-
27
Sep
του Ν. Δαπέργολα
Δρ Βυζαντινῆς Ἱστορίας τοῦ ΑΠΘ,
Προέδρου τῆς ΕΛΜΕ Ν. Ροδόπης
Προβλήματα σὲ σχέση μὲ τὴ διδακτική της Ἱστορίας
Παρὰ τὸ ὅτι ἡ Ἱστορία ἀποτελεῖ μία συναρπαστικὴ ἐπιστήμη, ἡ μοίρα ποὺ τῆς ἐπιφύλαξε ἡ δημόσια ἐκπαίδευση σχεδὸν ἀπὸ καταβολῆς της, τὴν ἔχει ἀναγάγει σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἀμφιλεγόμενα διδακτικὰ ἀντικείμενα τοῦ ὡρολογίου προγράμματος.
Τὸ πρόβλημα βεβαίως κυρίως ἔγκειται στὴν ἀνεπάρκεια τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων, ἐπιτείνεται ὅμως καὶ ἀπὸ ἄλλα δεδομένα, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος ἀπὸ μὴ εἰδικούς, ποὺ συχνὰ ἁπλῶς ἐκτελοῦν τὴν ἀγγαρεία τῆς «παράδοσης» τῆς διδακτέας ὕλης, δίχως νὰ ἔχουν καμμία περαιτέρω δυνατότητα ἢ καὶ διάθεση γιὰ νὰ τὴ συμπληρώσουν μὲ ἄλλα στοιχεῖα καὶ νὰ τῆς δώσουν μία νέα διάσταση.
Εἰδικὰ ὅμως στὴν περιοχὴ τῆς Θράκης τὸ ὅλο πρόβλημα εἶναι ἀκόμη ἐντονότερο, καθὼς διογκώνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἐπιπλέον δεδομένο τῆς συνύπαρξης μαθητῶν ποὺ ἐκπροσωποῦν διαφορετικὲς κουλτοῦρες. Τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια προβάλλουν κυρίως τὴν ἑλληνικὴ Ἱστορία. Καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ σχέσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ Ἰσλὰμ ὑπῆρξαν ἐξαρχῆς (7ος αἰ.) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συγκρουσιακές, τὸ πρόβλημα ἐπιτείνεται ἀκόμη περισσότερο, καθὼς ἐνίοτε ὑψώνονται μέσα στὴ σκέψη τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ καὶ τὰ ἐρωτήματα «τί ἀκριβῶς πρέπει νὰ διδάξει», ἀλλὰ καὶ «πῶς θὰ τὸ διδάξει». Καὶ γίνεται πραγματικὰ πολύπλοκο, ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι τὰ ἐν λόγῳ ἐρωτήματα ἀπορρέουν μὲν ἀπὸ τὴν ἀνάγκη σεβασμοῦ τοῦ «διαφορετικοῦ», ποὺ ὀρθῶς ἀποτελεῖ βασικὴ προϋπόθεση στὴν ἐκπαίδευση, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μοιραῖα προσκρούουν σὲ ἕνα μεῖζον ζήτημα ἠθικῆς τάξεως, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ στὸ ἐρώτημα τοῦ κατὰ πόσον ἔχουμε ἐπιστημονικὰ τὸ δικαίωμα σκόπιμης ἀποσιώπησης ἢ παραμόρφωσης τῆς ἱστορικῆς γνώσης, ὥστε νὰ φτάσουμε τελικὰ σὲ μία εὔπεπτη Ἱστορία, ποὺ «δὲν θὰ ἐνοχλεῖ τὰ αὐτιά» κανενός.
Τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια καὶ ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους
Θὰ πρέπει βεβαίως στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι σὲ σχέση μὲ τὰ σχολικὰ ἱστορικὰ ἐγχειρίδια ἔχει ξεκινήσει ἐδῶ καὶ χρόνια μία μεγάλη συζήτηση. Τὸ κύριο ἐπιχείρημα τῶν πολεμίων τῆς ἐπίσημης σχολικῆς ἄποψης γιὰ τὴν Ἱστορία (Α. Φραγκουδάκη, Θ. Δραγώνα, Ε. Ἀβδελὰ κ.ἅ.) εἶναι ὅτι αὐτὴ ἔχει ἔντονο ἐθνοκεντρικὸ χαρακτήρα καὶ ὅτι βασίζεται μάλιστα σὲ μία σχεδὸν μεταφυσικὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ὡς προαιώνιου ὀργανισμοῦ ποὺ παραμένει ἀναλλοίωτος στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, γεγονὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ μονομερὴ προβολὴ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, στὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ σὲ παρεπόμενες παρενέργειες, ὅπως ἡ καλλιέργεια ἐθνικιστικῶν αἰσθημάτων καὶ ἡ ἀνάπτυξη τάσεων ἀπομονωτισμοῦ, ρατσισμοῦ καὶ ξενοφοβίας. Οἱ ὑποστηρικτὲς μάλιστα αὐτῆς τῆς ἄποψης προχωροῦν ἐνίοτε ἀκόμη πιὸ πέρα, βάλλοντας ὄχι μόνο κατὰ τῆς διαχρονικῆς ἔννοιας τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς ἔθνους ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς εὐρύτερης γλωσσικῆς καὶ πολιτισμικῆς του συνέχειας, τὴν ὁποία ἐπίσης συνήθως ἀντιμετωπίζουν ὡς ἰδεολόγημα, ποὺ προφανῶς θὰ πρέπει καὶ αὐτὸ νὰ ἐκβληθεῖ ἀπὸ τὴ σχολικὴ Ἱστορία.
Πρόκειται πάντως γιὰ ἐπιχειρηματολογία τὴν ὁποία προσωπικὰ – γιὰ νὰ τὸ θέσω κομψά – δυσκολεύομαι νὰ τὴν παρακολουθήσω μὲ νηφαλιότητα. Θὰ συμφωνήσω βεβαίως στὸ ὅτι ἡ παραπάνω ἀντίληψη περὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀναδύεται πράγματι ἐνίοτε ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια, κυρίως μὲ τὸ νὰ ὑποτιμοῦνται οἱ ἐπιδράσεις ποὺ δέχτηκε ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ἡ ἐπιστημονικὰ ἀπαράδεκτη αὐτὴ ἄποψη θὰ πρέπει πράγματι νὰ ἐκριζωθεῖ, ὅπως βεβαίως καὶ νὰ δοθεῖ σίγουρα μεγαλύτερη ἔμφαση στὴ μελέτη τῶν ξένων πολιτισμῶν σὲ σύγκριση μὲ τὶς σημερινὲς ἐλάχιστες ἀναφορές τους. Θὰ συμφωνήσω ἀκόμη στὸ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους μὲ τὴ σύγχρονη σημασία τοῦ ὅρου ἀποτελεῖ πράγματι σχετικὰ πρόσφατο ἰδεολόγημα, ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὸν 17ο αἰ. μὲ τὴν ἐμφάνιση στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τῶν λεγόμενων ἐθνικῶν κρατῶν, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἀναγωγή της μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς σημασία σὲ παλαιότερες ἱστορικὲς περιόδους συνιστᾶ ἐπίσης πράξη ἀντιεπιστημονική. Αὐτὸ ὅμως ἰσχύει μόνο γιὰ τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, ὅπου πραγματικὰ θὰ ἀποτελοῦσε πλάνη νὰ «ἀναζητοῦμε» τὰ σημερινὰ ἔθνη στὴ μεσαιωνικὴ λ.χ. περίοδο. Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἐθνογένεση, ἀντίθετα, τὰ δεδομένα μοιάζουν τελείως διαφορετικά, καθὼς (σὲ πεῖσμα ἐδῶ πλέον τῆς γνωστῆς θεωρίας τοῦ Χομσμπάουμ) πρόκειται γιὰ διαδικασία ποὺ πιστοποιεῖται ἀπὸ ἀμέτρητα τεκμήρια σαφέστατα ἤδη πρὶν ἀπὸ τὴν 1η χιλιετία π.Χ. Ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς παρὰ τὸν πολιτικὸ κατακερματισμὸ του διατηρεῖ στὸ ἑξῆς ἐμφανέστατη ἐθνικὴ συνείδηση (καὶ μάλιστα ἀκριβῶς μὲ τὰ ἴδια κριτήρια ποὺ θεωροῦνται καὶ σήμερα ὡς συστατικὰ στοιχεῖα τοῦ ἔθνους), ἡ ὁποία ἁπλῶς μεταβάλλεται κατὰ τοὺς πρώτους βυζαντινοὺς αἰῶνες (καθὼς διευρύνεται μὲ τὴν ἐνσωμάτωση νέων στοιχείων, ὅπως ὁ Χριστιανισμός), γιὰ νὰ προσλάβει τὴν τελικὴ μορφὴ της κυρίως κατὰ τὴν ὑστεροβυζαντινὴ περίοδο (καὶ ἐμφανέστερα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας).
Ἐθνογένεση, ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ἡ ἑκούσια πλάνη τοῦ «ἐκσυγχρονιστικοῦ» μοντέλου
Ἡ ἀλήθεια συνεπῶς εἶναι ὅτι ἀπόψεις ποὺ ἀντιμετωπίζουν ὡς συλλήβδην ἰδεολογικὸ μύθευμα τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀντιεπιστημονικές, καθὼς ὄχι μόνο δὲν εὐνοοῦνται, ἀλλὰ ἀντίθετα ἀντιστρατεύονται κάθε ἱστορικό, ἀρχαιολογικό, γλωσσολογικὸ ἢ ἄλλο δεδομένο. Καὶ εἶναι χαρακτη-ριστικὸ βέβαια ὅτι οἱ ὑποστηρικτὲς τους οὐδόλως διευκρινίζουν ποιὰ εἶναι κατὰ τὴ γνώμη τους ἡ ἀλήθεια ἀντὶ τοῦ «μυθεύματος». καὶ ἐνῶ ἀμφισβητοῦν τὴ συνέχεια, δὲν παίρνουν ὅμως ρητὰ θέση οὔτε καὶ ὑπὲρ τῆς ἀσυνέχειας. Οἱ ἀπόψεις τους εἶναι προδήλως νεφελώδεις καὶ ἀσαφεῖς καὶ ἁπλῶς μοιάζουν νὰ ὑπαγορεύονται ἀπὸ τὴ συνειδητὴ ἐπιλογή τους νὰ ἀποκηρύξουν τὸν ἐθνικισμό, κινούμενοι στὸ ἄλλο ἄκρο, ἐκεῖνο ἑνὸς μεταμοντέρνου «ἐκσυγχρονιστικοῦ» διεθνισμοῦ. Τὸ προσφιλές τους μοντέλο ὅμως, ἐκεῖνο τῶν πολυπολιτισμικῶν κοινωνιῶν, ποὺ προφανῶς καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση δυναστεύει τὴ σκέψη τους, μοιάζει πολὺ ὡς πρὸς αὐτὸ μὲ τὴ ρομαντικὴ ἀντίληψη περὶ ἔθνους: ἡ ἀναγωγὴ του στὸ ἱστορικὸ παρελθὸν καὶ ἡ χρήση του ὡς ἑρμηνευτικοῦ μηχανισμοῦ τῶν ἀρχαίων καὶ μεσαιωνικῶν κοινωνιῶν εἶναι ἕνα γεγονὸς ἀπὸ ἐπιστημονικῆς ἄποψης ἐπίσης ἀπορριπτέο, γιατί εἶναι ἐξίσου αὐθαίρετο καὶ ἀντιϊστορικό. Ἐξίσου αὐθαίρετο, γιατί οὔτε αὐτὸ στηρίζεται στὸ παραμικρὸ ἐπιστημονικὸ δεδομένο καὶ ἐξίσου ἀντιϊστορικό, γιατί καὶ αὐτὸ ἀγνοεῖ κατ’ οὐσίαν τὴν ἔννοια τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης.
Αὐτὸ μάλιστα ἰσχύει γιὰ τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας ὄχι μόνο τοῦ ἑλληνικοῦ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν λαῶν, τῶν ὁποίων ἡ ἐθνικὴ συνείδηση διαμορφώνεται πράγματι πολὺ ἀργότερα. Γιατί τὰ στοιχεῖα ἁπλούστατα δείχνουν ὅτι ὅλα τὰ ἔθνη σχηματίζονται βάσει κάποιων κοινῶν φυλετικῶν, γλωσσικῶν ἢ ἄλλων χαρακτηριστικῶν, τὰ ὁποῖα βεβαίως μεταβάλλονται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου (ἐφόσον δὲν ζοῦν σὲ συνθῆκες γεωγραφικῆς ἀπομόνωσης), ἐνῶ ὁ βαθμὸς τῆς μεταβολῆς ἐξαρτᾶται προφανῶς ἀπὸ τὴ συχνότητα καὶ τὴν ἔνταση ποὺ ἔχουν οἱ ἐπαφές τους μὲ ἄλλους λαούς. Ἀνάλογα μεταβάλλονται καὶ οἱ πολιτισμοὶ αὐτῶν τῶν λαῶν, ἀλληλεπιδροῦν καὶ ἐξελίσσονται, ἀφομοιώνοντας νέα στοιχεῖα καὶ ἀντιδάνεια, ἐνῶ ταυτόχρονα διαμορφώνονται καὶ οἱ ἑκάστοτε μορφὲς εὐρείας συλλογικῆς συνείδησης, ποὺ ὅσο κι ἂν συνήθως δὲν ταυτίζονται βεβαίως μὲ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε σήμερα «ἐθνικὴ συνείδηση», ὡστόσο εἶναι ὑπαρκτὲς καὶ χαρακτηρίζουν ὅλες τὶς ἀρχαῖες καὶ μεσαιωνικὲς κοινωνίες, καθοριζόμενες ἀπὸ ἐπίσης ὑποκείμενα σὲ μεταβολή, ἀλλὰ συγκεκριμένα ἀνὰ ἱστορικὴ περίοδο κριτήρια αὐτοπροσδιορισμοῦ καὶ ἐτερο-προσδιορισμοῦ.
Γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους ἰσχυρίζομαι ὅτι ὁ ὅρος «ἐθνικὴ ἱστορία» ἀκόμη καὶ γιὰ ἕναν Γάλλο ἢ ἕναν Γερμανὸ ἔχει κάποια ὑπόσταση, ἐφόσον θεωρηθεῖ στὸ πλαίσιο ποὺ προανέφερα, καὶ δὲν ἀποτελεῖ ἐντελῶς αὐθαίρετη ἰδεολογικὴ σχηματοποίηση, ὅταν χρησιμοποιεῖται μὲ προϋποθέσεις καὶ γιὰ τὴν πρὸ τοῦ 17ου αἰ. ἐποχὴ (ἀρκεῖ νὰ διευκρινίζουμε φυσικὰ κάθε φορὰ τί ἐννοοῦμε). Ὁ ὅρος «ἑλληνικὴ ἱστορία» πάλι ἔχει, ὅπως προανέφερα, ἀκόμη πιὸ δεδομένη ὑπόσταση ἤδη ἀπὸ τὴ 2η χιλιετία π.Χ. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀκόμη πιὸ προφανὲς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐκβληθεῖ ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων ἐν ὀνόματι ἁπλῶς ἑνὸς δῆθεν προοδευτικοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ. Ἡ ἐπιστημονικὴ μελέτη τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος καταρρίπτει βεβαίως τὴ ρομαντικὴ ἀντίληψη περὶ ἔθνους, γιατί ἀποδεικνύει πὼς οἱ λαοὶ δὲν ἀποτελοῦν τοὺς καρποὺς μιᾶς προαιώνιας παρθενογένεσης, ποὺ ἀναφύονται αὐτόμα-τα καὶ ὑπερφυσικὰ καὶ παραμένουν ἔκτοτε ἀναλλοίωτοι στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἀποδεικνύει ὅμως ταυτόχρονα πὼς δὲν εἶναι οὔτε τὰ προϊόντα μίας ἄλλης, ἰδεο-λογικῆς αὐτὴ τὴ φορὰ παρθενογένεσης, τὰ ὁποῖα ξεπηδοῦν αἴφνης περὶ τὸν 17-18ο αἰ. μέσα ἀπὸ τὴν ἀπρόσωπη χοάνη ἑνὸς (ἐπιμελῶς ἱστορικὰ ἀπροσδιόριστου) πολυπολιτισμικοῦ ἀχταρμά.
Μὲ ὅλα ὅσα προανέφερα, θέλησα ἁπλῶς νὰ ἐπισημάνω ὅτι τὰ σχολικὰ ἱστορικὰ ἐγχειρίδια ἔχουν πράγματι ἀτέλειες καὶ ἑπομένως πρέπει νὰ ἀναθεωρηθοῦν, ὄχι ὅμως στὸν βαθμὸ καὶ – κυρίως – πρὸς τὴν κατεύθυνση ποὺ ὑποστηρίζουν οἱ συνήθεις ἐπικριτές τους. Ἂν τὸ ζητούμενο εἶναι ἡ ἀποϊδεολογικο-ποίηση τῆς Ἱστορίας, εἶναι προφανὲς ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ γίνει μὲ τὴν ἐκρίζωση τῶν ὑπαρχόντων ἰδεολογημάτων καὶ τὴν ἀντικατάστασή τους ἀπὸ ἄλλα, γιατί σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἁπλούστατα «ἔσται ἡ δευτέρα πλάνη χείρων τῆς πρώτης». Αὐτὸ θὰ γίνει μόνο μὲ τὴν ἐφαρμογὴ ἀξιόπιστης ἐπιστημονικῆς μεθόδου στὴ διαδικασία συγγραφῆς τῶν ἐγχειριδίων. Καὶ ἡ μέθοδος στὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη εἶναι ἀπολύτως συγκεκριμένη: ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν πηγῶν στὴν ὑπόθεση ἐργασίας καὶ ἀπὸ κεῖ πάλι μέσῳ τῆς μελέτης τῶν πηγῶν στὴν ἐπαλήθευση τῆς ὑπόθεσης. Ὄχι ὅμως κατ’ ἀνάγκην στὴν ἐπαλήθευση . ἡ ἐπαλήθευση θὰ γίνει μόνο ἂν τὸ ἐπιτρέπουν οἱ πηγές. Ὁ ἱστορικὸς μὲ ἄλλα λόγια ὀφείλει νὰ εἶναι δέσμιος ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τῶν πηγῶν του καὶ τῶν κανόνων τῆς ἐπιστήμης του. Ἂν τὸ καταφέρει, θὰ κατορθώσει νὰ μείνει ἀνεπηρέαστος καὶ ἀπὸ κάθε εἶδος ἰδεοληπτικῆς νεύρωσης. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἐπιμένω ὅτι τὸ πρωτογενὲς πρόβλημα τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων εἶναι ἐπιστημονικὸ καὶ ὄχι ἰδεολογικό. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἐπιστημονική τους ἀναβάθμιση εἶναι ὁ μόνος δρόμος ποὺ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει καὶ στὴν ἀποϊδεολογικοποίησή τους. Δὲν ἔχουμε λοιπὸν οὐσιαστικὰ παρὰ νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε καὶ στὴ σχολικὴ Ἱστορία τὶς κατακτήσεις τῆς σύγχρονης ἱστορικῆς ἐπιστήμης, ποὺ παρὰ τὶς δεδομένες δυσκολίες ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει, εἶναι ὡστόσο σήμερα πολὺ πιὸ ἀξιόπιστη καὶ μπορεῖ πλέον σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ προσεγγίζει τὴν ἀντικειμενικότητα, ἀποβάλλοντας τουλάχιστον μεγάλο μέρος ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἁμαρτίες τῆς «κατὰ παραγγελίαν» ἢ πάντως τῆς συναισθηματικὰ φορτισμένης ἱστοριογραφίας. Ἂν συμβεῖ αὐτό, τότε ἀπὸ μόνα τους θὰ ἐκπέσουν ὅλα τὰ ἰδεολογήματα καὶ ταυτόχρονα θὰ ἔλθει ἀπὸ μόνη της αὐτόματα στὸ προσκήνιο καὶ ἡ ἀναγκαιότητα τῆς μεγαλύτερης προβολῆς καὶ τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ. Καὶ πάντως μόνο τότε θὰ ἔχουμε θεωρητικὰ τὴ δυνατότητα νὰ ἀπομακρυνθοῦμε σταδιακὰ ἀπὸ τὴ λεγόμενη συμβαντολογικὴ Ἱστορία καὶ νὰ ἀναδείξουμε περισσότερο τὴν ἔννοια τῆς ἱστορικῆς ἑρμηνείας, τὴ σημασία τοῦ οἰκονομικοκοινωνικοῦ παράγοντα μέσα στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι καὶ τελικὰ τὴν ἀντίληψη τῆς Ἱστορίας ὄχι ὡς μίας ἁπλῆς ἀλληλουχίας γεγονότων, ἀλλὰ κυρίως ὡς μίας ἀργῆς μὰ συνεχοῦς πορείας δομικῶν μετασχηματισμῶν, μέσα στὴν ὁποία καὶ τὰ λεγόμενα ἱστορικὰ γεγονότα παίζουν βεβαίως τὸν ρόλο τους. Καὶ μόνο ἔτσι ἀσφαλῶς θὰ μπορέσουν νὰ ἀνακινηθοῦν μέσα στὸ μυαλὸ τῶν μαθητῶν μας ἐρωτήματα καὶ προβληματισμοί, ποὺ θὰ συντελέσουν στὴν ὄξυνση τῆς κριτικῆς σκέψης τόσο ἐκείνων, ὅσο ὅμως τελικὰ καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων. Ἡ διαδικασία στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ εἶναι ἀμφίδρομη. Γιατί ἂν τὸ μάθημα τῆς Ἱστορίας κινήσει τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ μαθητῆ καὶ πάψει νὰ εἶναι γι’ αὐτὸν αἰτία ἀποστήθισης, τότε αὐτόματα θὰ ἔχει πάψει νὰ εἶναι καὶ γιὰ τὸν ἐκπαιδευτικὸ ἕνας ἁπλὸς μονόλογος ἀπὸ καθέδρας.
Ὁ δρόμος λοιπὸν εἶναι ἡ ἐπιστημονικὰ εὐσυνείδητη μελέτη τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος, ποὺ ἀπὸ μόνη της θὰ καταρρίψει τὰ ἰδεολογήματα καὶ τὶς αὐταπάτες, καὶ ὄχι βέβαια ἡ ἐπικράτηση τῆς ἰσοπεδωτικῆς πολυπολιτισμικῆς λογι-κῆς κάποιων νεόδμητων «ἐκσυγχρονιστικῶν» θεωριῶν, ποὺ ἁπλῶς τείνουν νὰ ἀντικαταστήσουν μὲ νέες τὶς παλαιὲς ἰδεοληψίες. Καὶ ὁ ἐπιποθούμενος σεβασμὸς τοῦ «διαφορετικοῦ» μόνον ἔτσι πιστεύω ὅτι μπορεῖ νὰ κατοχυρωθεῖ πραγματικά: μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ ἀναζήτηση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, ὅσο βέβαια καὶ μέσα ἀπὸ τὴν πληρέστερη καὶ διεξοδικότερη προβολὴ τῶν ἑτέρων πολιτισμικῶν ἐκφράσεων, ποὺ πρεσβεύουν οἱ λεγόμενες μειονοτικὲς ὁμάδες. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ὅτι καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ ἀνέφερα τὴν προηγούμενη φορὰ σχετικὰ μὲ τὸ τί ἀκριβῶς πρέπει νὰ διδάξουμε καὶ πῶς νὰ τὸ διδάξουμε στοὺς μαθητὲς εἶναι στὴν οὐσία ἀποπροσανατολιστικό. Νομίζω ὅτι πολὺ ἁπλᾶ θὰ πρέπει νὰ τοὺς ποῦμε τὴν ἀλήθεια, σὲ ὅποιον βαθμὸ ἐν πάσῃ περιπτώσει μπορεῖ ἡ ἱστορικὴ ἐπιστήμη νὰ τὴ διερευνήσει καὶ νὰ τὴν προσεγγίσει. Στὴν παρουσίαση βέβαια αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ἐπιφυλακτικοὶ κι ὄχι κατηγορηματικοί, εὖ εἰδότες ὅτι εἶναι κάτι ποὺ θεωρητικὰ μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ στὸ μέλλον, ἂν προκύψουν νέα καὶ ἄγνωστα μέχρι σήμερα ἱστορικὰ δεδομένα. Σὲ συνειδητὲς ἀποσιωπήσεις ὅμως καὶ παραχαράξεις ἐν ὀνόματι τοῦ σεβασμοῦ τοῦ θρησκευτικὰ καὶ πολιτισμικὰ «διαφορετικοῦ» δὲν ἔχουμε κανένα ἀπολύτως δικαίωμα νὰ προβοῦμε καὶ τοῦτο βέβαια ὄχι μόνο ὡς ἐπιστήμονες ποὺ ὀφείλουν νὰ διαφυλάξουν τὸ κῦρος τῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ ὡς παιδαγωγοὶ ποὺ ἔχουν κάποιο ἠθικὸ χρέος ἀπέναντι στοὺς μαθητές τους. Τὸ χρέος αὐτὸ δὲν τὸ ὑπηρετοῦμε μπαίνοντας κατ’ οὐσίαν στὴ λογική του ψεύδους καὶ ἐπιλέγοντας ἕναν δρόμο ποὺ δὲν συντελεῖ στὴ λύση τοῦ προβλήματος ἀλλὰ ἁπλᾶ τὸ καλύπτει ὥστε νὰ μὴν φαίνεται, ἕναν δρόμο ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν σέβεται τὶς διαφορές, ἀλλὰ τὶς ἰσοπεδώνει.
Θὰ μποροῦσα βεβαίως ἐν τέλει νὰ ἰσχυριστῶ ὅτι γιὰ νὰ ἀναβαθμιστεῖ πλήρως ἡ Ἱστορία ὡς σχολικὸ μάθημα, θὰ ἔπρεπε νὰ ὁριστοῦν καὶ ἐκεῖνοι οἱ ἐκπαιδευτικοὶ ποὺ θὰ εἶχαν τὴν ἀπαιτούμενη ἐπιστημονικὴ κατάρτιση γιὰ νὰ τὴ διδάξουν. Δὲν σκοπεύω νὰ ὑπεισέλθω ὅμως στὸ θέμα αὐτό, γιατί τὸ θεωρῶ μάταιο. Μὲ τὴ συγκεκριμένη δομὴ ποὺ ἔχει ἡ δημόσια ἐκπαίδευση θὰ ἦταν ἐντελῶς οὐτοπικὸ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ μαθήματος ἀποκλειστικὰ ἀπὸ ἐπιστήμονες ἱστορικούς, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πιστεύω ὅτι οὔτε καὶ ἡ εἰδικὴ ἐπιμόρφωση αὐτῶν ποὺ ἤδη τὸ διδάσκουν θὰ εἶχε ἰδιαίτερο νόημα. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ἁπλούστατα θεωρῶ ὅτι οἱ ἐπιμορφωτικὲς διαδικασίες στὴν Ἑλλάδα σήμερα ἔχουν σημασία μόνο γιὰ ὅσους τὶς διοργανώνουν (καὶ σὲ σχέση πάντοτε μὲ τὸ εὖρος τῶν κοινοτικῶν κονδυλίων), ἐνῶ γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς εἶναι στὴν πραγματικότητα παντελῶς ἀνούσιες καὶ ἄχρηστες. Θεωρῶ ἑπομένως πολὺ πιὸ ρεαλιστικὸ νὰ ἐπικεντρωθεῖ ἡ προσοχή μας στὴν ἐπιστημονικὴ ἀναβάθμιση τοὐλάχιστον τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων. Ἂν ὅμως οὔτε αὐτὸ δὲν γίνει, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ πιθανότητα νὰ μετεξελιχθεῖ ποτὲ τὸ σχολικὸ μάθημα τῆς Ἱστορίας ἀπὸ ἕναν ἀνιαρὸ ψυχαναγκασμὸ ἀνούσιας ἀποστήθισης σὲ πραγματικὸ πεδίο καλλιέργειας ἱστορικῆς συνείδησης καὶ δημιουργικῆς κριτικῆς σκέψης.
- Published by ndap in: Αρθρα & απόψεις Εν Ελλάδι
- If you like this blog please take a second from your precious time and subscribe to my rss feed!
Leave a Reply