Ορθοδοξία και πολιτική

parthenisΘα πω δυο λόγια απλά, χωρίς ιδιαίτερες αναλύσεις, προσεγγίζοντας το θέμα από ένα σημείο που μας αφορά όλους, άμεσα. Εκεί όπου η ορθοδοξία και η πολιτική συνυπάρχουν, πολύ συγκεκριμένα, στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος.

Η Ορθοδοξία για μας τους Έλληνες είν’ ένας απ’ τους κύριους άξονες της εθνικής μας παράδοσης εδώ και αιώνες• είτε μας αρέσει, είτε όχι. Πολιτική στις μέρες μας, είν’ ο μοχλός που προσπαθεί να κινήσει, να διοικήσει, να οργανώσει ένα κράτος• ακόμα κι αν μιλάμε για οποιαδήποτε τριτοκοσμική μπανανία.

Αμέσως-αμέσως δημιουργείται κάποια σκιά. Διαγράφονται δυο σημεία του ορίζοντα• Ανατολή-Δύση. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα -όσο κι αν κάποιοι διαφωνούν- θα δούμε πως αυτοί οι δυο πόλοι συγκρούονται: Είναι η σύγκρουση της Ορθόδοξης Ανατολικής Ελληνικής παράδοσης και η αναπόφευκτη ανάγκη οργάνωσης σύγχρονου πολιτικού βίου. (Μην ξεχνάμε πως μιλούμε για τις αρχές του 19ου αιώνα, όπου αρχίσαμε να φτιάνουμε κράτος πάνω σε καλούπια Δυτικά και ν’ απομακρύνουμε -ή έτσι νομίζουμε!- την Τουρκική απειλή, ελπίζοντας ν’ αυγατίσουμε, να πολύνουμε και να ελευθερώσουμε κι άλλα ελληνικά εδάφη με τη βοήθεια των διαφόρων ‘φιλελλήνων’ που ανοίγουν δρόμους και μας οργανώνουν…)

Τι απέδωσε αυτή η σύγκρουση; Τι σόι πράμα ήταν το καινούργιο κράμα που βγήκε; Σίγουρα δεν ήταν μια δημιουργική συνεύρεση. Δεν ήταν έρωτας. Ήταν μια έντονη σύγκρουση, κάπως πιο ‘πολιτισμένη’ απ’ τις παλαιότερες• βίαιη όμως κι αυτή με τον τρόπο της. Όπου όμως δεν κρατήθηκαν ούτε τα στοιχειώδη προσχήματα. Και πάντα οι ‘πολιτισμένοι’ δυτικοί είχαν όχι μόνο το πάνω χέρι, αλλά σε κάθε περίπτωση και το τεκμήριο της πάσης φύσεως εκλεπτυσμένης ανωτερότητας• λέγοντάς μας ακόμα και τι βρακί θα φορέσουμε, τι θα φάμε, πώς θα τραγουδήσουμε και τι χορό θα χορέψουμε. (Πού να σταθεί άλλωστε ένα φτωχό ποιμενικό σουραύλι μπροστά σ’ ένα πιάνο με ουρά, ή ένας ιδρωμένος τσάμικος μπροστά σ’ έν’ αρωματισμένο βαλσάκι;)

Όπως ήταν φυσικό κι αναμενόμενο η αναγκαστική αυτή ανάμειξη δεν έδωσε τίποτε καλό κι αυθεντικό. Σε κάθε επίπεδο της ζωής, ατομικά και δημόσια, έδωσε μονάχα μεσοβέζικες καταστάσεις, μπασταρδεμένες και ψεύτικες. Καραγκούνα με γόβα στιλέτο. Ημιπαράνομες γαρδουμπίτσες light με 0% λιπαρά… Εφάμιλλα όλα και των καλυτέρων Ευρωπαϊκών… Έδωσε την κακή μίμηση των πάντων και μας κληροδότησ’ ένα μόνιμο πρόβλημα ταυτότητας, μαζί με όλα τα σχετικά σύνδρομα κατωτερότητας που δημιουργούνται στον καθένα που μπαίνει σ’ ένα ξένο σπίτι εχθρικό, πλούσιο και βλοσυρό και σνομπ κι αγέλαστο. Σ’ ένα σπίτι, όπου δεν ξέρει κανέναν και δεν ξέρει ούτε πώς να φερθεί, ούτε σε ποιόν να πάει να μιλήσει και τι να πει, πώς να σταθεί και τι να κάνει…

Ένα οξύτατο πρόβλημα ταυτότητας, που μονίμως είναι το κυρίαρχό μας πρόβλημα και που συνέχεια μας ρίχνει σε μια διαρκή κρίση που δεν θα καταφέρουμε να ξεπεράσουμε ποτέ, αν δε λύσουμε πρώτα αυτό. Ειδικά εμείς οι Έλληνες. Διότι έχουμε μιαν απίστευτα έντονη δική μας παράδοση που μας εμποδίζει τελικά ν’ αφομοιώσουμε πράματα που άλλοι λαοί με απείρως λιγότερη ιστορία αφομοίωσαν απ’ τους δυνάστες τους, πολύ πιο πρόθυμα και με μεγαλύτερη ευκολία. Ενώ εμείς…

Δεν είναι διόλου τυχαίο που κάθε τέτοιες μέρες, εντελώς συνειρμικά ξεπηδάει από μέσα μου, με διαβολικά περιπαιχτική διάθεση παρ’ όλη τη σοβαρότητα της μέρας, η εικόνα της περιφοράς του Επιταφίου. Εκεί φαίνετ’ όλη μας η σύγχυση.

Ω φιλτάτη Πατρίς! Ω μείγμα απροσδιόριστο, μισητό κι αξιέραστο• τραγικόν εντέλει! Αλήθεια τραγικό, γιατί μιλάμε για μια χώρα παλαιά, αρχαία, γεμάτη μνήμες και γνώσεις, που όμως σέρνεται και τυραννιέται μπουσουλώντας και δεν της ταιριάζουν οι σύγχρονοι καιροί. Δεν τους ξέρει καλά τους κανόνες του παιχνιδιού κι αγωνίζεται να επιβιώσει μονάχα με ψίχουλα, με απωθημένα και φαντάσματα• ντυμένη κουρέλια, που ντρέπεται να τα φοράει μα καμώνεται πως δεν τη νοιάζει. Σα μια γηραιά κυρία, άρρωστη, δίχως συγγενείς πλέον -ούτε καν μακρινούς- μόνη, φτωχή κι ανήμπορη, μ’ όλη την ευγένεια των περασμένων γενεών φανερή πάνω της• ακόμη και με τον τρόπο που προσπαθεί να κρύψει την ανημπόρια της και βαστά σε κάθε ανάσα την ανάσα της, αγκομαχώντας φριχτά… Ω φιλτάτη Πατρίς!..

Κάθε χρονιά λοιπόν μαζεύονται στην εκκλησία του δήμου, πρόσκοποι κι αγήματα• ναυτονόμοι, στρατονόμοι, αστυνόμοι, τροχονόμοι, μπάντες, επίσημοι. Άρχοντες χωρίς αρχές, πιστοί χωρίς πίστη, πατρίκιοι και πληβείοι, περίεργοι, τουρίστες, γκαρσόνια και πελάτες. Μαζεύονται γύρω Του και Τον πάνε όλοι μαζί. Θλιβερή κουστωδία. Τον πάνε να Τον θάψουνε, κάνοντας πως προσπαθούνε να κρατήσουνε την τάξη. Ποια τάξη; Δεν κινδυνεύει από κανέναν η τάξη. Στο κάτω-κάτω, Εκείνον που ήταν’ επαναστάτης -μπορεί να Τον έλεγαν και τρομοκράτη στις μέρες μας- Τον έπιασαν, Τον δίκασαν, Τον σταύρωσαν• τελείωσε. Τώρα Τον πάνε πάλι όλοι μαζί… Ο Επιτάφιος όμορφα στολισμένος με φρέσκα λουλούδια ευωδιαστά, κι ύστερα οι άγιες εικόνες, τα εξαφτέρουγα, τα ευαγγέλια, τα ιερά σκεύη• χρυσοποίκιλτα, σκαλιστά, βαρύτιμα όλα. Παπαδοπαίδια, παραπαίδια, ψάλτες και κάθε λογής ιερωμένοι ανάμεσα σε κάνες τουφεκιών, που γέρνουν συντριμμένες όλες προς τη γη κάτω, λόγω του πένθους του μεγάλου, βαδίζοντας με βήματα σερνάμενα• τα ειδικά τα βήματα του πένθους.

Ο Αρχιεπίσκοπος, των Αθηνών και πάσης της Ελλάδος, από μπρος και από πίσω άλλοι Αρχιερείς με ωραία άμφια, αστραφτερά και χρυσοκέντητα, με ονόματα μεγάλα, εύηχα, μακρόσυρτα, διπλά και τρίδιπλα• ονόματα Βυζαντινά. Σεβάσμιοι Ιερείς, Πολιτικοί, Παραπολιτικοί• του τόπου αι αρχαί, κόσμος πολύς. Φροντίζοντας όπως μπορεί καθείς να πλασαριστεί καλά, στη σωστή θέση, για να φανεί καλύτερα η μούρη του στον πειναλέο φακό της κάμερας που ελλοχεύει εδώ κι εκεί, σε κάθε βήμα.

Μικροπωλητές στα πεζοδρόμια πουλάνε πλουμιστές λαμπάδες με φιογκάκια και καπέλ’ αντιανεμικά made in China. Πουλάνε φαναράκια και φτηνές, φριχτές εικονίτσες• δυτικότροπες όλες, που δεν ενοχλούν κανέναν ορθόδοξο. Άλλοι πουλάνε ξηρούς καρπούς• πασσατέμπο, ηλιόσπορο, αράπικο, στραγάλια, που ως γνωστόν είν’ εντελώς νηστίσιμοι όλοι τους κι επομένως μπορούν να καταναλωθούν άφοβα επιτόπου -επιταφίως- χωρίς απολύτως κανένα πρόβλημα αμαρτίας• άρα ουδείς ψόγος. Τα κρυστάλλινα φανάρια των γύρω ξενοδοχείων καλυμμένα όλα με μαύρες πλερέζες, για να πενθούν κι αυτά, και μια μπάντα στρατιωτικοδημοτική -συνήθως ασύντακτη και πάντα ξεκούρντιστη- που παιανίζει• όχι βέβαια υπέροχους γνησίως Ελληνικούς Ορθόδοξους Βυζαντινούς ύμνους, ούτε καν κάποιο Requiem, αλλά όποιο πένθιμο εμβατήριο ξέρει. Φρίκη… Καμιά πνευματικότητα, καμία μέθεξη• τίποτε απ’ το γνήσιο, βαθύτατο Πάθος των ημερών. Φρίκη! Ας είμαστε ειλικρινείς• φρίκη…

Δίνω μια συμβολική σημασία, ένα ειδικό βάρος στη σκηνή αυτή, που, όπως και να το κάνουμε, είναι η πραγματικότητα• είναι μέρος της ζωής μας.

Δεν είναι δημιούργημα δικό μου αυτός ο τραγέλαφος.

Μου αφαιρεί πολλή απ’ τη μυσταγωγία της στιγμής. Για να πω την αλήθεια δε μένει και τίποτα όρθιο μέσα μου. Μ’ εμποδίζει να νοιώσω σωστά, όλο αυτό το αλαλούμ… Πονάω. Γιατί; Μα γιατί εδώ ακριβώς βλέπουμε ανάγλυφο αυτό που έλεγα πριν• το πρόβλημα της σύγκρουσης, της ταυτότητας. Το νοθεμένο, μίζερο, μεσοβέζικο αποτέλεσμα. Εκείνη τη στιγμή δε νοιώθω ούτε Χριστιανός ούτε Ορθόδοξος. Ούτε Έλληνας μπορώ να νοιώσω• εκτός κι αν πιστέψουμε πως αυτή είναι η Ελλάδα… Φυσικά δε νοιώθω ούτε Ευρωπαίος. Δεν είμαι τίποτα εκείνη τη στιγμή. Και είμαι σίγουρος πως κι άλλος κόσμος που είν’ εκεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, μένει με την ίδια γεύση: Την ίδια πικρή γεύση που έχουν όσοι το ’χουν ψυλλιαστεί πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά σ’ αυτόν τον τόπο. Κάτι δε λειτουργεί σωστά, δε λειτουργεί καθόλου. Κάτι λείπει, κάτι περισσεύει• κάτι είναι πολύ περίεργα μπλεγμένο…

Ας δούμε και κάτι άλλο τώρα: Ας δούμε τα πολιτικά κόμματα.

Πριν απ’ όλα ο χωρισμός σε κόμματα με τη σύγχρονη δυτική έννοια ήτανε ξένος στην παράδοσή μας. Πώς να το κάνουμε• στη δική μας παράδοση, την Ελληνική, από αιώνων, δίνεται πάντα τεράστια σημασία στο άτομο. Η σχέση του ατόμου με τα άτομα και με τα πράγματα, για τον Έλληνα, ήτανε πάντα διαφορετική• πολύ πιο ανοιχτή, πιο βαθιά, απ’ ό,τι στον Δυτικό. Κι όμως έπρεπε να υπάρξουν κάποια κόμματα• κάποια καινούργια διοικητική οργάνωση. Έγινε κι αυτό. Από πολύ νωρίς όμως, απ’ την επανάσταση του ’21, φαίνεται ο λάθος δρόμος: ‘Αγγλικό’ κόμμα, λέει, ‘Ρωσικό’, ‘Γαλλικό’… Κι ύστερα -εισαγόμενοι πάντα- οι κάθε λογής, αρνητικοί, θανατηφόροι και διαλυτικοί -ισμοί…

Βλέπουμε δηλαδή πως ενώ είχαμε την παράδοσή μας -αιώνων παράδοση- δεν την θεσμοθετήσαμε ουσιαστικά ποτέ. Κι ακόμα χειρότερα• ενώ είχαμε πάντα τον δικό μας τρόπο, τον ελληνικό τρόπο ζωής, δεν τον βιώσαμε ποτέ ολότελα σαν σύγχρονο κράτος.

Όλη η ζωή του νέο-έλληνα, είν’ ένα απωθημένο κι ο βίος του αβίωτος…

Αυτός ο τρόπος• νοθεμένος πια, καταπιεσμένος και με κακή ποιότητα έρχεται και ξανάρχεται συνέχεια στην επιφάνεια και μας κυριαρχεί και θέλει να βγει και να υπάρξει και να εκφραστεί με κάποιο τρόπο. Το αποτέλεσμα, δυστυχώς, είν’ εντελώς αρνητικό πάλι. Είναι μια διαρκής οπισθοδρόμηση και μια απίστευτα συντηρητική εμμονή σε ορισμένα πράματα, όχι κατ’ ανάγκη καλά όλα τους, ούτε όμως και αυθεντικά πλέον.

Πιστεύω πως η δημιουργική σύνθεση δεν έγινε καθόλου και είν’ ελάχιστες οι περιπτώσεις Ελλήνων που κατάλαβαν πραγματικά -ατομικά ο καθένας- τι ακριβώς συμβαίνει. Επειδή όμως συλλογικά δεν καταφέραμε ποτέ να βρούμε μια στάλα θάρρος και να δούμε κατάματα το πρόβλημα της ταυτότητάς μας, δεν κερδίσαμε τίποτα ούτε απ’ τις νέες ιδέες που ήρθαν εδώ. Που δεν έμειναν όμως, δε στέριωσαν, δε ζυμώθηκαν δημιουργικά• ενώ ταυτόχρονα χάσαμε πολλά. Χάνουμε συνέχεια απ’ τη φυσική φθορά της παράδοσής μας, που έπαψε να ’ναι πια ζωντανή, φρέσκια. Χάνουμε, μέσα σ’ ένα κόσμο εχθρικό, φτιαγμένο από άλλους μαστόρους, με διαφορετικά υλικά, με διαφορετική οπτική γωνία, για άλλες αγορές…

Ξεράθηκε το μυαλό μας, στέγνωσε η γλώσσα μας, έγινε ξύλινη• η χαρά των μικροπολιτικών μονάχα… Γεράσαμε, φτηνέψαμε, ρηχέψαμε.
Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα έχει προχωρήσει η αλλοίωσή μας, που ακόμα και μοναχοί στο Άγιον Όρος -αλίμονο• το είδα με τα μάτια μου!- που θα περίμενε κανείς να έχουν μια βαθύτερη πνευματικότητα, μιαν άλλη αντίληψη των πραγμάτων, τους βλέπεις να εμπνέονται από πανηγυριώτικους ροζ Χριστούληδες κι αλλοπαρμένες παχουλές πλαστικές Παναγίτσες, σε χαλκομανίες φτιαγμένες κάπου στην Κίνα πάλι• ενώ θησαυροί ανεκτίμητης τέχνης, σαπίζουν σε σαρακοφαγωμένα σεντούκια. Ακριβώς γιατί δεν συγκινούν πια κανέναν, και δεν τους πήραν ακόμη χαμπάρι να τους ‘καταγράψουν’ αρχαιοκάπηλοι συντηρητές…

“Ecce, Graecia nostro exilio transvolavit Alpes” αναφωνούσε με περηφάνια ο Ιωάννης Αργυρόπουλος στα τέλη του 15ου αιώνα «Ιδού η Ελλάς, με τη δικιά μας εξορία, πέταξε πάνω από τις Άλπεις»• το ελληνικό πνεύμα ξαπλώνεται παντού και φωτίζει πέρα ως πέρα όλη τη Δύση…

Τι έχει απομείνει άραγε σ’ εμάς τους ίδιους σήμερα απ’ αυτό το περίλαμπρο πνεύμα, απ’ αυτόν τον μοναδικό πολιτισμό; Μήπως η εικόνα μόνο του Χριστού πάσχοντος -δυτική πάντα, φτηνή, συφοριασμένη- ξεχασμένη σε κάποιαν αποθήκη; Ή μήπως ο τρόπος που βιώνουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα• όπου όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν για δυο τρεις μέρες ‘σοβαρή’ λέει, ‘πένθιμη’ δήθεν, ‘κλασσική’ μουσική, και μόλις έρχετ’ η Ανασταση, βομβαρδιζόμαστε από ό,τι πιο φτηνιάρικο κι επιφανειακό και χυδαίο έχει σχεδιάσει η κακογουστιά και η απαιδευσία των υπευθύνων;

Μήπως αυτή είναι η σχιζοφρενική εικόνα που έχουμε σαν κράτος; Εικόνα που δίνει λαβή σε φτηνά αστειάκια• πως έτσι τάχατες θα τους τρελάνουμε, εμείς, τους Ευρωπαίους… Εγώ όμως πιστεύω πως αυτός ο διχασμός, αυτό το μόνιμο πρόβλημα ταυτότητας, δε μπορεί να μας οδηγήσει πουθενά. Η μάλλον θα μας πηγαίνει, με μαθηματικήν ακρίβεια και σ’ άλλες, πολύ οδυνηρές, απώλειες. Θα νοθεύει συνέχεια τη ζωή μας και θα ροκανίζει σταθερά την ύπαρξή μας. Και δυστυχώς, δε δείχνει να ’χει καταλάβει ακόμα ο πολύς κόσμος, ούτε πόσες τεράστιες καταστροφές συσσώρευσε πάνω στο Ελληνικό Έθνος ο αιώνας που έφυγε, ούτε πόσο απειλείται η ίδια μας η ύπαρξη τώρα…

Σίγουρα η διαδικασία της αυτογνωσίας είν’ επώδυνη πάντα• δε γίνετ’ αλλιώς όμως. Κάποια στιγμή πρέπει να το πάρουμε απόφαση, καθ’ ένας χωριστά κι όλοι μαζί, πως δεν πάει άλλο. Δε γίνεται να προχωράμε ανερμάτιστοι, δίχως κανένα μπούσουλα• αφελείς καρπαζοεισπράκτορες, ή πολύ μικροί yes-men, ανάλογα με την περίσταση. Δε γίνεται ν’ αλληθωρίζουμε ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, κάνοντας πως τάχαμου εμείς μόνο ξέρουμε να διαλέγουμε τα καλύτερα από παντού• ενώ στην ουσία πιθηκίζουμε μόνο και δεν παράγουμε απολύτως τίποτε πια. Τρίχες, και συχωρέστε μου τη λέξη! Χάνουμε μόνο. Και χάνουμ’ επικίνδυνα πια. Γιατί όλοι οι άλλοι γύρω μας δεν είναι ούτε βλάκες, ούτε αφελείς, ούτε φαιδροί ερασιτέχνες -με ή χωρίς γραβάτα. Τα δικά τους συμφέροντα κοιτάνε. Κι εμείς; Εμείς απόντες, γερασμένοι, χαμένοι από παντού, καταθλιπτικοί, ημιμαθείς απόγονοι ενδόξων προγόνων… Μα δε γίνεται να είμαστε κληρονόμοι μεγάλου ονόματος μόνο• δε φτάνει αυτό. Δε γίνεται να συνεχίσουμ’ έτσι.

Πρέπει να εστιάσουμε στη σύνθεση. Αφού τόσος λόγος γίνεται για τις ταυτότητες και την ταυτότητα και για τους αριθμούς και για τα νούμερα, για τις στατιστικές και τους δείκτες, ας καταλάβει κάποτε καθένας μας πως κάπως πρέπει να ’ναι τα πράματα για μια νέα Ελλάδα. Αυτό το ‘κάπως’ όμως• για ν’ αντέχει, να μπορεί να ζήσει και να λύνει προβλήματα -κι όχι για να συσσωρεύει διαρκώς καινούργια- θα πρέπει να ’ναι ατόφιο, αυθεντικό, αληθινό, δημιουργικό. Δε γίνεται να ’ναι όλα στο περίπου, στο δήθεν, στο τίποτα.

Πρέπει να γίνει η σύνθεση. Έχουμε αργήσει τραγικά, έχουμε χάσει πολλά χρόνια. Όσο ταχύτερα γίνει η σύνδεση, η σύνθεση της ελληνορθόδοξης παράδοσης που την έχουμε -όπως την έχουμε- μέσα μας, με τη σύγχρονη αντίληψη των πραγμάτων που έτσι κι αλλιώς τη βρίσκουμε πάντα μπροστά μας, τόσο το καλύτερο. Αλλιώς μη γελιόμαστε• θα ορθοδοξούμε ανορθόδοξα και θα πολιτευόμαστε χωρίς καμιά πολιτική…

© Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

alexadam48@hotmail.com