Στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διεξήχθη η δίκη που αφορά άμεσα τα 218 θύματα του Διστόμου από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, αλλά εμμέσως και όλες τις γερμανικές αποζημιώσεις. Θυμίζουμε ότι η Γερμανία προσέφυγε στη Χάγη επιδιώκοντας την καταδίκη της Ιταλίας, επειδή θεωρεί ότι τα ιταλικά δικαστήρια, και τελευταία το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στη Ρώμη, μη σεβόμενα την ετεροδικία της Γερμανίας έχουν εγκρίνει κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου σε εκτέλεση αποφάσεων ιταλικών δικαστηρίων. Πρόκειται για θύματα του ναζισμού στην Ιταλία (203 άμαχοι στο Αρέτσο της Τοσκάνης), μα και του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο και επιδίκασε 28 εκατομμύρια ευρώ στα θύματα του Διστόμου. Ήταν λοιπόν μία πολύ σπουδαία υπόθεση και το αποτέλεσμα της δίκης αυτής (η απόφαση αναμένεται τον Νοέμβριο) θα κρίνει πολλά πράγματα, τόσο σε ηθικό όσο και σε υλικό επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση παρέστη τελικά στη δίκη ως παρατηρητής (!) αντί για διάδικος, και στην αντιπροσωπεία μας μετείχαν ειδικοί υπό τους καιθηγητές Στ. Περράκη και Α. Μπρεδήμα. Έξω από το δικαστήριο συγκεντρώθηκαν μέλη της Ένωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων της Γερμανίας και της Πανελλήνιας Ένωσης Θυμάτων της Ναζιστικής Κατοχής, με πανό που ζητούσαν από τη γερμανική κυβέρνηση να καταβάλει αποζημιώσεις.

Την πρώτη μέρα της δίκης τον λόγο είχε η γερμανική πλευρά, στην οποία μετείχαν 3 διακεκριμένοι καθηγητές Πανεπιστημίου: ο Christian Tomuschat, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Humbold του Βερολίνου, ο Andrea Gattini, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβα και ο Robert Kort, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Η γραμμή της ήταν κυρίως πολιτική (και αλαζονική) και λιγότερο τυπικά νομική, με τα επιχειρήματά της να συνοψίζονται περίπου στα εξής:

«Αντιμετωπίζουμε αυξανόμενο αριθμό προσφυγών ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων, τις οποίες καταθέτουν θύματα εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους ναζί στην Ιταλία. Ναι, είχαμε τρομερά συμβάντα κι εκφράζουμε τη λύπη μας γι’ αυτά, όμως μετά από τόσα χρόνια πρέπει να περάσουν πια στην Ιστορία. Σύμφωνα με τη βασική αρχή της ετεροδικίας, αποζημιώσεις μπορούν να διεκδικηθούν μόνο με διαπραγματεύσεις μεταξύ κρατών. Δεν προβλέπεται διεκδίκηση αποζημίωσης από πολίτες – θύματα με αγωγή στα δικαστήρια της χώρας στην οποία τα στρατεύματα Κατοχής διέπραξαν εγκλήματα πολέμου. Οι Ιταλοί δικαστές εκ προθέσεως παρέβησαν το διεθνές δίκαιο, αποφασίζοντας ότι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας η Γερμανία δεν μπορεί να διεκδικεί το προνόμιο της ετεροδικίας.Ρήγματα στην αρχή της ετεροδικίας θα οδηγούσαν σε «φόρουμ σόπινγκ», δηλαδή σε ξεπούλημα ευκαιρίας περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στη χώρα επιλογής των θυμάτων. Επί πόσες γενεές θα πρέπει ακόμη η Γερμανία να πληρώνει; Καμμία υπόθεση δεν μπορεί να εξαιρείται από την ετεροδικία, αλλιώς κινδυνεύει η ειρηνική συνύπαρξη των λαών και ο πλανήτης θα βυθιστεί στο χάος και την αναρχία»!

Η απάντηση της ιταλικής αντιπροσωπείας την επομένη ήταν ότι «πρέπει να μιλήσουμε για τις σοβαρές παραβιάσεις του ανθρωπιστικού δικαίου: δεν υπάρχει μόνο η ετεροδικία ως αρχή του διεθνούς δικαίου, υπάρχουν και οι κανόνες που προστατεύουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η Γερμανία όχι μόνο παραβίασε βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά εξακολουθεί να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο διότι δεν έχει αποζημιώσει τα θύματά της, ούτε δείχνει διατεθειμένη να το πράξει ή να δημιουργήσει ένα μηχανισμό διευθέτησης του σοβαρού αυτού ζητήματος. Εν τέλει, το διεθνές σύστημα απονομής δικαιοσύνης πρέπει να πάρει άμεσα, τώρα, μια απόφαση στο ζήτημα αυτό, καθώς η Γερμανία έχει αδιαφορήσει όλα αυτά τα χρόνια για τα δικαιώματα των θυμάτων. Επιτέλους, τα θύματα δικαιούνται δίκης και δικαστή για την απονομή δικαιοσύνης».

Η ελληνική αντιπροσωπεία υποστήριξε την αναγνώριση του ατομικού δικαιώματος κάθε συγγενούς «θυμάτων θηριωδίας» να προσφύγει ενώπιον της Δικαιοσύνης, συντασσόμενη με την ιταλική θέση. Βασικό σημείο της επιχειρηματολογίας μας αποτέλεσε η ανάπτυξη των νομικών και πολιτικών αιτιών που εισάγουν εξαίρεση στο προνόμιο της ετεροδικίας.

Στο βασικό επιχείρημα της Γερμανίας ότι η άρση της ετεροδικίας στη συγκεκριμένη υπόθεση θα δημιουργήσει χάος στη διεθνή κοινότητα, καθώς θα ανοίξει το δρόμο για εκατοντάδες άλλες προσφυγές και για ευκαιριακό «ξεπούλημα» περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στις χώρες επιλογής των θυμάτων, η ελληνική πλευρά αντέτεινε ότι ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων που θα έχουν δικαίωμα αποζημίωσης για τις ναζιστικές θηριωδίες δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να το στερηθούν.

Στη δικαστική διαμάχη στη Χάγη δεν είχαν δικαίωμα να παρέμβουν οι Έλληνες συγγενείς των θυμάτων, καθώς στο Διεθνές Δικαστήριο δεν μπορούν να παραστούν ιδιώτες. Έτσι, το ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να παρέμβει ως παρατηρητής με απόφαση που έλαβε το υπουργικό συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης κ. Χάρη Καστανίδη, ενδεχομένως για να αμβλύνει τις κάκιστες εντυπώσεις που άφησε η μέχρι τούδε συμπεριφορά του έναντι των θυμάτων (η άρνηση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλου, επί ημερών Σημίτη να υπογράψει το δικαίωμα των Ελλήνων που δικαιώθηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια σε γερμανικές περιουσίες εν Ελλάδι).

Σημειωτέα η παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας υπέρ των θυμάτων του ναζισμού σε Ελλάδα και Ιταλία, που παρουσίασε σε συνέντευξη Τύπου στη Χάγη μακροσκελή γνωμοδότητη του ομότιμου καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης Μίχαελ Μπότε. Ο Μπότε αντιστρέφει ακριβώς την επιχειρηματολογία της γερμανικής κυβέρνησης και υποστηρίζει ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης των κρατών περιλαμβάνει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η οποία δικαιοσύνη έχει το δικαίωμα να διαπιστώνει και περιπτώσεις στις οποίες κατ’ εξαίρεση δεν μπορεί μία χώρα να διεκδικήσει το προνόμιο της ετεροδικίας. Άλλωστε είναι ίδιον του εθιμικού δικαίου να διαπλάθεται και να εξελίσσεται μέσα από τις αποφάσεις των ανεξάρτητων δικαστηρίων.

Η τοποθέτηση της Δ.Α. έγινε στο συμπόσιο (13/9, Πανεπιστήμιο της Χάγης) που διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα Συνταγματικά και Ανθρώπινα Δικαιώματα (ECCHR) και η Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Γερμανίας (RAV), με θέμα: «Αποζημιώσεις λόγω μαζικών παραβιάσεων των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύγχρονες εξελίξεις και προκλήσεις σχετικά με την Ετεροδικία του Κράτους».

Επί της ουσίας τώρα έχουμε μια δικαστική υπόθεση που «τρέχει» στα διεθνή δικαστήρια χωρίς μεγάλες ελπίδες δικαίωσης. Έχουμε μια Γερμανία που μέχρι το 1990 επικαλείτο άγνοια (πληρώσαμε, πώς δεν πληρώσαμε;) ή αναρμοδιότητα (λόγω της ύπαρξης δύο γερμανικών κρατών) και που τώρα επικαλείται την ετεροδικία για να εξασφαλίσει ασυλία, ακόμη και σε περιπτώσεις όπως αυτή του Διστόμου. Θυμίζουμε ότι υπάρχει και το νομικό κεκτημένο της Νυρεμβέργης, όπου καταδικάστηκε σε 15ετή κάθειρξη ο στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι, ως υπεύθυνος των σφαγών σε Δίστομο, Καλάβρυτα και Κλεισούρα, με το αιτιολογικό ότι οι πράξεις αυτές των στρατευμάτων κατοχής αποτελούσαν εγκλήματα κατά της ανθρω-πότητας.

Κι αν όμως ακόμη χαθεί η δίκη αυτή, έχουμε ακόμη μπροστά μας πεδίον δόξης λαμπρόν, ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ. Υπάρχουν όλες αυτές οι εκκρεμότητες που θύμισε πάλι το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών στην Ελλάδα. Η ανακοίνωση του Συμβουλίου (Μ. Γλέζος, Β. Μαχαίρας, Στ. Ληναίος) της 10ης Σεπτεμβρίου 2011 έλεγε: «Ο Ελληνικός Λαός αναμένει από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης την ιστορική του απόφαση κατά την οποία το Διεθνές Δίκαιο ισχύει για όλα τα κράτη, μικρά και μεγάλα, και συνεπώς η Γερμανία κατά παράβαση βασικών διατάξεών του αρνείται επί 66 χρόνια, από τη λήξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου, να πληρώσει στην Ελλάδα τις οφειλές της: α) Το ποσό των 7,1 δισ. δολλαρίων ΗΠΑ, που της επεδίκασε η Διεθνής Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (1946) για την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσαν τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην οικονομική υποδομή της χώρας. β) Το αναγκαστικό δάνειο των 3,5 δισ. δολλαρίων ΗΠΑ που εισέπραξε κατά τα έτη 1942-43. γ) Την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών που αφαίρεσε από Μουσεία και Αρχαιολογικούς χώρους. δ) Τις αποζημιώσεις προς τα θύματα των εγκλημάτων του Γερμανικού στρατού Κατοχής σε βάρος αμάχων Ελλήνων πολιτών.Το θέμα λοιπόν είναι αν θέλουμε, αν υπάρχει η πολιτική βούληση να διεκδικήσουμε ό,τι μας ανήκει, ειδικά τώρα που βρισκόμαστε στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Έτσι θα έχει ενδιαφέρον και η όποια απάντηση δοθεί στον Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος με αφορμή την δίκη ρώτησε τους αρμόδιους υπουργούς: ««Τουλάχιστον οφείλουμε να διατηρούμε το θέμα ζωντανό. Και ίσως κάποια στιγμή οι συνθήκες αλλάξουν με τρόπο που να μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα παραπάνω.

1. Τι έχουν πράξει μέχρι τώρα για να υποστηρίξουν πολιτικά και νομικά την υπόθεση των Ελλήνων – θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας; Ποιες είναι οι ενέργειες και οι κινήσεις προς τη Γερμανία, σε επίπεδο Ε.Ε. και σε διεθνείς οργανισμούς για την προβολή και διεκδίκηση του δικαίου των θυμάτων;

2.Θεωρούν επαρκή τη νομική εκπροσώπηση της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Χάγης; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά και ο σχεδιασμός της νομικής αυτής στήριξης;

3.Σκοπεύουν επιτέλους – και πότε συγκεκριμένα – να κινήσουν το θέμα της επιστροφής του αναγκαστικού κατοχικού δανείου της χώρας μας προς τη Γερμανία και το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων από τις Κατοχικές καταστροφές στη χώρα μας;»

Επίσης ο Ελληνικός Λαός, αναμένει από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, να επιβεβαιώσει την ισχύ της αρχής του Ευρωπαικού Δικαίου, ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων μιας χώρας της Ευρωπαικής Ένωσης εκτελούνται και στο έδαφος όλων των χωρών της.»