Εἶναι παγκοίνως γνωστό τό πόσο γοητευτική τυγχάνει ἡ θρακική πρωτεύουσα. Αὐτή ἡ σοφή μεῖξις τοῦ νεοελληνικοῦ μοντερνισμοῦ μέ τό ὀθωμανικό χρῶμα ἑλκύει κάθε ἄνθρωπο πού μᾶς ἐπισκέπτεται γιά λίγες (πολύ λίγες…) μέρες. Τίς προάλλες λοιπόν πού ξέμεινα ἀπό αὐτοκίνητο, ἀναγκάστηκα νά περπατήσω τά 280 περίπου μέτρα τῆς καθημερινῆς ὑποχρεωτικῆς μου διαδρομῆς. Κι ὅπως λέει τό θυμόσοφο ρητό, οὐδέν κακόν ἀμιγές καλοῦ: ἡ μαραθώνια αὐτή δοκιμασία μοῦ προσέφερε καθ’ ὁδόν μιάν ἀπολαυστική, χειμερινή εἰκόνα τοῦ ἀστικοῦ μας χώρου.
  Βεβαίως δέν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα νά περπατῶ καί νά χαζεύω ὁλόγυρα, ἀφοῦ τά νερά τῆς προχθεσινῆς βροχῆς ἀρνοῦνταν νά ἀποσυρθοῦν: Σκέπαζαν τίς λακκοῦβες τῆς ἀσφάλτου, τά κενά στά πεζοδρόμια, τά ὀρύγματα στά ἐργολαβικά σκάμματα… Ἀδύνατον νά τ’ ἀγνοήσεις. Καθώς ὅμως ἤμουν περιέργως (χωρίς δηλ. νά ΄χω κάνει χρήση ὁποιασδήποτε οὐσίας) καλοδιάθετος, προσπάθησα νά δῶ τή λακκούβα μισογεμάτη κι ὄχι μισοάδεια. Κάτι σάν πρόκληση, σάν βιντεογκέημ: Ἄν πατήσω τώρα ἐδῶ, μετά ποῦ θά βάλω τό ἄλλο μου πόδι; Ἄν συνεχίσω σ’ αὐτή τήν πλευρά τοῦ δρόμου προλαβαίνω τ’ ἀπέναντι ἁμάξι ἤ περνώντας πάνω ἀπό τό γκιόλι θά μέ κάνει λούτσα; Κείνη ἡ λασπουριά πατιέται ἤ θά μείνει τό παπούτσι μέσα κτλ…
  Ἡ διαδρομή πάντως, πέρα ἀπό τό ἐνδιαφέρον πού παρουσίαζε γιά τύπους ἀντβέντσουρ, δέν ἐστερεῖτο καί αἰσθητικῆς ἀπολαύσεως. Καθώς κάθε λίγα μέτρα ἔκανα κι ἀπό μιά σύντομη στάση, εἶχα τήν εὐκαιρία νά ἀποθαυμάζω τήν νεοελληνική ἄποψη γιά τό δομημένο ἀστικό περιβάλλον (ἄποψη λίγο πολύ κοινή, βεβαίως, σέ κάθε πόλη τῆς χώρας μας). Κάθε τετραγωνικό γῆς ἀπ’ τό ὁποῖο δέν διέρχεται αὐτοκίνητο τείνει νά μπετοναριστεῖ μέ ἕναν ὁμοιόμορφο, ἑξαόρωφο -καί βάλε-τρόπο πού δείχνει μία κοινωνική συνοχή καί μιά ἑδραία αἰσθητική ἀντίληψη (ἐντάξει, ὑπάρχουν ἀκόμη κάποια μικρά κενά πρασίνου καί χώματος πού παραφωνοῦν ἀλλά εἶμαι πεπεισμένος ὅτι κι αὐτά, μέ τήν συντονισμένη προσπάθεια λαοῦ καί πολιτείας, σύντομα θά ἐκλείψουν). Τά μπετά αὐτά εἶναι συχνά βαμμένα σέ τόνους ρόζ καί θαλασσί (ἔχω ἐντοπίσει καί λαχανί), πού κατά τή γνώμη τῶν ἁρμοδίων δέν παραπέμπουν σέ ξεμώραμα ἤ σέ γυφτιές ἀλλά σέ μιά ἀνάλαφρη νότα στήν πόλη. Ποῦ καί ποῦ ξεπροβάλλει μέσα ἀπό τά μπετά καί κανένα δέντρο πού τούτη τήν ἐποχή εἶναι κατά κανόνα γυμνό ἀπό φῦλλα καί ὡς φιγούρα συνάδει ἀπολύτως μέ τή νεκρή ὁλόγυρα φύση (τῶν κατοίκων συμπεριλαμβανομένων)…
       Ἕνα ἄλλο εὐχάριστο στοιχεῖο στή διαδρομή ἦταν οἱ ἐπιγραφές τῶν καταστημάτων. Μερι-κοί μαγαζάτορες – δέν ξέρω γιατί – πιστεύουν ὅτι οἱ συμπολίτες τους ἔχουν μυωπία ἄνω τῶν 85 βαθμῶν καί μοστράρουν ταμπέλες πού φαίνονται μέ τό πού παίρνεις τή στροφή στό Πόρτο Λάγος. Ἄλλοι πάλι θεωροῦν ὅτι εἴμαστε ἀναλφάβητοι καί ὅ,τι γράφει ἡ ἐπιγραφή τό βάζουν καί σέ (μνημειακῶν διαστάσεων) φωτογραφίες. Καί τό καλύτερο: Καθώς ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν συμπολιτῶν μου εἶναι ἀμερικανοθρεμμένη καί ἀγγλομαθημένη, δέν βλέπεις γύρω παρά market, casual, stores, bank, shop, salon κτλ. Ὁ κοσμοπολιτισμός εἶναι ἡ δεύτερη φύση τοῦ Κομοτηνέζου, κακά τά ψέμματα.
   Τέλος, μιά ἄλλη θετική πλευρά τῆς ἐποχῆς εἶναι οἱ φανταιζί δημιουργίες στούς δρόμους. Ὅλα ὅσα ὁ παροιμιώδης σεβασμός μας πρός τόν δημόσιο χῶρο ἐπιβάλλει νά κοσμοῦν ὁδούς καί πεζοδρόμια (χαρτιά, τσιγαροπα-κέτα, ἀλουμινόκουτα ἀναψυκτικῶν, χαρτόκουτες ψυγείων…) παρασύρονται ἀπό τό νερό τῆς βροχῆς καί κοπαδιάζουν στίς γωνίες θυμίζοντας μοντέρνες δημιουργίες, σάν τοῦ Ἀρμάν ἤ τοῦ Ὄλντενμπουργκ. Κάθε λίγα βήματα μιά ἀφορμή γιά σκέψη καί στοχασμό! Mά ποῦ ζοῦμε οἱ κερατᾶδες!..

Κ.Κ.