ Direkler), ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ πολλὲς φορὲς αὐτὰ τὰ µέρη τὶς δεκαετίες τοῦ ’20 καὶ τοῦ ’30, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν περίοδο 1941-44 (ὡς ἀξιωµατικὸς µάλιστα τῶν βουλγαρικῶν στρατευµάτων Κατοχῆς). Τίποτε ἀσφαλῶς δὲν ἔχει ἐπίσηµα ἀποδειχθεῖ (καὶ προφανῶς δὲν θὰ ἀποδειχθεῖ ποτέ), ἡ φύση ὅµως τῶν ἐνδείξεων ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἡ εὐρύτερη γνώση µας τῆς πάσῃ θυσία καὶ παντὶ µέτρῳ παλαιότερης προσπάθειας τῶν Βουλγάρων νὰ ἐγείρουν διεκδικήσεις ἐπὶ τοῦ µακεδονικοῦ χώρου ἀφ’ ἑτέρου, πιστοποιοῦν τουλάχιστον ὅτι ἕνας ἐνδεχόµενος ἰσχυρισµός µας πὼς οἱ Βούλγαροι (ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ. καὶ ὅποτε βρῆκαν τὴν εὐκαιρία) δὲν µετέφεραν πρὸς νότον µόνο πληθυσµούς, ἀλλὰ καί… πέτρες, εἶναι, ἂν µὴ τί ἄλλο, κάτι πολὺ πιὸ λογικοφανὲς ἀπὸ µία ἁπλὴ θεωρία συνωµοσίας.

Ὁλοκληρώνοντας κάπου ἐδῶ τὸ συνοπτικό µας ἀφιέρωµα στὶς βουλγαρικὲς ἱστορικὲς παραχαράξεις, πρέπει νὰ διευκρινίσουµε ὅτι αὐτὸ περιέλαβε τὰ κυριότερα ἐπιστηµονικὰ ἀτοπήµατα τῶν βορείων γειτόνων µας, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τὰ πλέον «ἀξιοπρεπῆ» – ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ ἡ αὐθαιρεσία τους δὲν εἶναι ἴσως ἔκδηλη γιὰ ἕνα κοινὸ µάτι καὶ ἡ κατάρριψή τους ὀφείλει συνεπῶς νὰ γίνει µὲ ἐπιστηµονικὸ ἀντίλογο. Ὑπάρχουν ἐννοεῖται καὶ πολλὲς ἀκόµη παραχαράξεις, τὶς ὁποῖες µοιραῖα δὲν µνηµονεύσαµε ἐδῶ, γιατί ἀφοροῦν εἴτε ἥσσονος σηµασίας ζητήµατα (π.χ. κάποιες διχογνωµίες γιὰ τὸ ἕως ποῦ ἔφταναν κατὰ καιροὺς τὰ δυτικὰ σύνορα τοῦ πρωτοβουλγαρικοῦ κράτους), εἴτε ἰσχυρισµοὺς ποὺ εἶναι ὀφθαλµοφανῶς πέραν τοῦ ὁρίου τοῦ γελοίου, ὅπως λ.χ. ἡ… βουλγαρικὴ καταγωγὴ τῶν Ἁγίων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, καὶ δὲν ἀντέχουν σὲ ὁποιαδήποτε κριτική. Αὐτὸ συνεπῶς ποὺ θὰ πρέπει ἰδιαίτερα νὰ µᾶς προβληµατίζει δὲν εἶναι ἀσφαλῶς ὅλες αὐτὲς οἱ παραχαράξεις καθ’ αὐτές: ἀπέναντί τους µπορεῖ κανεὶς νὰ καγχάσει ἢ καὶ νὰ ἐξοργιστεῖ, ἀλλὰ ἀπὸ ἐπιστηµονικῆς ἀπόψεως δὲν ἔχει κανένα λόγο γιὰ νὰ ἀνησυχήσει. Ἐκεῖνο ὅµως ποὺ εἶναι πραγµατικὰ ἀνησυχητικὸ καὶ ποὺ ἀπαιτεῖ τὴ συνεχή µας ἐγρήγορση εἶναι βεβαίως ἡ καλὰ ὀργανωµένη ἐκστρατεία τῶν Βουλγάρων γιὰ τὴν κατὰ καιροὺς προώθηση καὶ διαφήµιση ὅλων αὐτῶν τῶν ἱστορικῶν τους «θεωριῶν» (µέσω στηµένων ἐρευνῶν καὶ καλοπληρωµένων «ἐπιστηµονικῶν» ἰνστιτούτων) σὲ διεθνῆ ἐπιστηµονικὰ συνέδρια καὶ πολιτικὰ φόρα, ἐκστρατεία φυσικὰ ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἄκαρπη µπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ. Οἱ βόρειοι φίλοι µας εἶναι ἀλήθεια ὅτι παίζουν ὀργανωµένα τὸ παιχνίδι τους – καὶ τὸ παίζουν πολὺ καλά. Ἐµεῖς, ὡς διηνεκῶς χάσκουσα ἐπίσηµη πολιτεία καὶ ὡς ἀενάως πνευµατικὰ αὐνανιζόµενο πανεπιστηµιακὸ κατεστηµένο, µέχρι πότε θὰ κοιµόµαστε τὸν µακάριο ὕπνο τοῦ ἠλιθίου;

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κ. Ἄµαντος, Οἱ Σλάβοι εἰς τὴν Ἑλλάδα, Byzantinisch – neugriechische Jahrbucher 17 (1939-1943) 210-221.

V.Besevliev, Die Protobulgarischen Inschriften, Berlin 1963.

P. Charanis, Observations on the History of Greece during the Early Middle Ages, Balkan Studies 11 (1970) 1 – 34.

Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία, τ. Β1 (610-867), 1981.

Αἰκ.Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Μακεδονία. Σχεδίασµα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ΣΤ΄ µέχρι τὰ µέσα τοῦ Θ΄ αἰῶνος, Βυζαντινὰ 12 (1983) 9 – 63.

Ν.Δαπέργολας, Σλαβικὲς ἐγκαταστάσεις στὴ Μακεδονία ἀπὸ τὸν 7ο ἕως τὸν 9ο αἰώνα, Διδακτορικὴ Δι-ατριβή, 2000.

F.Dvornik, Les Slaves, Byzance et Rome au IXe siecle, Paris 1926

Ι.Καραγιαννόπουλος, Ἡ πρωτοβουλγαρικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ Direkler, Ἐγνα-τία 1 (1989) 221 – 255.

Ι.Καραγιαννόπουλος, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους Β΄ (565 – 1081) 2, Θεσσαλονίκη 1981.

J. Karayannopoulos, Les Slaves en Macedoine. La pretendue interruption des communications entre Constantinople et Thessalonique du 7eme au 9eme siecle, Athenes 1989

P. Lemerle, Philippes et la Macedoine Orientale a l’ epoque chretienne et byzantine, Paris 1945.

Φ. Μαλιγκούδης, Σλάβοι στὴ Μεσαιωνικὴ Ἑλλάδα, Θεσσαλονίκη 1988.

Μ.Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ κατὰ τοὺς µέσους χρόνους, 1992.

Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Σλαβικὲς ἐγκα-ταστάσεις στὴ Μεσαιωνικὴ Ἑλλάδα, 1993.

St. Runciman, A History of the First Bulgarian Empire, London 1930.

V. Tapkova-Zaimova, La ville de Salonique et son hinterland slave (jusqu’ au Xe siecle), Actes du IIe Congres International des Etudes du Sud-Est Europeen, Athenes 1970, σ.355-362.

V.Tapkova-Zaimova, Les Slaves de Salonique et l’origine de Cyrille et de Methode, Sofia 1969.

M.Weithmann, Die Slavische Bevolkerung auf der Griechischen Halbinsel. Ein Beitrag zur Historischen Ethnographie Sudosteuropas, Munchen 1978.

Δ.Ζακυθηνός, Οἱ Σλάβοι ἐν Ἑλλάδι, Ἀθήνα 1977.

 

 

 

none

Κυρίες και κύριοι,

Δεν πρόκειται να μακρυγορήσω, θα περιοριστώ σε μία πρόταση που, ως έντυπο αδέσμευτης γνώμης αλλά και αληθινής έγνοιας για τον τόπο μας, έχουμε καταθέσει προσφάτως. Αφορά την όντως ανάπτυξη, όχι δηλαδή αυτήν που θα υποβοηθήσει την λογιστική βελτίωση των μεγεθών της Θράκης αλλά την οικονομική και μορφωτική, δηλαδή την πλέον ουσιαστική. Κι αναφέρομαι στην ανάδειξη του βυζαντινού προσώπου της.

Γίνεται συχνά αναφορά στην πολυπόθητη ανάπτυξη του τουρισμού της Θράκης, μία πηγή εσόδων που θα έδινε διέξοδο στα αγροτικά, εμπορικά και βιομηχανικά αδιέξοδα του εργατικού δυναμικού. Το πρόβλημα όμως είναι ότι για να αποτελέσεις πόλο έλξης πρέπει πρωτίστως να είσαι  κ ά π ο ι ο ς. Τι μπορεί να πουλήσει σήμερα ο τόπος μας; Φυσικό κάλλος κι αρχαιότητες; Αυτά η υπόλοιπη Ελλάδα και σε μεγαλύτερη αφθονία τα διαθέτει και τις υποδομές έτοιμες τις έχει. Συνεδριακό – περιβαλλοντικό τουρισμό; Ώς έναν βαθμό ναι. Είναι όμως φανερό ότι δεν μπορεί κανείς να βασίσει πολλές ελπίδες εκεί, όταν ο τόπος παρουσιάζει την γνωστή ελεεινή εικόνα στις πόλεις και στην ύπαιθρο, τον πολεοδομικό χουλιγκανισμό που κατέστρεψε την αληθινή φυσιογνωμία του.

Ισχυριζόμαστε ότι μία ρεαλιστική διέξοδος από αυτό το σημείο είναι η ανάδειξη – ακόμα και η φιλοτέχνηση – του βυζαντινού προσώπου της Θράκης, ως ευρύτερης περιοχής της επί 11 αιώνες πρωτεύουσας του βυζαντινού πολιτισμού. Σήμερα που ο τομέας του πολιτισμικού τουρισμού αναζητά τους πιο απίθανους προορισμούς για μια γεύση εξωτικής κουλτούρας, όλος ο βυζαντινός κόσμος παραμένει σχεδόν στα αζήτητα, κυρίως επειδή η κοιτίδα του πλέον βρίσκεται υπό τουρκική κυριαρχία. Τι διαθέτει σχετικά ο τόπος μας; Πύθειο, Πλωτινούπολη, Διδυμότειχο, Φέρες, Τραϊανούπολη, Μαρώνεια, Κομοτηνή, Άβδηρα, Τόπειρος, Αναστασιούπολη, Μαξιμιανούπολη, Πάτερμα, Παπίκιο. Ένα ολόκληρο δίκτυο τόπων καί μνημείων που αν αναδειχθούν και γίνουν επισκέψιμα, μπορούν να συνδυαστούν με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών, ώστε να παίρνει ο επισκέπτης μία πολύ ικανοποιητική γεύση Βυζαντίου και βυζαντινής Θράκης. Άλλωστε κι αυτή η Πόλη είναι δίπλα, εύκολα πλέον προσβάσιμη – συνδυάσιμη για τον κάθε ενδιαφερόμενο.

Βεβαίως, μπορεί να αντιτείνει κανείς, ότι δεν έχουμε τις εκκλησίες της Καστοριάς ή της Θεσσαλονίκης, μοναστήρια σαν το Δαφνί ή του Αγιονόρους, ούτε οικισμούς ολόκληρους σαν τον Μυστρά ή τον Ανάβατο. Δεν έχει μεγάλη σημασία. Υπάρχει η Κοσμοσώτειρα ως σύμβολο, η μοναστική πολιτεία του Παπικίου, οι θαμμένες πόλεις σαν την Αναστασιούπολη ή την Μαξιμιανούπολη. Το γενικό κλίμα μπορεί να φτιαχτεί. Δύο βασικά εργαλεία πρέπει να κινητοποιηθούν, κατά τη γνώμη μας. Πρώτον η δημιουργούμενη Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων που ιδρύεται στην Αλεξανδρούπολη. Να πιέσουμε όσο μπορούμε ώστε να στελεχωθεί και να χρηματοδοτηθεί επειγόντως και γενναιόδωρα, εξαιρούμενη από τον γενικό κανόνα της μιζέριας που αφορά το σύνολο της χώρας. Με τους σημερινούς ρυθμούς η ανάδειξη των προαναφερθέντων τόπων θα χρειαστεί περίοδο ίση με την διάρκεια της ζωής του ίδιου του …Βυζαντίου. Και δεύτερον το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο. Είναι αυτό που μπορεί να δώσει και μία μορφωτική παράμετρο στο σχέδιο, αν αποκτήσει έναν προσανατολισμό προς τις βυζαντινές σπουδές. Οι σχολές ήδη υπάρχουν (Ιστορίας-Εθνολογίας, Φιλολογίας, Παρευξεινίων…), η κατεύθυνση χρειάζεται. Έτσι και ο συνεδριακός τουρισμός θα μπορούσε να ενισχυθεί αλλά κι αυτή η απαράδεκτη κατάσταση της συνεχούς αναφοράς σε βυζαντινολόγους – αυθεντίες του εξωτερικού θα μπορούσε κάποτε να μετριαστεί. Ο λογότυπος, άλλωστε, του Δημοκριτείου, που είναι με βυζαντινότροπους χαρακτήρες, κάτι τέτοιο δεν υπαινίσσεται;

Πολλά περισσότερα θα μπορούσε να προσθέσει κανείς. Την δυνατότητα ίδρυσης Βυζαντινού Μουσείου στην Κομοτηνή, αξιοποιώντας τη δωρεά Παπανικολάου. Την διαθέσιμη εμπειρία του Ινστιτούτου Πολιτιστικής κι Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας στην Ξάνθη σε σχέση με τις νέες τεχνολογίες. Την ίδρυση συλλόγων αναβίωσης βυζαντινών εθίμων υπό μορφή δρώμενων – happenings. Την προώθηση του τουρισμού από την Ανατολική Ευρώπη (στον οποίο ούτως ή άλλως αποβλέπουμε) δια της προβολής του κοινού μας πολιτισμικού προγόνου. Τα ευνόητα οφέλη για την εθνική θωράκιση της Θράκης. Το μορφωτικό κέρδος από την αναδίφηση του παρελθόντος μας. Ίσως υπάρχουν άλλοι, καταλληλότεροι από μας που θα μπορούσαν να πάνε παραπέρα την γενική αυτή ιδέα. Την υλοποίησή της όμως πρέπει –εφόσον συμφωνούν– να την αναλάβουν πρόσωπα της κεντρικής πολιτικής σκηνής του τόπου. Πιστεύουμε ότι προτείνουμε ένα όραμα απολύτως εφικτό και θεωρούμε κάθε κριτική  ευπρόσδεκτη. Ευχαριστώ.

 

(Πρόταση του Κώστα Καραΐσκου στο Παγκόσμιο Συνέδριο Θρακών, Αλεξανδρούπολη, Αύγουστος 2003)

none


ΕΞΩ ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΑΚΗ
ΥΠΟΓΡΑΨΤΕ ΤΩΡΑ!



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Τουρκικά Νέα
Ο τουρκόφωνος τύπος στη Θράκη και στον Κόσμο


Παρατηρητήριο Μέτε
Τα νέα του ψευδομουφτή Ξάνθης Αχμέτ Μέτε


Ένα Καράβι Για Τη Γάζα | ShipToGaza.gr
Ενα Καράβι Για Τη Γάζα



Σχετικά...

Αρθρογραφία

Μόνιμες στήλες

ΑΡΧΕΙΟ

Λέξεις

Επισκέπτες

free counters