αρχείο λήψης                Η οικονομική ιστορία της Ελλάδας είναι η ιστορία των δανείων της. Από το 1824, με τα δάνεια της Ελληνικής Επανάστασης, μέχρι σήμερα, η χώρα διαρκώς εξαρτάται από χρέη, τα οποία μάλιστα συνδέονται με όλα τα σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας. Τα δάνεια της περιόδου 1879-1893 είναι διαφωτιστικά για την όλη αρρωστημένη κατάσταση: το ελληνικό δημόσιο είχε χρεωθεί 640 εκατομμύρια φράγκα έναντι πραγματικού ποσού 464 εκατομμυρίων· από αυτά εισέπραξε τα 348 εκατομμύρια και, ενώ μέχρι το φθινόπωρο του 1893 είχε επιστρέψει 367,7 εκατομμύρια, δηλαδή 20 εκατομμύρια περισσότερα απ’ όσα πραγματικά είχε λάβει, εξακολουθούσε να χρωστά 556,8 εκατομμύρια! Η εξάρτηση της χώρας από χρέη συγκαλύπτεται επιμελώς, επισημαίνει ο Γιάννης Σιάτρας στο βιβλίο του «Οι ζημιές μας κέρδη τους», ώστε να μη γίνεται αντιληπτό από τους Έλληνες ότι ζουν σε ένα ανελεύθερο κράτος, με κυβερνήσεις-ανδρείκελα των ξένων δυνάμεων.

Το 1980 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ως ποσοστό του Α.Ε.Π. έφτανε στο 27,7%. Στο τέλος του 2011, και πριν από το «κούρεμα» του 2012, έφτανε στο 163%. Κατά το διάστημα αυτό η χώρα πλήρωσε, μόνο για τόκους, ποσά που φτάνουν στο 202% του Α.Ε.Π. της. Ο Σιάτρας επισημαίνει τον παραλογισμό να πληρώνει η Ελλάδα μόνο για τους τόκους των δανείων της περισσότερα από τα ποσά που δανείζεται. Το δημόσιο χρέος της χώρας στο τέλος του 2000 έφτανε στα 143,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Από το 2001 ως το 2011 το κράτος πλήρωσε σε τόκους το ποσό των 119,6 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος του 2011 το χρέος είχε εκτοξευτεί στα 368 δισεκατομμύρια ευρώ. Για να καλύψει η χώρα τα πρωτογενή ελλείμματα της περιόδου, που έφταναν στα 35,6 δισεκατομμύρια ευρώ, κατέβαλε τόκους 119,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το χρέος αυξήθηκε κατά 224,4 δισεκατομμύρια και οδήγησε τελικά την Ελλάδα στη χρεοκοπία. Τα παραπάνω ποσά, ωστόσο, αποδεικνύουν παράλληλα ότι η χώρα μπορεί να ζήσει και χωρίς δανεισμό, εφόσον, βέβαια, υπάρξει μία ορθολογική κι έντιμη διαχείριση των πόρων της.

Ο Σιάτρας θεωρεί ότι στο σημείο που έχουν οδηγηθεί τα πράγματα για την Ελλάδα, με την ανόητη πολιτική της υπερχρέωσης και τη δουλική στάση των πολιτικών της απέναντι στους ξένους «ισχυρούς», είναι πλέον η κατάλληλη ευκαιρία για να κλείσει ο φαύλος κύκλος. Για την απεξάρτηση της χώρας από τους «ισχυρούς» είναι απαραίτητο να καταδειχτεί ο ρόλος των τελευταίων, ιδίως κατά την τρέχουσα κρίση. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, όταν ξέσπασε η θεωρούμενη «ελληνική» κρίση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσπευσε να προστατέψει τις τράπεζες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, σχεδιάζοντας ακραίες πολιτικές, οι οποίες μάλιστα παραβίαζαν την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Κι αποφάσισε να θυσιάσει την Ελλάδα και τον λαό της. Η καθυστέρηση στην αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους επιδιώχτηκε από την ευρωπαϊκή πλευρά τόσο για να προλάβουν να ρευστοποιήσουν τα τοξικά τους ελληνικά ομόλογα οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όσο και για να δημιουργηθούν οι «ειδικοί μηχανισμοί εξυγίανσης» από τα κράτη της Ε.Ε., οι οποίοι θα ελαχιστοποιούσαν τις τυχόν βλάβες από μια ελληνική χρεοκοπία. Η ανήκεστη βλάβη που προκλήθηκε στην Ελλάδα δεν ενδιέφερε κανέναν, ενώ και η τότε ελληνική κυβέρνηση, φοβισμένη και ανίκανη να κατανοήσει τις εξελίξεις, αποδέχτηκε τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς, παρόλο που ήταν αντίθετοι στα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας και του λαού της.

Γιατί οργανώθηκε τούτο το άθλιο και σκοτεινό σχέδιο διάσωσης των ευρωπαϊκών τραπεζών σε βάρος της Ελλάδας; Ο Σιάτρας εξηγεί πως η έκθεση των γερμανικών, των γαλλικών και των λοιπών τραπεζών ευρωπαϊκών κρατών στα ελληνικά ομόλογα δεν ήταν επένδυση για την οποία οι συγκεκριμένες τράπεζες δεν είχαν ευθύνη, ώστε να αποφύγουν το «κούρεμα» των υπό την ιδιοκτησία τους ελληνικών ομολόγων. Όταν ένας επενδυτής αξιολογεί εσφαλμένα τις επενδύσεις του, σαφώς κι έχει ευθύνη. Οφείλει να αναλάβει το κόστος από τις λανθασμένες του τοποθετήσεις. Στα τέλη του 2009 οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους ελληνικά ομόλογα αξίας πάνω από 90 δισεκατομμύρια ευρώ. Μαζί, μάλιστα, με τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα, το ποσό που διακυβευόταν ξεπερνούσε τα 250 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έπρεπε να «διασωθούν», με την παράλληλη μετακύλιση του κινδύνου αλλού, δηλαδή στην Ελλάδα, για την οποία είχε αποφασιστεί ο ρόλος της Ιφιγένειας.

Το «πακέτο διάσωσης» που ετοιμάστηκε για την Ελλάδα, σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Έρευνας των Η.Π.Α. ήδη από τον Ιούλιο του 2010, αποσκοπούσε μόνο στη μεταβολή της ιδιοκτησίας του χρέους, προκειμένου να διασωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες από τα επικίνδυνα ομόλογα. Η αρχική άρνηση, μάλιστα, της Ε.Ε. να δανειοδοτήσει την Ελλάδα με επιτόκιο δανεισμού που δεν θα επιβάρυνε υπέρμετρα τον ελληνικό προϋπολογισμό, είναι μια ακόμη απόδειξη των πραγματικών στόχων της επιχείρησης «διάσωσης». Οι ετήσιοι τόκοι που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από τους δανειστές υπήρξαν δυσβάστακτοι τόσο το 2010 όσο και το 2011, ενώ το επιτόκιο το 2011 ξεπερνούσε το 5,3%. Η δε μείωση του επιτοκίου, που ακολούθησε, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις τεράστιες απώλειες της Ελλάδας από τη «μεταφορά του χρέους», ενώ παράλληλα η χώρα εισερχόταν και στον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Αν συνδυαστούν τα παραπάνω στοιχεία και με τη συμπεριφορά της τρόικας, με τις διαρκείς της απειλές, την καθυστέρηση στην καταβολή των δόσεων, τις θρασείες παρεμβάσεις της στα εσωτερικά της χώρας και τη γενικότερη πολιτική και οικονομική αστάθεια που προκάλεσε αυτή η συμπεριφορά, γίνεται αντιληπτό ότι το κύριο μέλημα των δανειστών της Ελλάδας δεν ήταν καμία «διάσωσή» της. Γι’ αυτό κι ο Σιάτρας παρομοιάζει την εν λόγω «σωτηρία» με βιασμό.

Οι προαναφερθείσες δεν ήταν οι μόνες ενέργειες εκ μέρους των Ευρωπαίων που συνέτειναν στον οικονομικό διασυρμό της Ελλάδας. Η άθλια συμπεριφορά της Ε.Ε. απέναντι στην Ελλάδα αποδεικνύεται κι από τη διαδρομή που ακολούθησαν τα ελληνικά τοξικά ομόλογα κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλάζοντας κατόχους. Τα ερωτήματα είναι κρίσιμα: ποιοι ήταν οι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων κατά το ξεκίνημα της κρίσης; Πώς αυτά άλλαξαν χέρια στο διάστημα που ακολούθησε; Ποιοι πρόλαβαν να τα πουλήσουν και ποιοι πιάστηκαν στη δαγκάνα των «κουρεμάτων», με αποτέλεσμα να ζημιωθούν ή και να καταστραφούν εντελώς; Ο Σιάτρας χαρακτηρίζει την απόκρυψη των σχετικών πληροφοριών εγκληματική. Οι μόνες πληροφορίες για το ζήτημα προέρχονται από την επίμονη έρευνα τού τότε βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως κατά το κρίσιμο διάστημα από 1/1/2010 έως 31/12/2011 οι ελληνικές τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία, η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά και ιδιώτες αποταμιευτές είχαν αυξήσει την κατοχή τους σε ελληνικά ομόλογα από 55,9 σε 86,2 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή κατά ποσοστό 51,2%! Την ίδια περίοδο οι αλλοδαπές τράπεζες περιόρισαν τα ελληνικά ομόλογα της κατοχής τους από τα 141,5 στα 45,9 δισεκατομμύρια ευρώ! Γερμανικές, γαλλικές κι αγγλικές τράπεζες, με την υποστήριξη των κυβερνήσεών τους, οι οποίες καθυστερούσαν το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, προέβησαν σε μαζικές πωλήσεις των ελληνικών ομολόγων.

Το ερώτημα είναι αμείλικτο: με ποια λογική ή με τίνος τις εντολές συνέχιζαν οι ελληνικές τράπεζες να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα μετά το 2009, κι ενώ είχε πια διαφανεί η πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία; Κι ακόμη περισσότερο, γιατί συνέχιζαν να αυξάνουν τη θέση τους σε ελληνικά ομόλογα ακόμη και μετά από τη σύνοδο κορυφής της 21/7/2011, οπότε και αποφασίστηκε το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων; Οι ελληνικές τράπεζες, όπως επισημαίνει ο Σιάτρας, όχι μόνο δεν ρευστοποίησαν τα ελληνικά τοξικά ομόλογα που κατείχαν αλλά υπερδιπλασίασαν τις θέσεις τους σε αυτά κατά την κρίσιμη περίοδο. Μάλιστα, η συγκεκριμένη επιλογή είχε παρουσιαστεί σαν «πατριωτική» και προωθήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση. Το ερώτημα είναι αν αυτό συνέβη από άγνοια, από αδιαφορία ή από δόλο. Γιατί τα ομόλογα που αγοράστηκαν από τις ελληνικές τράπεζες δεν υποστήριξαν, εντέλει, σε καμία περίπτωση τη χώρα, καθώς ήδη από τον Μάρτιο του 2010 είχε διακοπεί η έκδοση νέων ομολόγων. Άρα, κανένα από τα ομόλογα που αγοράστηκαν δεν ενίσχυσε τη ρευστότητα της Ελλάδας, αφού όλα προέρχονταν από τη διεθνή αγορά και πωλητές τους ήταν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Με την αγορά των ομολόγων βελτιώθηκε η θέση των Ευρωπαίων πωλητών και επιδεινώθηκε η θέση των Ελλήνων αγοραστών. Ποια «λογική» λοιπόν υπαγόρευσε μια τέτοια πολιτική; Επί του ζητήματος, σημειώνει ο Σιάτρας, επικρατεί εκκωφαντική σιωπή.

Ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει την περιγραφείσα δυσερμήνευτη πολιτική, που χωρίς υπερβολές θα χαρακτηριζόταν προδοτική, θέτει συγκεκριμένα ερωτήματα. Γιατί οι ελληνικές και οι κυπριακές τράπεζες δεν ρευστοποίησαν τα τοξικά τους ομόλογα; Υπήρξε συμφωνία κυβέρνησης-τρόικας, που απαγόρευε τις πωλήσεις ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες; Υπήρξε κυβερνητική απαγόρευση προς τις τράπεζες να προβούν σε ρευστοποιήσεις; Ήταν τα ομόλογα των ελληνικών τραπεζών «μπλοκαρισμένα» ως εγγυήσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την παροχή πιστώσεων από εκείνη; Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν ευσταθεί, αφού οι τράπεζες θα αντλούσαν σημαντικά κεφάλαια απ’ τις πωλήσεις, αν ρευστοποιούσαν τα ομόλογά τους στις ικανοποιητικές τιμές στις οποίες αυτά είχαν στο μεταξύ ανεβεί. Μήπως, λοιπόν, επρόκειτο απλώς για απρονοησία των ελληνικών τραπεζών; Το τι συνέβη επί του θέματος είναι, όπως σχολιάζει ο Σιάτρας, ένα από τα σημαντικότερα και καλύτερα προστατευόμενα μυστικά της κρίσης, στο οποίο ίσως να κρύβονται όλα τα στοιχεία της προδοσίας της Ελλάδας από τους πολιτικούς της που διαχειρίστηκαν την κρίση κι από τους «εταίρους» της.

Εξίσου προβληματική, αν όχι ύποπτη, υπήρξε και η θέσπιση του Προγράμματος Αγορών Τίτλων που ανακοίνωσε η Ε.Κ.Τ στις 10/5/2010. Η επίσημη αιτιολόγηση της συγκεκριμένης κίνησης ήταν ότι έτσι η Ε.Κ.Τ. θα μπορούσε να παρεμβαίνει στις διεθνείς αγορές αγοράζοντας ομόλογα των χωρών-μελών της, ώστε να επηρεάζει τις τιμές τους, σε περίπτωση που εκείνες θα δέχονταν πιέσεις. Στην Ελλάδα η κίνηση τούτη έγινε αποδεκτή σαν ευρωπαϊκή στήριξη προς τη χώρα. Όμως η πραγματική της στόχευση ήταν να βοηθηθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, που έδιωξαν από τα χαρτοφυλάκιά τους τα ελληνικά τοξικά ομόλογα, και μάλιστα σε υψηλές τιμές, αφού αυτές διατηρήθηκαν υψηλές ακριβώς χάρη στην επιθετική πολιτική εξαγοράς ελληνικών ομολόγων από την Ε.Κ.Τ.· κι έτσι περιορίστηκαν σημαντικότατα οι ζημιές που θα κατέγραφαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες!

Η πολιτική που ακολούθησε η Ε.Ε. με το Πρόγραμμα Αγορών Τίτλων της Ε.Κ.Τ. και τα ελληνικά ομόλογα που δεν «κουρεύτηκαν» φαίνεται πως αποσκοπεί στο να παραμένει η Ελλάδα έρμαιο της βούλησης των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών. Τα ελληνικά ομόλογα της Ε.Κ.Τ. εξαιρέθηκαν από το «κούρεμα», εξαίρεση που δημιούργησε μια τεράστια διάκριση μεταξύ των κοινών επενδυτών και της Ε.Κ.Τ. και, για πρώτη φορά στην ιστορία, την κατηγορία του «προνομιούχου επενδυτή», γεγονός αδιανόητο ως τότε για τη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Ο Σιάτρας χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη αντιμετώπιση της Ε.Κ.Τ. σκανδαλώδη. Η Ε.Κ.Τ. απαίτησε από το ήδη πτωχευμένο ελληνικό κράτος την αποπληρωμή της στο 100% της αξίας των ομολόγων, αναγκάζοντας το ελληνικό κράτος να δανείζεται από τις ελληνικές τράπεζες και να στερεί από αυτές ρευστότητα. Επιπλέον, η Ελλάδα αναγκάζεται συχνά να προσφεύγει σε πανάκριβο βραχυπρόθεσμο δανεισμό μέσω της έκδοσης έντοκων γραμματίων, για να εξοφλά τα λήγοντα ομόλογα· ή αναγκάζεται να παίρνει διαρκώς νέα μέτρα, ισοπεδωτικά για την κοινωνία, υπό την πίεση των δανειστών, που διαρκώς ανακαλύπτουν «χρηματοδοτικά κενά» στις μελλοντικές ταμειακές ροές της χώρας. Τα ομόλογα της Ε.Κ.Τ. θα ’πρεπε να είναι για την Ελλάδα ένα εξαιρετικό διαπραγματευτικό όπλο: θα ’πρεπε να είχε απαιτηθεί η επιστροφή των ομολόγων στην τιμή της αγοράς τους από την Ε.Κ.Τ., κι όχι στην πλήρη τους αξία. Όμως η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν το αξιοποίησε, όπως επίσης δεν προετοιμάστηκε εγκαίρως για ένα μέτρο που όλοι το θεωρούσαν αναπόφευκτο, αλλά όσο καθυστερούσε, τόσο πιο επώδυνο θα ήταν για τη χώρα: την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Η διαδικασία απομείωσης του δημόσιου χρέους («κούρεμα»), που πραγματοποιήθηκε καθυστερημένα την άνοιξη του 2012, σήμανε τη μείωση του χρέους κατά 105,99 δισεκατομμύρια ευρώ. Ποιοι ακριβώς, όμως, συμμετείχαν στο P.S.I.; Η ελληνική κυβέρνηση δεν το ανακοίνωσε ποτέ! Μετά το P.S.I. του Μαρτίου του 2012, η συμμετοχή ιδιωτών στο ελληνικό χρέος μειώθηκε από 62% σε 25%, ενώ η συμμετοχή του «επίσημου» τομέα, δηλαδή των κρατών και των διεθνών οργανισμών, αυξήθηκε από το 38% στο 75%. Η μετατόπιση κατοχής του χρέους διαφοροποίησε εντελώς το προφίλ του και τις δυνατότητες χειρισμού του. Ακόμη πιο απαράδεκτη υπήρξε η απόφαση της Τραπέζης της Ελλάδος να συμμετάσχουν στο P.S.I. τα κεφάλαια των ασφαλιστικών ταμείων. Οι καταθέσεις των ασφαλιστικών ταμείων στην Τράπεζα της Ελλάδος σε ρευστό στις 31/10/2011 ανέρχονταν, όπως ενημερώνει ο Σιάτρας, στα 18,67 δισ. ευρώ. Η Τ.τ.Ε. αγόρασε με τα χρήματα αυτά ομόλογα αξίας 16 δισ. ευρώ. Με το «κούρεμα» των ομολόγων οι απώλειες των ταμείων μεγάλωσαν περισσότερο και ανήλθαν στα 8,8 δισ. ευρώ. Ποιοι, λοιπόν, έδωσαν εντολή να αντικατασταθούν τα μετρητά με ομόλογα, τα οποία μάλιστα επρόκειτο να κουρευτούν τις αμέσως επόμενες μέρες; Ποιοι αγόρασαν τα ομόλογα και σε τι τιμή; Στην τρέχουσα τιμή της αγοράς ή στην ονομαστική τους αξία;

Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης στο P.S.I. είναι, κατά τον Σιάτρα, δυσεξήγητη. Έδειξε σπουδή για την υλοποίησή του κι έκανε ό,τι ήταν δυνατό για τη μεγαλύτερη συμμετοχή του «εγχώριου» τομέα, λειτουργώντας ακόμη και πέρα από τα όρια του νόμου. Πέρα, μάλιστα, από τις ολέθριες ζημιές, η συμμετοχή των ασφαλιστικών ταμείων στο P.S.I., που αφορούσε μόνο τον ιδιωτικό τομέα, ήταν αδικαιολόγητη, αφού τα ταμεία είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Επιπλέον, διερωτάται ο συγγραφέας, γιατί απαγορεύτηκε στα ταμεία, που τον Μάρτιο του 2012 κρίθηκε ότι ανήκουν στον… ιδιωτικό τομέα(!), να συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας, τα οποία εξαναγκάστηκαν έτσι να ρευστοποιήσουν τα δικαιώματά τους σε εξευτελιστικές τιμές, χάνοντας με τον τρόπο αυτό μερικές ακόμη δεκάδες εκατομμύρια ευρώ;

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν κατέρρευσε λόγω της αύξησης των επισφαλών δανείων κατά τη διάρκεια της κρίσης, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε λόγω των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, τα οποία συσσώρευσε σε τεράστιες ποσότητες, και τα οποία, για άγνωστους λόγους, συνέχισε να συσσωρεύει. Το P.S.I. του Μαρτίου του 2012 προκάλεσε δυσβάστακτες ζημιές, αλλά και πάλι δεν ήταν αυτό που κατέστρεψε ολοκληρωτικά τις τράπεζες, εκτιμά ο Σιάτρας. Η χαριστική βολή δόθηκε στις τράπεζες τον Δεκέμβριο του 2012, με την υποχρεωτική πώληση των ομολόγων τους στο ελληνικό Δημόσιο, «κουρεμένων» κατά 66,2% της αξίας τους. Με την ενέργεια αυτή οι τράπεζες ουσιαστικά πτώχευσαν. Το δε εξοργιστικό, σχολιάζει ο συγγραφέας, είναι πως η χρεοκοπία των τραπεζών δεν προέκυψε τυχαία, όπως φανερώνει η πρόβλεψη για την ανακεφαλαιοποίησή τους ήδη από τον Οκτώβριο του 2011! Η Ελλάδα, στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, δανείστηκε από τον E.F.S.F. 50,8 δισεκατομμύρια ευρώ για να καλύψει τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών. Κι αυτό είναι παρανοϊκό: το κράτος «κούρεψε» τα ομόλογα των τραπεζών για να μειώσει το χρέος του, και στη συνέχεια δανείστηκε ξανά, δημιουργώντας νέο χρέος(!), για να αυξήσει το μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών που συμμετείχαν στο «κούρεμα»! Ο Σιάτρας δικαίως διερωτάται: γιατί έγινε κάτι τέτοιο; Με ποια λογική; Ποιο ήταν το όφελος; Με τις διαδικασίες αυτές οι ελληνικές τράπεζες κινδυνεύουν πλέον να καταλήξουν σε ξένα χέρια. Κυρίως οι Γερμανοί αξιωματούχοι πιέζουν προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση! Μήπως, λοιπόν, οι μανιώδεις αγορές τοξικών ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες, ενέργεια που θα τις οδηγούσε στη χρεοκοπία, υπήρξε μέρος ενός οργανωμένου σχεδίου για τον αφελληνισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος;

Η καταστροφή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατέστρεψε και τους μετόχους του, οι οποίοι, βεβαίως, δεν ήταν μεγαλοκεφαλαιούχοι. Υπολογίζεται ότι τα κεφάλαια που χάθηκαν συνολικά κατά την περίοδο από 20/10/2009 έως τον Απρίλιο του 2013 ανέρχονται στα 49,1 δισεκατομμύρια ευρώ, και μάλιστα τα περισσότερα ανήκαν σε μικρομετόχους! Ο Σιάτρας επισημαίνει ότι μπορεί κάθε οφειλέτης να χρειάζεται να ξεπληρώσει τα χρέη του ακόμη και πουλώντας την προσωπική του περιουσία, όμως αυτή η αρχή γίνεται άδικη όταν το χρέος είναι άδικο κι όταν ο δανειστής ενεργεί με δόλο ώστε να βλάψει τον οφειλέτη, κάτι που ισχύει στην ελληνική περίπτωση. Το ερώτημα παραμένει γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις αυτών των περιόδων, που τα γνώριζαν όλα, δεν αντέδρασαν· γιατί δέχτηκαν τόσο αδιαμαρτύρητα την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Αν οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν ειλικρινείς, το χρέος της χώρας θα ’πρεπε τον Σεπτέμβριο του 2013 να ήταν 246,2 δισεκατομμύρια ευρώ. Αντ’ αυτού, το χρέος που επισήμως ανακοινώθηκε στις 30/6/2013 ήταν 321,4 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 11 δισ. υψηλότερο απ’ ό,τι τον Μάρτιο του 2010! Μάλιστα, το χρέος επί του Α.Ε.Π. εκτοξεύτηκε από το 112,5% το 2008 στο 175% το 2013! Υποτίθεται ότι επί μνημονίων συνέβη στην Ελλάδα η μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή στην ιστορία των σύγχρονων οικονομιών, με «εξοικονόμηση» 125 δισεκατομμύρια ευρώ από τα δύο «κουρέματα». Όμως τα στοιχεία αυτά αποτελούν μια από τις μεγαλύτερες απάτες στην ιστορία της Ελλάδας και της Ε.Ε.! Μάλιστα, το συντριπτικό ποσοστό (77,5%) των κεφαλαίων που «εξοικονομήθηκε» κατευθύνθηκε προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα, δηλαδή τα ποσά δεν χρησιμοποιήθηκαν για λειτουργικές δαπάνες του ελληνικού κράτους ή για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, όπως ψευδώς ισχυριζόταν η ελληνική κυβέρνηση, αλλά για τη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών, την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών, τη μεταβολή του ελληνικού χρέους από ιδιωτικό σε κρατικό και, τελικά, για να παρεμβαίνουν οι δανειστές στην ελληνική πολιτική ζωή!

Την πραγματικότητα αυτή δεν τη γνωρίζουν ούτε οι Ευρωπαίοι πολίτες, οι οποίοι πιστεύουν ότι η Ελλάδα χρηματοδοτείται δωρεάν. Η συγκεκριμένη εντύπωση καλλιεργείται σκόπιμα από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ιδίως η Γερμανία, που εμφανίζει τον εαυτό της σαν θύμα της ευρωπαϊκής κρίσης, αποσιωπά τα κέρδη της από τη διαχείριση της κρίσης. Η Γερμανία, την περίοδο 2010-2014 εξοικονόμησε 40,9 δισ. ευρώ εξαιτίας της κρίσης των ευρωπαϊκών χωρών του νότου. Επιπλέον, η λειτουργία της ευρωζώνης ευνοεί τα μέγιστα τη Γερμανία. Χάρη στη συμμετοχή των κρατών του νότου στην ευρωζώνη, η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου διατηρείται χαμηλά, γεγονός που ευνοεί τις εξαγωγές της Γερμανίας, συμβάλλοντας στην αύξηση του εμπορικού της πλεονάσματος κατά περίπου 4%, δηλαδή κατά περίπου 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Η Γερμανία κερδίζει τεράστια ποσά χάρη στη συμμετοχή των χωρών χαμηλής ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη, γι’ αυτό κι έχει συντρίψει τα εμπορικά τους ισοζύγια. Παράλληλα, η έκνομη δράση των γερμανικών εταιρειών σε βάρος της Ελλάδας πραγματοποιείται με την κάλυψη του γερμανικού νόμου, ο οποίος επί δεκαετίες δεχόταν τα έξοδα χρηματισμού ως νόμιμα (!) έξοδα των εταιρειών!

Σε μια ευρωζώνη, λοιπόν, στην οποία τα ισχυρά ανταγωνιστικά κράτη του ευρωπαϊκού βορρά έχουν παγιδέψει τα πτωχευμένα και μη ανταγωνιστικά κράτη του νότου, υπάρχει ζωή για την Ελλάδα; Ο Σιάτρας θεωρεί την καταστροφολογία των ευρωλάγνων αβάσιμη. Βέβαια, μια αποχώρηση από το ευρώ θα προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση, αλλά οι κοινωνίες πάντα προσαρμόζονται και συνεχίζουν να λειτουργούν με βάση τα νέα δεδομένα. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Επειδή για να αντιμετωπιστεί χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, κι επειδή οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο, ο συγγραφέας θεωρεί ότι στην παρούσα φάση η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Αν όμως η Ε.Ε. και οι δανείστριες χώρες αρνηθούν να αποδεχτούν πολιτικές και λύσεις που θα μειώσουν τα σημερινά βάρη των κρατών του νότου, τότε δεν υπάρχει περιθώριο συνύπαρξης.

Ο Σιάτρας επισημαίνει ότι οι υποχρεώσεις της Ελλάδας έως και το 2016 ανέρχονται στα 53 δισ. ευρώ, ενώ στα 15 δισ. υπολογίζονται οι τόκοι για τα έτη 2014-2016. Τα ποσά τούτα είναι αδύνατο να αποπληρωθούν, γι’ αυτό και η ευρωπαϊκή πολιτική επιβάλλεται να αλλάξει, προκειμένου να αρθούν οι σημερινές αδικίες. Έχοντας ερευνήσει στοιχεία και παραμέτρους τα οποία σκοπίμως συγκαλύπτονται από το σύστημα, ο Σιάτρας παρέχει με το πόνημά του μια σημαντική πηγή διαφώτισης των πολιτών επί του ζητήματος της κρίσης. Με επιμονή κι υπομονή χαρίζει, επίσης, ένα πολύτιμο όπλο στις ελληνικές κυβερνήσεις που θα κληθούν στο εξής να διαχειριστούν την κρίση. Ζητούμενο παραμένει αν εκείνες επιθυμούν να το αξιοποιήσουν.

 

Γιάννης Σιάτρας, «Οι ζημιές μας κέρδη τους. Η λεηλασία της Ελλάδας. Τα αποτελέσματα μιας ανεύθυνης πολιτικής», εκδ. EuroCapital, Αθήνα 2013, σελ. 400.

 

Γιάννης Στρούμπας